Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Αλέξανδρος Βαναργιώτης :Για το έργο της Ηρώς Νικοπούλου «Το Σβηστό Μανουάλι»

 



Το Σβηστό Μανουάλι. Ένα έργο σε εξέλιξη

Παρατηρώντας το έργο της Ηρώς Νικοπούλου «Το Σβηστό Μανουάλι» που εκτίθεται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, θα ήθελα να καταθέσω εδώ δύο σκέψεις για την αισθητική συγκίνηση που μου προξένησε και τους προβληματισμούς που μου γέννησε.

Το έργο αποτελείται από δύο μέρη: Μπροστά, ένα γλυπτό, δηλαδή ένα χειροποίητο μανουάλι από μπετό, σίδηρο και κεριά, και πίσω από αυτό ένα πανό τυπωμένο με ανεξίτηλο τύπωμα σε σημαιόπανο, όπου εικονίζονται πρόσωπα, τα οποία έλαμψαν στα διακόσια χρόνια από την ελληνική επανάσταση του ’21 ή πρωταγωνίστησαν σε καίρια ιστορικά γεγονότα.

Στο πανό η πορεία είναι από κάτω προς τα πάνω. Οι μορφές φωτίζονται διαφορετικά και το μέγεθός τους είναι ανάλογο με τον ρόλο που έπαιξαν και με την αξία τους στην ιστορία και στη μνήμη. Εντύπωση μου έκανε το ότι όσο φτάνουμε στις μέρες μας, οι σημαντικές μορφές λιγοστεύουν, και οι φωτογραφίες, όταν τις κοιτάς από μακριά, θυμίζουν ψηφίδες μωσαϊκού.

Το έργο συνοδεύεται από ένα κατατοπιστικότατο δοκίμιο της δημιουργού, στο οποίο εκθέτει την ιδέα και τους προβληματισμούς που οδήγησαν στη σύλληψή και πραγμάτωσή του. Κεντρικό θέμα, όπως γράφει η ίδια, είναι το φως, το εσωτερικό, που φωτίζει ανθρώπους και εξ αυτών εποχές, και, παράλληλα, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο αυτό το φως υπάρχει ή έσβησε σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της μετανεωτερικότητας, όπου κυριαρχεί το εξωτερικό ως επί το πλείστον, τεχνητό φως.

Εστιάζοντας το βλέμμα μου στο σημαιόπανο με τα πρόσωπα διαφορετικού μεγέθους, τα διαφορετικά φωτισμένα, είδα ένα πανόραμα της ελληνικής ιστορίας και μέσα μου ξύπνησαν μνήμες από τα παιδικά χρόνια, τότε που την ιστορία τη ζούσαμε. Η δασκάλα, θυμάμαι, μας έβγαζε στο πίσω μέρος του σχολείου, δίνοντάς μας ονόματα ηρώων του εικοσιένα και μας έβαζε να αναπαριστούμε σημαντικές μάχες, κρατώντας για σπαθιά ξύλα από τα πεσμένα κλαδιά των παρακείμενων δέντρων. Τι εποχές κι εκείνες, πώς πέρασαν τόσα χρόνια, ήταν η πρώτη σκέψη που έκανα. Μετά με κατέκλυσαν οι συνειρμοί από τα σχολεία στα οποία υπηρέτησα και τις γιορτές που ήμουν υπεύθυνος να οργανώσω και να φέρω εις πέρας. Πόσος μόχθος, πόσες συγκινήσεις; Και πόση απογοήτευση στο τέλος, όταν στις ψυχές των παιδιών οι σχολικές γιορτές άρχισαν να χάνουν την αίγλη τους, οι μαθητές γίνονταν όλο και πιο αδιάφοροι και κάποτε μπέρδευαν τους χρόνους, τις επετείους και τις γιορτές.

Μα κι εμένα, αναρωτήθηκα, ποια είναι η σύνδεσή μου με την ιστορία; Μια ρίζα μου από τη Βόρειο Ήπειρο; Η καταγωγή μου από τα χωριά της Καρδίτσας απ’ όπου καταγόταν και ο Καραϊσκάκης; Το ότι πέρασα τα πρώτα επτά μου χρόνια μέσα στη χούντα και θυμάμαι αμυδρά στην επαρχία τον απόηχο των γεγονότων του Πολυτεχνείου και το κυπριακό; Ή το ότι τον καιρό που υπηρέτησα στο Δίστομο γνώρισα τη Μαρία Παντίσκα σε προχωρημένη ηλικία και με γεροντική άνοια; Και τι να άφησαν όλα αυτά μέσα μου; Πέτυχε κάτι από την προσπάθεια να διδάξω ιστορία και να εμφυσήσω στους μαθητές τον ενθουσιασμό και τη γνώση, να τους συνδέσω με το χθες, να δουν τη συνέχεια; Το δικό μου φως, αυτό που σαν μικρό καντήλι ανάβει μέσα μας και καίει από την ώρα που γεννιόμαστε, δυνάμωσε καθόλου ή τα χρόνια φύσηξαν και έσβησαν τη μικρή και αδύναμη φλόγα, καθώς οι αδύναμοι ώμοι μου δεν αντέχουν τους ηρωισμούς και δεν ξέρουν πολλά από θυσίες;

Γλυκιά αίσθηση μου γέννησε η προσήλωση στο μανουάλι και η μελέτη του, ίσως γιατί η στενή σχέση με την εκκλησία μου επέτρεψε πολλές φορές να απολαύσω το μειλίχιο φως των καντηλιών και των κεριών σε ώρες εσπερινού ή αγρυπνίας. Πέρα από αυτό αισθάνθηκα ότι το γλυπτό υπόρρητα παραπέμπει στον δεύτερο πυλώνα της πατρίδας μας, στην Ορθοδοξία. Κοιτώντας το προσεκτικά διαπίστωσα ότι ο στηριγμένος σε μεταλλικές βέργες κηροστάτης έμοιαζε με δρόμο που ξεκινά από χαμηλά και ελικοειδώς ανηφορίζει. Είναι πράγματι ανηφορικός και δύσκολος ο δρόμος στην ιστορία, σκέφτηκα. Το μανουάλι ξεκινά απότομα, μέσα στο χάος και τελειώνει απότομα. Δεν πρόκειται όμως για έλλειψη ιστορικής συνέχειας. Κάθε άλλο. Δείχνει την πρόθεση της καλλιτέχνιδος να περιορίσει το θέμα της στα διακόσια χρόνια της ιστορίας της επανάστασης και του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η συνέχεια είναι σαφής. Υποδηλώνεται με τις μεταλλικές βέργες που οδηγούν και συγκρατούν τον ανηφορικό αυτό δρόμο.

Αν και στο δοκίμιό της, το επεξηγηματικό, η δημιουργός φαίνεται κάπως απογοητευμένη από την έλλειψη ή την απίσχναση του εσωτερικού φωτός στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, το ίδιο το έργο, το μανουάλι τουλάχιστον, δεν επιτρέπει την απαισιοδοξία. Ο δρόμος ανεβαίνει. Μπορεί βεβαίως η εποχή να είναι θολή, τα κεριά σβηστά, αλλά ο δρόμος και η ζωή τραβούν την ανηφόρα. Ίσως να τα συνοψίζει όλα το απόφθεγμα του Κώστα Μόντη που ήρθε στο νου μου και λέει: «Πόση πτώση άραγε μας μένει ως την κορφή;»

Η όλη κατασκευή έχει κάτι μουσικό. Οι βέργες που στηρίζουν τα κεριά θυμίζουν πολύ άρπα, «αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…», όπως λέει και ο Γ. Σεφέρης στο Επί Ασπαλάθων. Η ιστορία αντηχεί στους αιώνες, στηρίζει, φωτίζει, εμπνέει. Φτάνει να υπάρξει ο δέκτης. Και δέκτες θα υπάρχουν πάντα, ακόμη και αν δεν φαίνονται, επειδή είναι χαμένοι μέσα στο πλήθος.

Η ελικοειδής ανηφορική πορεία του κηροστάτη μου θύμισε ταυτόχρονα και σκάλα. Μια σκάλα, σαν αυτές που οδηγούν ψηλά, συνήθως σε ταράτσες, δώματα και σοφίτες. Πάντα όμως οδηγούν κάπου. Ο χρόνος θα δείξει εν τέλει, αν η δική μας σκάλα της ιστορίας, είναι η σκάλα για τον Παράδεισο (stairway to Heaven) ή για την Κόλαση…

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου