ΧΤΕΣ ἀκόμα οἱ σύλλογοι ἔκοβαν βασιλόπιτες
καὶ μετὰ ὁ Ἅγιος Βαλεντίνος, ἡ Τσικνοπέμπτη καὶ τὸ ἐποχιακὸ μαγαζὶ
μὲ τὶς μπάλες γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο δέντρο, μὲ τὰ δέντρα τὰ
πράσινα καὶ τὰ ἀσημιὰ καὶ τὰ φωτάκια, ἄλλαξε ἤδη πρόσωπο. Στολὲς καὶ
μάσκες τώρα καὶ γιρλάντες καὶ μουσικὲς λάτιν. Τοῦ Τελώνου, τοῦ Ἀσώτου,
πρῶτο Ψυχοσάββατο, Ἀποκριά, Τυρινή, δεύτερο Ψυχοσάββατο, Καθαρὰ
Δευτέρα, τρίτο Ψυχοσάββατο, Χαιρετισμοί, Πάσχα.
Εἶχε κάνει κόλλυβα γιὰ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ πῆγε ἀργοπορώντας – τέλειωνε
ἀργὰ σήμερα ἡ ἐκκλησία. Ἔφτασε κατὰ τὸ τέλος ποὺ κοινωνοῦσαν μερικοὶ
καὶ μετὰ ὁ παπὰς πῆρε θέση μπρὸς στὴν ὡραία Πύλη μὲ τὰ χαρτιὰ στὸ χέρι
κι ἄρχισε νὰ ἀπαγγέλλει τὰ ὀνόματα γιὰ τὸ μνημόσυνο, χαρτάκι-χαρτάκι,
μασώντας τὶς συλλαβές, παίρνοντας σβάρνα τὶς καταλήξεις, τὰ κατεβατὰ
τῶν ὀνομάτων, ἕνα καταιγιστικὸ ντόμινο χωρὶς τέλος. Μιὰ Ἀργυρή,
μιὰ Θελξιόπη —βάλθηκε νὰ προσέχει τὴ μουσικότητα τῶν πιὸ σπάνιων ὀνομάτων—
δυὸ τρεῖς Κωσταντινιές, μιὰ Παρέσα, πέρασαν τρέχοντας κακοπαθημένες
ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πάπα-Γρηγόρη. Τὸ πρῶτο ὄνομα σὲ κάθε χαρτὶ μετροῦσε,
ἡ δεσπόζουσα, καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἔτρεχαν ἀπὸ πίσω λίγο-πολὺ σιγανὰ
καὶ στραβοπατημένα. Κάποτε σταματοῦσε ἐκεῖνος, σώπαινε προσπαθώντας
νὰ ἀποκωδικοποιήσει συλλαβιστὰ ἕνα κακογραμμένο ὄνομα, καὶ πάλι
μετὰ νεράκι, καταρράκτης οἱ Δομνίκες, οἱ Ἰφιγένειες, κάποιες μοναχὲς
ποὺ συγχωρέθηκαν καὶ κάποιες Μελπομένες, κατάλογοι πολεμιστῶν στὸ
ἰλιαδιακὸ ἔπος.
Ἀρχοντούλα Διαβάτη (Θεσσαλονίκη). Σπούδασε Νομικὰ καὶ Νεοελληνικὴ
Φιλολογία στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο καὶ ἐργάστηκε ὡς καθηγήτρια
νομικὸς στὴ Δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση. Ἔχει ἐκδώσει τὰ βιβλία Στὴ μάνα τοῦ νεροῦ (Χρονικό,
ἐκδ. Ροδακιό), Τὸ ἀλογάκι
τῆς Παναγίας (Μυθιστορίες, Νησίδες, 2012) κ.ἄ.
Ὁ
κόσμος —οἱ γυναῖκες κυρίως— κάθονταν συγκεντρωμένες , στήνοντας τὸ
ἀφτὶ ν’ ἀκούσουν τὰ ὀνόματα τῶν νεκρῶν τους, μέχρι ποὺ ξεχνιοῦνταν, ἀφαιροῦνταν
νὰ κοιτάζουν τὶς φωτίτσες τῶν κεριῶν στὶς γυάλινες πιατέλες μὲ τὰ
κόλλυβα ποὺ εἶχαν ἀποθέσει ἐκεῖ, στολισμένα μὲ σπυριὰ ἀπὸ ρόδι οἱ
πιὸ μαστόρισσες, ἀλεύρι σωταρισμένο καὶ σουσάμι, χώρια οἱ σταφίδες
καὶ τὰ καρύδια γιὰ νὰ χαραχτεῖ ὁ σταυρὸς πάνω στὴν ἄχνη, ἐκεῖ, σὲ τρία
τέσσερα τραπέζια πάνω, φίσκα οἱ πιατέλες – ἡ ἐνορία ἦταν μεγάλη
κι οἱ καντηλανάφτες πηγαινοέρχονταν πέρα-δῶθε μὲ πρόσφορα καὶ κόλλυβα
νέα ποὺ κατέφθαναν καὶ τὰ ἐναπόθεταν κι ἄλλες γυναῖκες, ξανὰ καὶ ξανά,
χωρὶς τελειωμό. Ὁ ἕνας παπὰς βραχνιασμένος κιόλας ἀπὸ τὴν πλημμυρίδα
τῆς ἀπαγγελίας εἶχε δώσει ἤδη τὴ σκυτάλη σὲ ἕναν νεότερο ψηλὸ γεμάτο
δύναμη ἀκόμα. Χαμογελάει στὴ σκέψη τῆς μάνας της: δὲν ἤθελε νὰ ξέρουν
οἱ κόρες της ἀπὸ κόλλυβα καὶ τὰ παρόμοια ἔθιμα.
Τώρα ὅλες οἱ γυναῖκες συγχρόνως πλησιάζουν νὰ πάρουν τὴν ἁγιασμένη
τους πιατέλα. Φιλὶ κι ἀντίδωρο, ἔξοδος καὶ στὸ σπίτι γιὰ τὸν καφὲ τῆς
συγχώρεσης.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογή: Σκουλαρίκι στὴ μύτη (Διηγήματα,
ἐκδ. Νησίδες, 2015). Πρώτη δημοσίευση: περ. Μανδραγόρας, ἀρ. 51, Δεκέμβριος 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου