|
|
ΣΥΝΑΝΤΙΟΜΑΣΤΑΝ κάθε φορὰ σὲ διαφορετικὴ παραλία. Ἡ τελευταία, ἡ καλύτερη ἀπ’ ὅλες, ἦταν μιὰ ἡλιόλουστη, ὅπου ριψοκίνδυνοι σέρφερ καβαλίκευαν τὰ ἄγρια κύματα ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ πεινασμένων καρχαριῶν.
Φθάναμε πάντα μὲ τὸ ἴδιο ναυλωμένο αὐτοκίνητο καὶ
μὲ τὸν ἴδιο σοφέρ. Καθόμασταν σὲ κάποιο καφὲ δίπλα στὸ κύμα. Ἐγὼ παράγγελνα
παγωμένη μπύρα ἀνεξαρτήτως ἐποχῆς ἐνῶ ἐκεῖνος ἕνα ἐλαφρὺ ἀναψυκτικό.
Εἴχαμε πλέον ἐξαντλήσει πλῆθος διαφορετικῶν ἀκτῶν. Τὸ πράμα εἶχε καταντήσει ἀνιαρό.
— Μοιάζουμε μὲ ἥρωες φὶλμ νουάρ, δὲ νομίζεις;
— Μὰ ποῦ τὸ βρίσκεις τὸ μαῦρο μέσα σὲ τόσο γαλάζιο;
Σκέφτηκα νὰ κρατήσω τὴ σιωπή μου, μιᾶς καὶ ἀκουγόταν
πλέον ὁλοκάθαρα ὁ ρόγχος τοῦ σοφέρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου