|
|
ΛΟΙΠΟΝ,
ποῦ χάθηκες;, σκεφτόταν ὁ Ρέϊ, καθισμένος δέκα
χρόνια μετὰ στὸ ἴδιο μέρος ποὺ εἶχε γνωρίσει, ἀγαπήσει, χορέψει καὶ
χάσει τὴν Πιλάρ. Ἦταν τρεῖς ἑβδομάδες μετὰ τὴν ἐπέτειό τους μὲ τὴν Κάθριν,
ὅταν καὶ εἶχε περάσει ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸ μπὰρ τῆς Ντολόρες, ποὺ δὲν ἦταν
πιὰ τὸ μπὰρ τῆς Ντολόρες, καὶ εἶχε δείξει ἀδιάφορα στὴ σύζυγό του ποῦ
σύχναζε κάποτε. Ὁ πορτιέρης μὲ τὸ μαῦρο κουστούμι καὶ τὸ παπιγιὸν εἶχε
ἀνοίξει τὴν πόρτα γιὰ τὸ «Ἐσπεράντζα», τὸ νέο πιάνο μπὰρ ποὺ ἐκθείαζαν
πιὰ ὅλα τα περιοδικὰ καὶ τὰ σάϊτ τῆς Νέας Ὑόρκης. Ὁλόλευκο καὶ ἀρκετὰ
φωτεινό, μὲ τραπέζια παραταγμένα μὲ τάξη γύρω ἀπὸ ἕνα πιάνο μὲ οὐρά,
ἀποτελοῦσε πιὰ τὸν φιλόξενο χῶρο γιὰ ἄτομα τῆς ἡλικίας του καὶ τοῦ
σιναφιοῦ του. Ὅλοι μὲ τὰ ὄμορφα ροῦχα τους, καλοστημένοι καὶ λαμπεροί,
γιόρταζαν τὶς ἐπετείους, τὶς ἐπιτυχίες, τὴ γέννηση κάποιας ἐλπίδας,
μὲ τὴ συνοδεία τοῦ Μάϊκ στὸ πιάνο. Ἐκεῖνος φοροῦσε σμόκιν, ὅπως ταίριαζε
στὴ θέση του, καὶ τοὺς ἔπαιζε δικές του πειραγμένες μελωδίες ἢ τζὰζ
διασκευὲς γνωστῶν τραγουδιῶν.
Τὸ τραπέζι τοῦ Ρέϊ καὶ τῆς Κάθριν ἔβλεπε τὰ πλῆκτρα καὶ τὰ χέρια τοῦ πιανίστα καὶ ὁ Ρέϊ χάζευε τὸ πιάνο ὅλο το βράδυ. Ὡραῖο το φαγητό, ὡραῖο καὶ τὸ κρασί, ὡραία καὶ ἡ Κάθριν. Τίποτα δὲν θύμιζε ἐκεῖνο τὸ σχεδὸν καταγώγιο μὲ τὴ χυμένη μπίρα καὶ τὰ μουγκρητὰ τῶν ξέμπαρκων μέθυσων. Τίποτα δὲν θύμιζε τὴ ζωή του τότε. Λίγο μόνο ἡ ὑπερυψωμένη πίστα τοῦ πιάνου, ποὺ κατὰ σύμπτωση εἶχε παραμείνει στὸ ἴδιο σημεῖο ποὺ τὰ ἀδέξια πόδια του προσπαθοῦσαν νὰ πετάξουν μαζὶ μὲ τὴν Πιλάρ.
Τελείωσε τὸ μπουκάλι μὲ τὸ κρασὶ καὶ ὁ Ρέϊ ἤθελε κι ἄλλο. Ἡ Κάθριν ἤθελε
μόνο ἕνα ποτηράκι. Περνοῦσε καλὰ μαζί του. Σηκώνοντας δειλά το χέρι,
ὅπως ὅριζαν πιὰ οἱ καλοί του τρόποι, γιὰ νὰ φωνάξει τὸν σερβιτόρο μὲ
τὸ λευκὸ πουκάμισο καὶ τὸ μαῦρο παπιγιόν, ὁ Ρέϊ τὸν ἐντόπισε κοντὰ
στὸ διακριτικὸ καὶ προσεγμένο μπὰρ νὰ παίρνει μιὰ ἄλλη παραγγελία.
Μόλις ὁ σερβιτόρος ἔφυγε ἀπὸ μπροστὰ μὲ τὸν δίσκο, ὁ Ρέϊ διάβασε στὴν
κάνουλα La Rubia. Κόλλησε τὸ βλέμμα του ἐκεῖ σε βαθμὸ ποὺ ἀνησύχησε
τὴν Κάθριν ποὺ ἄρχισε νὰ τὸν ρωτάει τί εἶχε πάθει καὶ ἂν εἶχε δεῖ κάτι
ποὺ τὸν τρόμαξε. Μὰ πῶς
εἶναι δυνατόν, σκεφτόταν ὁ Ρέϊ. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἡ ἴδια μπίρα. Σὰν κάτουρο
ἦταν τότε. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουν αὐτὴ τὴν μπίρα ἐδῶ πέρα;
Καὶ δίχως νὰ ξεκολλήσει τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸ μπάρ, παρήγγειλε ἐσπευσμένα
στὸν σερβιτόρο ποὺ τὸν πλησίασε ἕνα ποτήρι κρασὶ ἀκόμα γιὰ τὴ γυναίκα
του καὶ μιὰ ξανθιὰ Rubia γιὰ τὸν ἑαυτό του. Γεύτηκε τὴν κάθε της γουλιά,
ἀλλὰ ἦταν φανερὰ πιὰ ἀνήσυχος. Ἡ Πιλὰρ ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται νὰ
χορεύει στὴν πίστα. Τὰ γλυκόλογα ποὺ πῆγε κάποτε νὰ ξεστομίσει ἔρχονταν
στὸ στόμα του, ἀλλὰ τὰ ξέπλενε μὲ τὴν μπίρα καὶ τὸ σακάκι του τὸν ἔσκαγε.
Σηκώθηκε στὴ μισὴ μπίρα νὰ πάει στὴν τουαλέτα. Ἡ Κάθριν ἤξερε ὅτι
κάτι δὲν πήγαινε καλά, ἀλλὰ δὲν τοῦ μίλησε. Ἤξερε αὐτὴ ἡ γυναίκα νὰ
ἀφήνει χῶρο στὸν ἄλλο καὶ τὸ ἐκτιμοῦσε αὐτὸ σ’ ἐκείνη.
Οἱ τουαλέτες κι αὐτὲς στὰ ἱσπανικά. Κυρίες καὶ κύριοι, διπλανὲς πόρτες
καὶ ἡ δική του κατειλημμένη ἀπὸ ἄλλον. Ἀναγκαστικὰ περίμενε στὸν
προθάλαμο. Βυθισμένος στὴ μουσικὴ τοῦ πιάνου ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν ἀλλοτινὴ
πίστα, ἄκουσε τὴν πόρτα νὰ ἀνοίγει καὶ τὸν ἦχο τοῦ νεροῦ στὸν νιπτήρα.
Σήκωσε τὸ βλέμμα νὰ μπεῖ μέσα, ὅμως συνειδητοποίησε πὼς δὲν ἦταν ἡ ἀντρικὴ
ποὺ ἄνοιξε, ἀλλὰ ἡ γυναικεία. Ὁ
τύπος θὰ χέζει ἐκεῖ μέσα τόση ὥρα, σκέφτηκε. Ἀκόμα παρασυρμένος
ἀπὸ τὸν ρυθμὸ τοῦ πιανίστα, κοίταξε ἀσυναίσθητα στὴ γυναικεία. Ὁ
καθρέφτης φωτογράφιζε μιὰ γυναίκα μὲ λεπτὰ χαρακτηριστικά, καστανοκόκκινα
μαλλιὰ πιασμένα σὲ κότσο γιὰ νὰ πλύνει τὸ πρόσωπό της καὶ νὰ ξαναβαφτεῖ,
καὶ μαύρη στενὴ φούστα. Ὁ Ρέϊ κοκκάλωσε. Ὁ καθρέφτης τὸν ξεγελοῦσε.
Δὲν ἦταν αὐτὴ ποὺ ἔβαζέ το μπορντὸ κραγιόν της. Δὲν μπορεῖ νὰ ἦταν αὐτή.
Τὸ κλὶκ στὴν πόρτα τῆς ἀντρικῆς τουαλέτας τοῦ τάραξε τὶς ἀναμνήσεις.
Ὁ τύπος ποὺ ἔχεζε βγῆκε καὶ ἔζωνε τὸ πουκάμισο μέσα στὸ κουστούμι
του. Ὁ Ρέϊ μπῆκε μέσα στὴ βρομερὴ τουαλέτα καὶ κρατώντας τὴ μύτη καὶ
τὴ ζωή του σὲ ἀναμονή, κατούρησε τὴ μισὴ μπίρα καὶ τὸ μισὸ μπουκάλι
κρασί. Δὲν γίνεται,
σκεφτόταν ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα. Τραβώντας τὸ καζανάκι, ἄκουσε «Mi amor»
μέσα στὸν ἦχο τοῦ νεροῦ, ἀλλὰ ὅταν βγῆκε ἔξω ἡ γυναίκα εἶχε πιὰ τελειώσει
καὶ φύγει.
Γύρισε στὸ τραπέζι σὰν νὰ εἶχε μόλις δεῖ φάντασμα. Ἡ Κάθριν ἀπολάμβανε
τὸ κρασί της καὶ δὲν εἶδε τὰ ξανθά του δάκρυα νὰ χάνονται μέσα στὴν μπίρα,
καθὼς ἐπίτηδες τὴν ἀκουμποῦσε στὰ μάγουλά του, γιὰ νὰ δροσιστεῖ δῆθεν.
Δὲν τῆς εἶχε πεῖ ποτὲ γιὰ τὴν Πιλάρ, γιὰ τὸ τανγκό, γιὰ τὰ «Mi amor» ποὺ κάθε
βράδυ ἀποφάσιζε νὰ τῆς πεῖ καὶ δὲν τῆς ἔλεγε τελικά, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀφήσει
σύξυλο στὴν πίστα καὶ χαθεῖ γιὰ πάντα.
Ὁ Μάϊκ χάιδευε τὰ πλῆκτρα μὲ τὰ τζὰζ χέρια του καὶ παραμόρφωνε μελωδίες
γνωστῶν ρὸκ συγκροτημάτων ἐκείνη τὴ στιγμὴ γιὰ νὰ τὰ χωνέψουν οἱ θαμῶνες
τῆς ἀνώτερης τάξης. «Without you, I’m nothing» ἔλεγε τὸ πιάνο καὶ ὁ Ρέϊ
ἀναρωτιόταν ἂν ἐκείνη στὴν τουαλέτα ἢ στὴν μπίρα ἢ στὴν πίστα ὑπῆρξε
ποτέ.
Πηγή: Hayden's Ferry Review, Arizona State
University, 2002. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ὁ Ρόμπερτ Μὰνς (Robert
Mans) γεννήθηκε στὴ Νέα Ὑόρκη. Σπούδασε Κινηματογραφία καὶ Δημιουργικὴ
Γραφή. Ἀγαπάει τὴν ποίηση καὶ τὸ μικροδιήγημα καὶ μοιράζει τὸν χρόνο
του ἀνάμεσα στὴ συγγραφὴ καὶ τὴ διδασκαλία δημιουργικῆς γραφῆς σὲ
ὁμάδες ἐνηλίκων καὶ παιδιῶν σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, μὲ σκοπὸ
τὴν αὐτοβελτίωση, καθὼς καὶ τὴν ἀνάδειξη τῶν ταλέντων τους.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ Ἀγγλικά:
Βασίλης Μανουσάκης (Ἀθήνα, 1972). Συγγραφέας, μεταφραστὴς λογοτεχνίας,
ὑποτιτλιστής. Κάτοχος διδακτορικοῦ τίτλου στὴ Σύγχρονη Ἀμερικανικὴ
Ποίηση. Διδάσκει Δημιουργικὴ Γραφή, Λογοτεχνία, Λογοτεχνικὴ
καὶ Ὀπτικοακουστικὴ Μετάφραση στὸ Hellenic American University
στὴν Ἀθήνα.
Εἰκόνα: Ἔργο τοῦ ἀργεντινοῦ ζωγράφου
Fabian Perez (1967).
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου