ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ μετὰ ποὺ πέθανε ὁ ἄντρας
της τὸν ζήτησαν στὸ τηλέφωνο γιὰ τὸ πρόγραμμα ποὺ εἶχε παραγγείλει,
εἶπαν. Τοὺς ἐξήγησε, τὴν συλληπήθηκαν ἀλλὰ τὸ πρόγραμμα δὲν μποροῦσε
νὰ ἀκυρωθεῖ ἔπρεπε νὰ τὸ παραδώσουν. Ὁ νεαρὸς ποὺ τὸ ἔφερε τὸ ἄλλο
πρωὶ τὸ ἐγκατέστησε ἐξηγώντας διάφορα ποὺ ἐκείνη δὲν καταλάβαινε
οὔτε ἐνδιαφερόταν νὰ καταλάβει καὶ στὸ τέλος τῆς ἔδειξε ἕνα
παιχνίδι δῶρο μαζὶ μὲ τὸ πρόγραμμα. Αὐτὸ τῆς ἄρεσε. Ἦταν μιὰ σειρὰ
χρωματιστὲς μπαλίτσες ποὺ ἔπρεπε νὰ τῆς σημαδεύει μὲ τὸ ποντίκι
καὶ νὰ τὶς διαλύσει πρὶν ἐξαφανιστοῦν στὸ ἀνοιχτὸ στόμα τοῦ δράκου
ποὺ περίμενε στὸ τέλος τῆς διαδρομῆς. Φαινόταν ἁπλὸ καὶ εὔκολο
καὶ εἶχε βαρεθεῖ τὶς πασιέντζες ποὺ ἔπαιζε τὰ βράδυα ποὺ δὲν μποροῦσε
νὰ κοιμηθεῖ, κάθε βράδυ δηλαδή. Τὸ πρῶτο ἐπίπεδό τὸ ἔφτασε γρήγορα
καὶ τότε ἡ ὀθόνη γέμισε ἀστράκια πυροτεχνήματα καὶ συγχαρητήρια.
Ἔσβησαν καὶ στὴν ὀθόνη φάνηκε μιὰ πλατεία. Κοίταξε καλύτερα. Ἦταν
ἡ πλατεία στὸ χωριὸ τῆς μάνας της ποὺ περνοῦσε τὰ καλοκαίρια. Κυριακὴ
πρωῒ μετὰ τὴν λειτουργία ὅλοι μὲ τὰ καλά τους ροῦχα μερικοὶ κρατοῦσαν
τὸ ἀντίδωρο τυλιγμένο σὲ ἄσπρο μαντήλι. Εἶδε τὰ ξαδέρφια της, τὴν
θεία της, ἀνθρώπους ποὺ εἶχε χρόνια νὰ δεῖ καὶ νὰ θυμηθεῖ, οἱ περισσότεροι
πεθαμένοι. Ἡ εἰκόνα ἔσβησε καὶ στὴν ὀθόνη ἄρχισε τὸ δεύτερο ἐπίπεδο
τοῦ παιχνιδιοῦ. Τὸ σταμάτησε. Προσπάθησε νὰ τὸ γυρίσει πίσω νὰ
ξαναδεῖ τὴν εἰκόνα. Δὲν ἤξερε. Ἀναρωτήθηκε τί ἦταν αὐτό. Παλιὲς
φωτογραφίες ποὺ εἶχε βγάλει ὁ ἄντρας της ἀλλὰ πότε καὶ γιατί.
Μπερδεύτηκε νύσταξε πῆγε νὰ κοιμηθεῖ.
Συνέχισε τὴν ἄλλη ἡμέρα στὸ δεύτερο ἐπίπεδο καὶ ὅταν τὸ
συμπλήρωσε, ἡ ὀθόνη γέμισε πάλι ἀστεράκια καὶ πυροτεχνήματα
καὶ μετὰ φάνηκε πάλι μιὰ πλατεία. Ἡ πλατεία κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι
της ὅπως ἦταν πρὶν πολλὰ χρόνια. Ἡ ΕΒΓΑ, τὸ ψιλικατζήδικο, τὸ μανάβικο
μὲ τὰ καφάσια ἁπλωμένα στὸ πεζοδρόμιο, ἡ ἀφετηρία τῶν παλιῶν
λεωφορείων. Δὲν καταλάβαινε τίποτε. Προσπάθησε νὰ θυμηθεῖ τί
ἀκριβῶς τῆς εἶχε πεῖ ὁ νεαρὸς ποὺ εἶχε φέρει τὸ πρόγραμμα. Βρῆκε
τὴν ἑταιρεία στὰ χαρτιὰ ποὺ τῆς εἶχε ἀφήσει καὶ πῆρε τηλέφωνο.
Μαγνητοφωνημένη ἀπάντηση, μουσικὴ, ἂν θέλετε αὐτὸ, ἐκεῖνο,
τὸ ἄλλο, πατῆστε 1, 2, 3, 4. Δὲν πάτησε τίποτε καὶ περίμενε. Κάποιος
τῆς μίλησε κανονικά. Εἶπε ὄνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο καὶ ζήτησε
νὰ μιλήσει μὲ αὐτὸν ποὺ τῆς εἶχε φέρει τὸ πρόγραμμα. Περίμενε. Ἔκανε
λάθος δὲν τῆς εἶχαν στείλει ποτὲ τίποτε. Τοῦ ἐξήγησε τί συνέβαινε
μὲ τὸ παιχνίδι. Τὴν ἄκουσε χωρὶς νὰ τὴν διακόψει καὶ μετὰ τὴν ρώτησε
ἂν ἦταν κανεὶς ἄλλος στὸ σπίτι νὰ μιλήσει μαζί του. Ἔβαλε τὸ ἀκουστικὸ
στὴ θέση του καὶ πῆγε στὴν κουζίνα. Τὸ ψυγεῖο ἦταν ἄδειο θά ΄πρεπε
νὰ πάει γιὰ ψώνια ἀλλὰ κάθησε μπροστὰ στὸν ὑπολογιστή.
Τὰ ἐπίπεδα δυσκόλευαν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο καὶ κάθε φορὰ
μιὰ καινούργια πλατεία στὴν ὀθόνη της. Ἡ μικρὴ πλατεία στὴν Σέριφο
ἕνα καλοκαίρι, πλατεῖες σὲ ἐπαρχιακὲς πόλεις καὶ πόλεις στὸ ἐξωτερικὸ
καὶ τὸ παιχνίδι δυσκόλευε ἀλλὰ ἐκείνη ἐπέμενε νὰ τὸ τελειώσει
καὶ νὰ βρεῖ μιὰ ἐξήγηση σὲ ὅλο αὐτό. Ἔφτασε στὸ τελευταῖο ἐπίπεδο.
Ἡ πλατεία ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο ποὺ εἶχε κηδέψει τὸν ἄντρα
της. Ἡ πομπὴ ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸ φέρετρο ἦταν ἡ ἴδια. Τὸ φέρετρο ἦταν
κλειστὸ ἀλλὰ τὰ ἀγγελτήρια ἔγραφαν τὸ δικό της ὄνομα. Ἀκολουθοῦσε
τὴν πομπὴ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ἐκεῖ ποὺ τέλειωνε τὸ μονοπάτι
στὸν μικρὸ ἀνήφορο εἶδε τὸν ἄντρα της. Τῆς ἔγνεψε χαμογελώντας
νὰ πάει κοντά του. Σήκωσε καὶ τὰ δυό της χέρια γιὰ νὰ τοῦ πεῖ ὅτι τὸν
εἶδε καὶ ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει. Αἰσθάνθηκε ὅτι δὲν ἀκουμποῦσε
στὴ γῆ.
Τὴν βρῆκαν πεσμένη ἐπάνω στὸ πληκτρολόγιο μπροστὰ στὴν ὀθόνη
ποὺ ἀναβόσβηνε ἐπαναλαμβάνοντας «τὸ παιχνίδι τελείωσε».
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Βάσω
Σινοπούλου (Ἀθήνα). Ἔχει δημοσιεύσει
διηγήματα καὶ παραμύθια σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου