|
|
ΗΘΕΛΑ ΕΝΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ἐγκέφαλο καὶ δὲν
μποροῦσα νὰ σταματήσω νὰ μιλάω γι’ αὐτό, γιατὶ τέτοιος ἦταν ὁ ἐγκέφαλος
ποὺ εἶχα: Ἕνας ἐγκέφαλος ποὺ ἐπέμενε κι ἐπέμενε. Εἶχε ἐμμονὴ μὲ τὰ
ἄτομα ποὺ μὲ εἶχαν πληγώσει καὶ μὲ τὰ ἄτομα ποὺ εἶχα πληγώσει ἐγώ. Ἀνησυχοῦσε
γιὰ τὴ μέρα ποὺ ξημέρωνε καὶ γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα. Μὲ κατέκρινε ἀκατάπαυστα
ὅταν ἐπικεντρωνόμουν στὴν καλοπέρασή μου. Ὅταν ὁ ἐγκέφαλός μου ἤθελε
κάτι, δὲν σταματοῦσε μὲ τίποτα. Ἦταν χειρότερος κι ἀπ’ τὸ γιό μου ποὺ
μὲ ζάλιζε ζητώντας καραμέλες μέχρι νὰ τοῦ βάλω τὶς φωνές. Ἂν ἔβαζα
τὶς φωνὲς στὸν ἐγκέφαλό μου, ὁ ἐγκέφαλός μου μοῦ τὶς ἔβαζε κι ἐκεῖνος
μὲ τὴ σειρά του. Ἀλλά, ἀκόμα κι ὅταν τοῦ μιλοῦσα γλυκά, ὁ ἐγκέφαλός
μου πάλι μοῦ ἔβαζε τὶς φωνές. Κι ὁ γιὸς μου μοῦ ἔβαζε τὶς φωνὲς καμιὰ
φορὰ ἢ ἁπλῶς δὲν μὲ ἄκουγε, εἴτε τοῦ ἔβαζα τὶς φωνές, εἴτε τοῦ μιλοῦσα
γλυκά. Τότε, ὅμως, τοῦ ἔκλεινα συνήθως τὴν τηλεόραση. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσα
νὰ κλείσω τὴν τηλεόραση στὸν ἐγκέφαλό μου. Ἀκόμα καὶ χωρὶς αὐτή, ὁ ἐγκέφαλός
μου δὲν ἔπαυε.
«Θέλω ἕναν καινούργιο ἐγκέφαλο», εἶπα στὴν οἰκογένειά μου. «Θέλω ἕναν καινούργιο ἐγκέφαλο», εἶπα στοὺς φίλους μου. «Θέλω ἕναν καινούργιο ἐγκέφαλο», εἶπα στὴ ψυχοθεραπεύτρια μου, ἡ ὁποία ἔνευσε καταφατικὰ ὅσο ὁ ἐγκέφαλός μου αἰσθάνθηκε τὴν περιφρόνησή της.
Ἔδωσα στὸν ἐγκέφαλό μου φάρμακα. Ὁ ἐγκέφαλός μου ἔλεγε πράγματα ὅπως,
«Εἶσαι συνένοχη μὲ τὴ Big Pharm» ἢ «Εἶσαι ἀκόμα ἐσύ;» καὶ «Ἔτσι κι ἀλλιῶς,
δὲν ἔχει ἀποτέλεσμα». Μερικὲς φορὲς ὁ ἐγκέφαλός μου παραδέχονταν
πὼς τὰ φάρμακα βοηθοῦσαν, τὸ ὁποῖο ἁπλῶς μεγάλωνε τὴ σύγχυσή μου:
Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ ἐγκέφαλός μου, συνέχιζε νὰ εἶναι ἀκόμα ὁ ἐγκέφαλός
μου.
Ἕνα ἀπόγευμα, εἶχα ξαπλώσει στὸν καναπέ, ὅπως ἔκανα συχνά. Ὁ ἐγκέφαλός
μου μὲ ἔπεισε νὰ δουλέψω μὲ τὸ λάπτοπ, ξαπλωμένη. Δὲν εἶχα τὸ λάπτοπ,
ὅμως, γιατί ὁ ἐγκέφαλός μου μὲ εἶχε πείσει ὅτι θὰ δούλευα καλύτερα
ἂν πρῶτα ξεκουραζόμουν. Ὁ ἐγκέφαλός μου μὲ ἔκανε μετὰ νὰ νιώσω ἔνοχη
ἐπειδὴ ξεκουραζόμουν καὶ κατὰ συνέπεια ἀνίκανη τόσο γιὰ νὰ ξεκουραστῶ,
ὅσο καὶ γιὰ νὰ ἐργαστῶ. Αὐτὸ εἶναι κάτι σύνηθες γιὰ μένα. Αὐτὸ ποὺ δὲν
ἦταν σύνηθες ἦταν ὅτι ὁ γιὸς μου γύρισε ἀπ’ τὸ σχολεῖο πιὸ ἀργὰ ἀπ’
ὅσο συνήθως μ’ ἕνα κουτὶ τὸ ὁποῖο μόλις ποὺ πρόσεξα, καὶ ὁ ἐγκέφαλός
μου μοῦ ὑπενθύμισε πὼς εἶμαι ἀπαίσια μητέρα.
«Εἶναι γιὰ σένα», μοῦ εἶπε. Ἔσκισε τὸ περιτύλιγμα τοῦ κουτιοῦ. «Καινούργιος
ἐγκέφαλος!».
«Μά, πῶς;»
Μοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶχε ἀδειάσει τὸν κουμπαρά του ἀπὸ τὰ λεφτὰ τῶν γενεθλίων
του καὶ εἶχε πάει σ' ἕνα κατάστημα ἐγκεφάλων ποὺ εἶχε ἀνοίξει σ’ ἕνα
κομμάτι τῆς πόλης ποὺ μισοῦσα, ἀνάμεσα σ’ ἕνα καινούργιο μπαράκι
κι ἕνα στούντιο γιόγκα καὶ ζαχαροπλαστεῖα μὲ χειροποίητα γλυκὰ καὶ
μικρὰ διαμερίσματα ποὺ ἄναγκαζαν τοὺς κατοίκους μὲ χαμηλὰ εἰσοδήματα
νὰ φύγουν ἀπὸ κεῖ. «Μὰ ἔχεις πάει κι ἐσὺ σ’ αὐτὸ τὸ μπαράκι καὶ στὸ
στούντιο γιόγκα», εἶπε ὁ ἐγκέφαλός μου.
«Ἄς τὸ κάνουμε, λοιπόν!», εἶπα στὸ γιό μου.
Ὁ καινούργιος ἐγκέφαλος, μὲ τὶς πληθωρικὲς πτυχὲς του ἀπὸ ρὸζ μαργαριταρένια
σάρκα, ἔμοιαζε σὰ νὰ εἶχε βγεῖ ἀπὸ ἐξώφυλλο περιοδικοῦ. Συμβουλευτήκαμε
τὸ ἐγχειρίδιο, ἀφαιρέσαμε τὸν ἐγκέφαλό μου καὶ ἐγκαταστήσαμε τὸ
νέο ἐγκέφαλο. Τινάχτηκα ἀπ’ τὸν καναπέ, ἑτοίμασα στὸ γιό μου ἕνα
κολατσιὸ κι ὕστερά τοῦ ἔθεσα τὰ κατάλληλα ὅρια σχετικὰ μὲ τὸ πόσο
χρόνο μπροστὰ στὴν ὀθόνη μπορεῖ νὰ περνάει. Ἄνοιξα τὸ λάπτοπ μου καὶ
δούλεψα δίχως διαλείμματα μέχρι τὴν ὥρα ποὺ τελείωσα καὶ ρώτησα τὸ
γιό μου ἂν ἤθελε νὰ πᾶμε μιὰ βόλτα μὲ τὰ ποδήλατα. Θὰ γυρνούσαμε γρήγορα
γιατί ἤθελα νὰ φτιάξω ἕνα γευστικὸ καὶ ὑγιεινὸ δεῖπνο, τὸ ὁποῖο εἶχα
σκοπὸ νὰ ἑτοιμάσω ἐπιμελῶς, χωρὶς τὸν τελευταῖο μου Netflix περισπασμό.
Καὶ ἔτσι κι ἔγινε. Ἐδῶ εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ ὑποτίθεται πὼς θὰ σᾶς πῶ ὅτι
ὁ καινούργιος μου ἐγκέφαλος δὲν ἦταν στὴν πραγματικότητα τόσο διαφορετικὸς
ἀπ’ τὸν παλιό, ἢ ὅτι ἦταν διαφορετικός, ἀλλὰ σὲ ἀντάλλαγμα εἶχα
χάσει κάτι, τὴν ἀνθρωπιά μου ἢ τὴν ψυχή μου ἢ ὅπως θέλετε νὰ τὸ πεῖτε.
Ὅμως, ὄχι. Ἤθελα ἕνα καινούργιο ἐγκέφαλο καὶ ἀπέκτησα ἕνα καινούργιο
ἐγκέφαλο καὶ ὅλα ἄλλαξαν πρὸς τὸ καλύτερο.
Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτό: Ὁ γιὸς μου, ἔχοντας παραστεῖ στὸ θαῦμα τοῦ νέου μου ἐγκεφάλου,
ἤθελε ἕνα καινούργιο ἐγκέφαλο. «Θέλω ἕνα καινούργιο ἐγκέφαλο», εἶπε
τὸ πρωί. «Θέλω ἕναν καινούργιο ἐγκέφαλο», εἶπε τὸ βράδυ. Ἐκεῖ ποὺ πρὶν
παρακαλοῦσε γιὰ γλυκά, τώρα παρακαλοῦσε γιὰ ἕνα καινούργιο ἐγκέφαλο.
Στὴν ἀρχή, ὁ ἐγκέφαλός μου ἀντιμετώπισε τὰ παρακάλια του μὲ ψυχραιμία.
Τοῦ ἐξήγησα ὅτι ἦταν πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ πάρει καινούργιο ἐγκέφαλο.
Ὁ ἐγκέφαλος του βρίσκονταν ἀκόμα σὲ ἐξέλιξη καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα σχηματιστεῖ.
Ἐπιπλέον, ὁ ἐγκέφαλος του ἦταν μιὰ χαρά. Καμιὰ φορὰ ὑπέφερε ἐξαιτίας
του, ἀλλὰ τὸ ἔκανε μόνο νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἐπιβιώσει.
«Μὰ ἔχεις ἕναν καινούργιο ἐγκέφαλο.»
«Καμιὰ φορά» ἔλεγα, «οἱ ἐγκέφαλοι τὸ παρατραβᾶνε καὶ μᾶς κάνουν νὰ ὑποφέρουμε.
Κάνουν πιὸ πολὺ κακό, παρὰ καλό».
«Ναί, ἀλλὰ ἦταν ὁ παλιός σου ἐγκέφαλος αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε ὅτι χρειαζόσουν
ἕνα καινούργιο ἐγκέφαλο. Πῶς ξέρεις ὅτι δὲν τὸ ἔκανε ἁπλῶς γιὰ νὰ ὑποφέρεις;»
«Γιατί ὁ παλιός μου ἐγκέφαλος εἶχε δίκιο.»
«Ἂν ὁ παλιός σου ἐγκέφαλος εἶχε δίκιο, γιατί χρειαζόσουν ἕνα καινούργιο
ἐγκέφαλο;» Ὅσο ὁ καινούργιος μου ἐγκέφαλος προσπαθοῦσε νὰ σκεφτεῖ
μιὰ ξεκάθαρη, συνεκτικὴ ἀπάντηση, ἐκεῖνος ἔλεγε, «Γιατί, ἔ; Γιατί;»
«Γιὰ νὰ μὴν ἀναγκάζομαι νὰ σοῦ φωνάζω», τοῦ φώναζα.
Μετά μοῦ φώναζε ἐκεῖνος ἢ τοῦ φώναζα πάλι ἐγὼ κι ὕστερα κλείνονταν
στὸ δωμάτιό του καὶ ‘γὼ στὸ δικό μου. Χρειαζόμουν μήπως μιὰ καινούργια
καρδιά, μιὰ καινούργια φωνή; Μιὰ καινούργια ψυχή, ἕναν καινούργιο κόσμο,
ἕναν καινούργιο Θεό; «Σώπα τώρα», ἔλεγε ὁ ἐγκέφαλός μου. «Πήγαινε
νὰ μιλήσεις στὸ γιό σου.»
Τὸν ἔβρισκα στὸ κρεβάτι του, τὰ μάγουλά του αὐλακωμένα μὲ δάκρυα.
«Σώπα» τοῦ ἔλεγα. «Σώπα τώρα, σώπα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου