ΤΗΣ ΕΙΧΑΝ ΠΛΗΓΙΑΣΕΙ τὰ δάκτυλα. Τὸ νερό, παγωμένο,
ἔκαμε χωράφι στὰ χέρια της. Ξημέρωνε Πρωτοχρονιά, ἑτοίμασε τὰ φύλλα
τῆς πίτας. Ἀλευρωμένος ὁ κλώστης, τὴν κοίταγε μὲ ὑπομονή. Πιστός.
Μετά, καλαμπόκι στὶς κότες, ξύλα γιὰ τὴ φωτιά. Ν' ἀλλάξει μποτίλια
στὸ γκάζι.
Θυμήθηκε, ἀνάβοντας τὸ φυτίλι τῆς Παναγιᾶς, τὴν ἀδελφή της.
Χαμένη ἀπὸ τὸ ‘47. Μνήσθητι Κύριε. Κάτω ἀπ' τὸ χιόνι νὰ χαθοῦν οἱ κακίες
μας.
Τὰ τσίγκια στὸ κατώγι πάλι στάζαν. Ποιὸς νὰ τ' ἀλλάξει; Ἔσφιξε
τὴν μαντήλα κι ἄρχισε νὰ φουκαλνάει. Τὸ δαδὶ τυλιγμένο σὲ «Ἑλληνικὸ
Βορρᾶ». Εἶχε τὴ σειρά της, τὰ ἤθελε ὅλα στὴν ἀράδα.
Στὴν κάμαρα κοιμόταν ὁ ἐγγονός. Τὴν εἶχε βάλει νὰ κλειδώσει τὸ ρολόι μέσα στὰ σαΐσματα, στὴν μεσάντρα. «Τ' ἄτιμο τὸ ξυπνητήρι» ἔλεγε γελαστός.
Νὰ μπόραγε ἔτσι νὰ κλείδωνε τὸν χρόνο, νὰ τὸν κουκούλωνε γιὰ τὰ καλά, νὰ τὸν σώπαινε.
Πηγή: Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ. 709,
30-12-2016. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἀντώνης Ν. Παπαβασιλείου (Γρεβενά, 1969). Ζεῖ στὰ Γρεβενά. Συνεργάζεται στὴν
ἔκδοση τῆς Ἑβδομαδιαίας Ἐφημερίδας Χρονικὰ
Δυτικῆς Μακεδονίας καὶ διδάσκει ἀγγλικά. Τυπώνει τὸ ἑξαμηνιαῖο
μονόφυλλο ΤΥΡΒΗ.
Στὴν κάμαρα κοιμόταν ὁ ἐγγονός. Τὴν εἶχε βάλει νὰ κλειδώσει τὸ ρολόι μέσα στὰ σαΐσματα, στὴν μεσάντρα. «Τ' ἄτιμο τὸ ξυπνητήρι» ἔλεγε γελαστός.
Νὰ μπόραγε ἔτσι νὰ κλείδωνε τὸν χρόνο, νὰ τὸν κουκούλωνε γιὰ τὰ καλά, νὰ τὸν σώπαινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου