Η ΚΑΡΜΕΝΘΙΤΑ ἦταν πολὺ πειθήνια.
Ἡ ἀθωότητα τῆς Καρμενθίτα ἦταν παροιμιώδης. Ἡ μητέρα της ἐπαγρυπνοῦσε
γιὰ αὐτὴν νύχτα καὶ μέρα καὶ ἔβαζε ἕνα τεῖχος προστασίας ἀνάμεσα
στὴν κόρη της καὶ στὰ τεχνάσματα τοῦ κόσμου.
Ἡ μητέρα, μὲ τὸ ποὺ ἔγινε
ἡ Καρμενθίτα δώδεκα χρονῶν, φαίνονταν πολὺ ἀνήσυχη. «Τὴν μέρα ποὺ
θὰ ἔχει περίοδο ἡ κόρη μου γιὰ πρώτη φορὰ —σκεφτόταν— ἀντίο στὴν
χρυσή της ἀθωότητα.» Ὅμως κατάφερε νὰ λύσει τὸ πρόβλημα. Ὅταν εἶδε
τὴν κόρη της νὰ χλομιάζει γιὰ
πρώτη φορά, ἔτρεξε στοὺς δρόμους σὰν τρελὴ καὶ γύρισε σύντομα
μὲ ἕνα μεγάλο μπουκέτο κόκκινα λουλούδια. «Πάρε κόρη μου, πάρε,
τώρα ἀρχίζεις νὰ γίνεσαι γυναίκα.» Καὶ ἡ Καρμενθίτα, ἐξαπατημένη
καὶ εὐχαριστημένη μὲ ἐκεῖνα τὰ ὑπέροχα κόκκινα λουλούδια, ξέχασε
νὰ ἔχει ἔμμηνο ρήση. Ὅλους τους μῆνες, δώδεκα φορὲς τὸν χρόνο, κατὰ
τὴν διάρκεια πολλῶν χρόνων, ἡ Καρμενθίτα παρέμενε ἔτσι ἐξαπατημένη
καὶ ἀληθινὰ προφυλαγμένη ἀπὸ τὸ κακό. Μὲ τοὺς μαύρους κύκλους γιὰ
προάγγελο κάθε 30 τοῦ μήνα, ἡ μάνα της τῆς ἔβαζε ἕνα μπουκέτο κόκκινα
λουλούδια στὸ χέρι.
Ἡ Καρμενθίτα ἔκλεισε τὰ σαράντα. Ἡ μάνα της, γριὰ πιά, ἐξακολουθοῦσε
νὰ τὴν φωνάζει Καρμενθίτα ,
ἀλλὰ ὅλοι τὴν ἀποκαλοῦσαν Δόνια Καρμέλα.
Σὲ ἐκείνη τὴν ἡλικία, ἔφτασε ἕνας μήνας ποὺ ἡ Καρμενθίτα δὲν εἶχε
μαύρους κύκλους, τότε ἡ μητέρα της, τῆς χάρισε ἕνα μπουκέτο ἄσπρα
λουλούδια. «Πάρε, κόρη μου, εἶναι τὸ τελευταῖο μπουκέτο ποὺ σοῦ προσφέρω,
ἔχεις σταματήσει ἤδη νὰ εἶσαι γυναίκα.» Ἡ Καρμενθίτα ξεσηκώθηκε.
«Μά, μαμά, οὔτε κὰν τὸ κατάλαβα ὅτι ὑπῆρξα.» Σὲ αὐτὸ ἀπάντησε ἡ
μητέρα: «Τόσο τὸ χειρότερο γιὰ ἐσένα κόρη μου.» Ἐκεῖνο τὸ λευκὸ
μπουκέτο, μαραμένο πιά, μαδημένο, διαλυμένο, ξερό, ἦταν τὸ μπουκέτο
ποὺ ἔβαλαν στὸ φέρετρο τῆς Καρμενθίτα.
Μιὰ
μὴ καθὼς πρέπει ἱστορία
(Historia
indecente)
(2/2)
ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΡΙΚΙΤΑ, ὅταν ἔφτασε
τὴν κρίσιμη ἠλικία, ἡ μητέρα της ἤθελε νὰ κάνει τὸ ἴδιο ποὺ ἔκανε
ἡ μάνα τῆς Καρμενθίτα, καὶ ὅταν τὴν εἶδε νὰ γίνεται χλωμὴ καὶ νὰ ἔχει
μαύρους κύκλους, τῆς χάρισε ἕνα μπουκέτο κόκκινα λουλούδια. Ὅμως ἡ
Μαρικίτα ἦταν πολὺ πιὸ ξεδιάντροπη ἀπὸ τὴν Καρμενθίτα. Ἅρπαξε
τὸ μπουκέτο, ἄνοιξε τὸ παράθυρο, πέταξε τὰ λουλούδια καὶ ξεκίνησε
νὰ ἔχει ἔμμηνο ρήση.
Πηγή: Antología del microrrelato español
(1906-2011), el cuatro género narativo, Catedra Letras Hispánicas, 2013. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Λουῒς Μπουνιουέλ (Luis Buñuel) (Ἱσπανία 1900-Μεξικὸ
1983). Γεννήθηκε στὴν Καλάντα (Calanda) τῆς Ἱσπανίας, κοντὰ στὴν ἐπαρχία
τῆς Ἀραγώνας, τὸ 1900.Ἦταν γόνος εὔπορης οἰκογένειας καὶ ἀνατράφηκε
ἰδιαίτερα αὐστηρά. Τὴν περίοδο 1917-1924 σπούδασε στὸ Πανεπιστήμιο
τῆς Μαδρίτης ὅπου γνωρίστηκε —μεταξὺ ἄλλων Ἱσπανῶν καλλιτεχνών—
μὲ τὸν ζωγράφο Σαλβαδὸρ Νταλὶ καθὼς καὶ μὲ τὸν ποιητὴ Φεδερίκο
Γκαρθία Λόρκα, μὲ τοὺς ὁποίους συνδέθηκε φιλικά. Μετὰ τὶς σπουδές
του ξεκίνησε νὰ ἐργάζεται ὡς βοηθὸς σκηνοθέτη στὸ Παρίσι. Ἡ πρώτη
του προσωπικὴ κινηματογραφικὴ ἀπόπειρα ἐκδηλώθηκε μὲ τὸν Ἀνδαλουσιανὸ σκύλο,
τὸ 1929, μία ταινία μικροῦ μήκους, μόλις 17 λεπτῶν. Ὡς κινηματογραφιστὴς
θεωρεῖται πλέον ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς παγκόσμιας ἱστορίας
τοῦ κινηματογράφου, ὡς συγγραφέας εἶναι τὸ ἴδιο ταλαντοῦχος καὶ
ἀπολαυστικός. Στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸ συγγραφικό του ἔργο ἔχει μεταφραστεῖ
καὶ ἐκδοθεῖ ἡ αὐτοβιογραφία του, Ἡ
Τελευταία μου Πνοή, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ὀδυσσέας, τὸν Ἰούλιο
τοῦ 2015. Τὸ ἔργο του χαρακτηρίζεται ὅπως τὸ διατυπώνει ὁ ἴδιος
μιλώντας γιὰ τὴν παιδική του ἡλικία στὴν αὐτοβιογραφία του, «ἀπὸ ἕναν
ἔντονο ἐρωτισμό, ὑποταγμένο σὲ μιὰ βαθιὰ θρησκευτικὴ πίστη καὶ
τὴν ἔμμονη ἰδέα τοῦ θανάτου». Ἐκείνη τὴν βαθιὰ θρησκευτικὴ πίστη
θὰ ἀποδoμήσει μὲ κάθε τρόπο τόσο στὸ κινηματογραφικό του ἔργο ὅσο
καὶ στὸ συγγραφικό.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ Ἱσπανικά:
Μάγδα Κόσσυβα (Ἀθήνα,1985). Κοινωνιολόγος, καθηγήτρια ἱσπανικῆς
γλώσσας, συγγραφέας μικρῶν διηγημάτων. Διδάσκει ἱσπανικὰ καὶ ἀσχολεῖται
μὲ τὴν μετάφραση ἱσπανόφωνης λογοτεχνίας.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου