|
|
ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ξεπρόβαλλε μέσα ἀπ’ τὰ σκεπάσματα λίγα δευτερόλεπτα πρὶν χτυπήσει ἡ ἀφύπνιση. Πάτησε τὸ κουμπὶ ἀκύρωσης. Ἦταν ξύπνια. Εἶχε ἀποφασίσει ὅτι οἱ 8.30 εἶναι μιὰ καλὴ ὥρα γιὰ νὰ σηκώνεται ἀπ’ τὸ κρεβάτι —ἐννιὰ παρὰ τέταρτο τὸ πολὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὄρθια— παρὰ τὸ ὅτι δὲν τὴν περίμενε κανένας καὶ τίποτα. Ἂν ἐπέτρεπε, ὡστόσο, στὸν ἑαυτό της νὰ παρακοιμηθεῖ οἱ τύψεις θὰ τὴν χτυποῦσαν ἀλύπητα γιὰ ὅλο τὸ ὑπόλοιπο τῆς ἡμέρας. Ἤξερε ὅτι τὸ πρωινὸ θὰ περνοῦσε ἀνεμπόδιστο χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη τὴν βοήθειά της, χωρὶς κὰν νὰ τὴν κοιτάξει, μὰ ἐκείνη ἐπέμενε πεισματικὰ ν’ ἀδράξει τὴ μέρα ἢ τουλάχιστον αὐτὸ προσποιοῦνταν. Τὶς φορὲς ποὺ ἔνιωθε πραγματικὰ ἐξουθενωμένη ἀπ’ τὴν ματαιότητα τῆς καθημερινῆς αὐτῆς προσπάθειας καὶ δεδομένου ὅτι δὲν τὴν κοίταζε κανείς, φοροῦσε βαριεστημένα τὶς παντόφλες, κούμπωνε τὴ ρόμπα καὶ ἔσερνε τὰ βήματά της ὣς τὴν κουζίνα, ὅπου οἱ πρωινὲς ἀχτίδες φωτὸς ποὺ τρύπωναν ἀπ’ τὸ παράθυρο τὴν ἔκαναν νὰ ξεχνᾶ γιὰ λίγο τὸ κενὸ ποὺ φώλιαζε μέσα της καὶ χαμογελοῦσε ἀχνά. Ἄλλες φορὲς ξυπνοῦσε ἀνεξήγητα αἰσιόδοξη καὶ τάχα φουριόζα ἀπ΄ τὴ χαρὰ ἔσπευδε στὴν κουζίνα, ἄνοιγε τὰ παράθυρα, ἔπαιρνε βαθιὲς ἀνάσες εὐγνωμοσύνης καὶ ἔφτιαχνε τὸν καφὲ κάνοντας τὸ κουταλάκι ν’ ἀντηχεῖ χαρούμενα. Ἔχετε παρατηρήσει ποτὲ ὅτι οἱ χαρούμενοι καὶ εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι εἶναι θορυβώδεις, ἐνῶ ὅσοι εἶναι θλιμμένοι ἔχουν τὴν τάση νὰ φοβοῦνται πάντα μήπως ἐνοχλήσουν μὲ τὶς κινήσεις τους, τὶς ὁποῖες ἀποσιωποῦν, μὴ καὶ τραβήξουν τὴν προσοχή;
Ὅπως καὶ νὰ ’χει, καὶ παρὰ τὶς ἀχτίδες φωτός, τὰ πρωϊνὰ περνοῦσαν συνήθως ἀργὰ καὶ βασανιστικά. Κάθονταν στὸ αὐτοσχέδιο γραφεῖο καὶ τὸ πρῶτο ποὺ ἔκανε ἦταν νὰ ἀνοίξει τὰ μέηλ της. Στὰ δευτερόλεπτα ποὺ μεσολαβοῦσαν μεταξύ τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δεύτερου κλὶκ τοῦ ποντικιοῦ, ὅταν εἶχε πιὰ πατήσει «ἄνοιγμα», ἡ καρδιά της πάντα φτερούγιζε ἀκατάστατα γεμάτη προσδοκία, κι ὕστερα, τοὺς γοργοὺς χτύπους διαδέχονταν χτύποι βαριοί, ἄμεση συνέπεια τῆς ἀπογοήτευσης ποὺ τὴν κατέκλυζε στὴ θέα τῆς ἔνδειξης «Κανένα νέο μήνυμα». Τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα ἦταν αὐτὴ ἡ προσδοκία, ἡ τυφλὴ σχεδὸν ἐλπίδα ποὺ ἀποδεικνύονταν μῆνες τώρα, χρόνος σχεδόν, μάταια. Χωρὶς τὴν προσδοκία, δὲν θὰ ὑπῆρχε ἴσως ἀπογοήτευση. Μὰ τὸ ’χε βίτσιο ἀπὸ πάντα νὰ πιστεύει ὑπερβολικὰ πολὺ στὸν ἑαυτό της. Εἶχε ἀπὸ μικρὴ αὐτὴν τὴν ἰδέα ὅτι κάποτε θὰ ἔκανε κάτι μεγάλο, κάτι σπουδαῖο, κάτι ἀξιόλογο γιὰ τὴν ἀκρίβεια. Τώρα τό ‘βλεπε ὅτι αὐτὴ ἡ ἀκράδαντη πίστη ποὺ μπορεῖ νὰ τῆς χάρισε χρόνια σεβασμοῦ ἀπὸ φίλους, γνωστοὺς καὶ συμμαθητὲς στὰ νεανικά της χρόνια, δὲν ἦταν πιὰ τίποτα παραπάνω παρὰ ἡ σανίδα σωτηρίας μιᾶς αἰθεροβάμονος καὶ καλομαθημένης ἄνεργης. Δὲν εἶναι ὅτι δὲν προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ δουλειά, ἁπλῶς δὲν ἔφτανε ποτὲ νὰ τὴν θεωρεῖ τόσο ἀναπόφευκτα ἀπαραίτητη γι’ αὐτήν, ὥστε νὰ κάνει τ’ ἀδύνατα δυνατὰ γιὰ μιὰ πρόσληψη. Ἔνιωθε, βαθιὰ μέσα της, κάπως ὑπεράνω, κι αὐτό, ναὶ τώρα τό ‘βλέπε, τὴν ἔκανε νὰ κοιτάζει τὸν κόσμο μὲ ἀποστροφὴ ἢ παράπονο, ἀλλὰ ὄχι νὰ συμμετέχει ἐνεργὰ σ’ αὐτόν. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ἔφτανε ποτὲ στὴ θέση τοῦ νὰ τὴν χρειάζεται πραγματικὰ ἀπελπισμένα, ὥστε νὰ παλέψει, νὰ κυλιστεῖ γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσει, μιὰ ὁποιαδήποτε, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, θέση ἐργασίας μὲ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ βγάζει τὰ πρὸς τὸ ζεῖν. Ἔτσι, ἂν καὶ οἱ ἐκδότες καὶ οἱ μεταφραστικὲς ἑταιρεῖες τῆς ἔκλειναν τὴν πόρτα, ἐκείνη εἶχε τὴν πολυτέλεια νὰ ἐπιμένει νὰ θέλει νὰ κά «μόνο αὐτὸ ποὺ τῆς ἀρέσει πραγματικά», τὸ ὁποῖο στήριζε φυσικὰ πάνω στοὺς πυλῶνες αὐτῆς τῆς ἔμφυτης ὑψηλῆς ἰδέας γιὰ τὸν ἑαυτό της. Βέβαια, τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἡ ἀναλγησία τῶν τελευταίων αὐτῶν μηνῶν χωρὶς «κανένα νέο μήνυμα» ἀπάντησης στὰ χιλιάδες βιογραφικὰ ποὺ εἶχε στείλει, τὴν εἶχε ἀφήσει ἀρκετὰ τσακισμένη ἀπὸ ἄποψη περηφάνιας. Παραλλήλιζε τὴν εἰκόνα της μ’ αὐτὴν κάποιου ποὺ ἐνῶ πασχίζει νὰ ἰσιώσει τὸ παπιγιόν του ὅταν βρίσκεται μπροστὰ στὸν κόσμο, ἡ ἀναμαλλιασμένη του ὄψη καὶ τὸ φθαρμένο του σακάκι, μαρτυροῦν, ἐντούτοις, ἄθελά τους μὰ εὔγλωττα, τὸν ξεπεσμὸ καὶ τὴν πλαστὴ εὐπρέπεια, ὅταν ἀπαντοῦσε χαμογελαστὰ «εἶμαι μεταφράστρια» στὴν καίρια καὶ ὁμολογουμένως κουραστικὰ ἐπαναλαμβανόμενη ἐρώτηση «τί δουλειὰ κάνετε;». Θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει «λογίστρια» ἢ «δασκάλα» ἢ «φουρνάρισσα» ἢ «νοσοκόμα», ὁτιδήποτε, δὲν εἶχε σημασία, ἀρκεῖ νὰ ἔδινε τὴν ἀπάντηση στὸ σωστὸ χρόνο καὶ μὲ φυσικότητα, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐρώτηση, χωρὶς ν’ ἀφήσει νὰ μεσολαβήσουν δευτερόλεπτα, ἀποσιωπητικὰ ἢ μετέωρες ματιές, δεύτερες σκέψεις ἢ ὑποψίες. Γιατὶ ὁ κόσμος ἤξερε. Ἤξερε ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ μ’ ἐκείνη, κι ἴσως νὰ πίστευαν ὅτι ἦταν ἄχρηστη ἢ ἀκόμη τεμπέλα. Κι ἐκείνη ντρέπονταν, μὰ πῶς νὰ τοὺς ἐξηγήσει καὶ πῶς νὰ τὴν πιστέψουν, ὅτι ἐνῶ αὐτὴ προσπαθοῦσε ἦταν οἱ ἄλλοι αὐτοὶ ποὺ τῆς ἔκλειναν τὶς πόρτες, κι ἐκείνη, ὤ ἐκείνη, ἦταν πολὺ περήφανη γιὰ νὰ ξαναχτυπήσει. Ἔτσι, ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς καὶ οἱ δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ τὴν ἀπορροφοῦσαν περισσότερο ἀπὸ τὶς ἄλλες, τὶς ἐκδοτικές της ἀσχολίες, ἡ αἴσθηση ὅτι εἶναι ἴσως τελικά, παρὰ τὰ μεγάλα ὄνειρα, ἕνα πλάσμα δίχως ἔργο, τὴν ἔζωνε ὅλο καὶ πιὸ σφιχτά. Τότε παράπαιε ἐπικίνδυνα μεταξὺ αὐτοσεβασμοῦ καὶ αὐτομαστίγωσης καὶ ἔφτανε στὸ σημεῖο νὰ ζηλεύει φριχτὰ κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ποτὲ πρὶν δὲν εἶχε νιώσει παρὰ μονάχα ἀδιαφορία: τὸν ἀνθρώπινο μόχθο κι αὐτὸν ποὺ γυρίζει τὰ βράδια σπίτι κουρασμένος.
Σηκώθηκε ἀκριβῶς στὶς 8.40, σύμφωνα μὲ τὸ τελετουργικό τῶν τελευταίων
μηνῶν. Ἡ ἀνεργία, εἶχε κι αὐτὴ τὸ δικό της ὡράριο, τὴ δική της ρουτίνα.
Ὁ ἐλεύθερος χρόνος τῆς περίσσευε τόσο ποὺ ἔπρεπε νὰ φροντίζει νὰ γίνονται
ὅλα μέσα σὲ προκαθορισμένα χρονικὰ διαστήματα, ἀλλιῶς ἡ βαρεμάρα
θὰ τὴν κατάπινε ἀνεπιστρεπτί. Αὐτὸ τὸ πρωινὸ δὲν διέφερε ἀπ’ ὅλα
τὰ προηγούμενα. Καμιὰ προαίσθηση, καμιὰ ἀπειλή, κανένας ἦχος δὲν
διατάρασσε τὴ γαλήνη τοῦ ἄδειου σπιτιοῦ. Ἄνοιξε τὸν ὑπολογιστή.
Κανένα νέο μήνυμα. Ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου της δὲν μαρτυροῦσε πολλά.
Κάτι μεταξὺ καρτερικότητας, ἀνακούφισης καὶ ἀπογοήτευσης ταυτόχρονα.
Ἔβαλε ἀθόρυβα τὸ κεφάλι της νὰ φωλιάσει μέσα στὰ μπράτσα της κι ἔμεινε
ἐκεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου