|
|
ΕΙΧΑ ΦΤΙΑΞΕΙ τὴ μικρή μου αὐτοκρατορία ἀνάμεσα στὸν τραπεζίτη καὶ στὸν φρονιμίτη τοῦ κήτους. Ὁ τραπεζίτης ἦταν χαλασμένος κι εἶχα χωθεῖ στὴν τρύπα αὐτὴ χρόνια τώρα. Δὲν θυμᾶμαι πότε μὲ κατάπιε. Πολλὲς φορὲς μὲ τὴ γλώσσα του προσπαθοῦσε νὰ μὲ βγάλει γιὰ νὰ μὲ πάει κατευθείαν στὴν κόκκινη ἄβυσσο τοῦ στομαχιοῦ του. Ὅμως γρήγορα χωνόμουνα στὴ δεύτερη τρυπούλα ποὺ εἶχα φτιάξει, στὴ ρίζα τοῦ φρονιμίτη, καὶ σωνόμουν. Βέβαια, μερικὲς φορὲς ἐνῶ γλεντοῦσα ἀπὸ μιὰ νίκη μου κινδύνευα, ἀλλὰ πάλι σωνόμουν τὴ τελευταία στιγμή. Οὐρανὸ ἔβλεπα μόνο ἂν ἄνοιγε τὸ στόμα του. Ζοῦσα μέσα στὸ νερὸ μαζί του: ἀνέπνεα κανονικά! Μόνο ποὺ δὲν μεγάλωνα. Καλύτερα, γιατί ἀλλιῶς δὲν θὰ χωροῦσα ἐκεῖ μέσα. Ζαρωμένη σὰν ἔμβρυο, καὶ τὸν περισσότερο καιρὸ ἀκίνητη. Κι αὐτὸ καλὸ ἦταν. Εἶδα πολλοὺς νὰ περνοῦν καὶ νὰ χάνονται μέσα του. Τουλάχιστον ζοῦσα.
Τὸ κῆτος πρέπει νὰ ἤτανε τεράστιο γιατί κατάπινε ὁλόκληρα καράβια: τὰ ἔβλεπα ποὺ χάνονταν στὸ στομάχι του. Κάποιοι κατάφερναν νὰ πιαστοῦν ἀπ’ τὰ δόντια του. Μάλιστα, ἀπέναντι στὸν ἄλλον τραπεζίτη ζοῦσε ἕνας ὀδοντίατρος πού μοῦ ἔδινε ὁδηγίες γιὰ τὸ δόντι. Εἴχαμε καταφέρει νὰ πιάσουμε κάτι σχοινιὰ ἀπὸ ἕνα καράβι καὶ νὰ τὰ δέσουμε στὰ δόντια ἔτσι ὥστε νὰ ἐπικοινωνοῦμε. Ἕνα βράδυ —ἔτσι κι ἀλλιῶς πάντα βράδυ ἤτανε— ὅταν τὸ κῆτος κοιμόταν, πέρασα ἀπέναντι: πίναμε κρασάκι, λέγαμε ἱστορίες καὶ μοῦ μάθαινε τὰ μυστικά τῶν δοντιῶν. Μοῦ ἄρεσε ὁ ἄνδρας αὐτὸς καὶ τελικά τὰ φτιάξαμε, ἀλλὰ ἀποφασίσαμε νὰ μείνει ὁ καθένας στὸν τραπεζίτη του, γιατί οἱ ἔρωτες κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες ἦταν ἀμφιβόλου ποιότητας. Λέγαμε πολλὰ ἀστεῖα, πὼς ἂν κάποτε βγαίναμε ἀπὸ τὸ θηρίο θὰ παίρναμε ἕνα δάνειο γιὰ νά … χτίσουμε μιὰ καλὴ σχέση, μιᾶς καὶ ξέρουμε δυὸ τραπεζίτες… Ἐπίσης, γελούσαμε πολὺ ὅταν λέγαμε πὼς εὐτυχῶς ποὺ δὲν μᾶς κατάπιε φάλαινα γιατὶ θὰ τρώγαμε μόνο πλαγκτόν…
Τὶς μέρες ποὺ ἡ μοναξιὰ ἦταν ἀφόρητη ζωγράφιζα στεριές, πάνω στὰ
δόντια του. Μάθαινα, ὅμως, καὶ κάτι καλὸ ἐκεῖ μέσα: τὴ σπουδαιότητα
τοῦ μικροῦ χώρου. Μέχρι γραφεῖο εἶχα κάνει ἀπὸ ἕνα κατάρτι ποὺ εἶχε
σφηνωθεῖ στὸ δόντι. Καὶ πάντα κοιμόμουν δεμένη μ’ ἕνα σχοινὶ ἀπὸ τὸ
μικρό μου δωμάτιο. Ἔτσι, ὅταν ξεχνιόμουν καὶ μὲ τραβοῦσε ἡ ἄβυσσος,
μὲ κρατοῦσε τὸ σχοινάκι αὐτό. Κάποιοι ἄλλοι μεγαλοπιάστηκαν κι ἔχτισαν
βίλες στὸν οὐρανίσκο του καὶ στὰ μπροστινὰ δόντια ἀλλὰ τοὺς ἔφαγε ἡ
μαύρη νύχτα… Μοῦ ἀρκοῦσε ποὺ ζοῦσα.
Ἡ ζωή μου, γενικά, ἦταν ἀσήμαντη. Ὅμως, εἶχα ὁρίσει μιὰ μέρα γιὰ νὰ
γιορτάζω τὴ γιορτὴ τῆς ἀσημαντότητας. Ἦταν γιὰ μένα κάτι σὰν ἐθνικὴ
ἐπέτειος. Μόνο ποὺ κάθε χρόνο εἶχα ἄλλη σημαία: μιὰ χρονιὰ ἦταν ἕνα
παπούτσι, τὴν ἄλλη ἕνα σωσίβιο, τὴν ἑπόμενη μιὰ σημαδούρα. Ἔτσι,
μετροῦσα τὰ χρόνια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου