ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ποὺ ἔφυγε ἀπὸ κοντά του
τὴν πέρασε ἀνώδυνα. Μὲ ἱκανοποίηση μᾶλλον ποὺ δὲν τὸν διασποῦσε,
δὲν τὸν ἐκνεύριζε. Χαιρόταν τὴ μοναξιά του κι ἔνιωθε ἀνακούφιση
ποὺ κατάφερε νὰ ἀπελευθερωθεῖ. Εἶχαν κλάψει τὴν τελευταία μέρα μαζί,
ἀγκαλιασμένοι εἶχαν κάνει ἕναν ἀπελπισμένο ἔρωτα ποὺ τοὺς ἐλάφρυνε
τὴν ἀγωνία τοῦ χωρισμοῦ. Μετὰ σὰν μικρὰ παιδιὰ στὸ ἀεροδρόμιο
δὲν ἄφηνε ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου, μέχρι ποὺ σὲ μιὰ στιγμὴ τὴν ἔσπρωξε
ἁπαλὰ στὴ ράχη, αὐτὴ πισωγύρισε, φιλήθηκαν βιαστικά, ἐκείνη μὲ
διστακτικὸ βῆμα παρασύρθηκε μέσα στὸ πλῆθος ποὺ προχωροῦσε γιὰ τὸν
ἔλεγχο εἰσιτηρίων. Προσπάθησε νὰ τὴν ξαναδεῖ τεντώνοντας τὸ κεφάλι
του ὅσο μποροῦσε πιὸ ψηλά, στὶς μύτες τῶν ποδιῶν, μετὰ ἐπιχείρησε
μέσα ἀπὸ κάποια χαραμάδα τῆς πόρτας, στὸ τέλος ἀνέβηκε στὴν ταράτσα.
Εἶχε νυχτώσει γιὰ τὰ καλά. Ἔκανε ψύχρα. Τὸ ἀεροπλάνο καθυστεροῦσε.
Εἶπε νὰ φύγει, τί νόημα εἶχε νὰ περιμένει, ἔφυγε ἀφοῦ ἀποχαιρέτισε
τὸ σκάφος ποὺ ἀνέβαινε στὸ σκοτάδι.
Ὅλοι τὸν ἔβρισκαν σαφῶς καλύτερο. Φαινόταν νὰ ἔχει ξεπεράσει τὶς
δυσκολίες του. Ἦταν πιὸ δυναμικός, πιὸ ἀποφασιστικός, ἄντεχε τὴ
μοναξιά του μὲ περισσότερη ἀξιοπρέπεια. Μέσα σὲ πενήντα μέρες εἶχε
κλάψει μόνο δυὸ φορές, πονοῦσε λιγότερο. Μπόρεσε νὰ κάνει μερικὰ
πραγματάκια, νὰ ὀργανώσει λίγο το χῶρο του, νὰ ψωνίσει μερικὰ ἀναγκαῖα.
Τελικά, ναί, μποροῦσε νὰ αὐτοσυντηρηθεῖ, ἔστω καὶ ἔτσι, μόνος.
Ὅμως αὐτὴ τὴ νύχτα, καθὼς ὅλη τὴν ἡμέρα ταλανίστηκε ἀνάμεσα σὲ ἄγνωστους
καὶ ἀδιάφορους ἀνθρώπους, ἔχει ξαπλώσει στὸ ψυχρὸ δωμάτιο καὶ ὁ ὕπνος
ἀργεῖ νὰ τὸν πάρει. Μισοκοιμᾶται, τυλιγμένος μὲ λίγη θλίψη, μὲ κάποια
ἐλπίδα, μὲ μιὰ αἴσθηση ἐγκατάλειψης, μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ σκοτεινὸ
χρόνο, ἀφήνοντας τὰ μέλη του σ’ ἕνα χῶρο κρύο μὰ ἀσφαλῆ, μέσα στὶς
βρώμικες ἐργένικες κουβέρτες. Χωρὶς νὰ καταλάβει πῶς, ἦρθε ἀνεπαίσθητα
μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὸ περασμένο καλοκαίρι. Πρωινὴ καταχνιά, θάλασσα
καὶ οὐρανὸς ἑνωμένα. Σβησμένη ἡ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα. Χαμένο τὸ πρόσωπό
της, ἀπροσδιόριστο στὸ φῶς τῆς αὐγῆς. Ἀναλογίστηκε ἂν τολμᾶ νὰ φέρει
ἀπὸ μέσα κρυμμένη τὴ μορφή της καὶ αὐτὴ ἦρθε ἥσυχα μπροστά του, θαμπή,
μαζὶ μὲ τὴν ἀπελπισία καὶ τὴ μιζέρια τὴν ἀνθρώπινη. Ἐκεῖνος μόνος
καὶ ἡ καρδιά του νὰ χτυπᾶ πιὸ δυνατά. Ἡ παρουσία της, ἡ ὀμορφιά, ἡ γλυκύτητα
τοῦ προσώπου της, ἔκαναν πιὸ σπαρακτικὴ τὴ μοναξιά του. Ἔσπρωξε πέρα
τὴν ὀπτασία γιατὶ τοῦ ἔκοβε τὴν ἀνάσα, τοῦ ἔσφιγγε τὸ λαιμό. Ἔβαλε ἄλλες
εἰκόνες στὴν ὀθόνη τοῦ μαρτυρίου του, ἐκεῖ κοντὰ στὸν ὕπνο, ἄλλων πάλαι
ποτὲ ἀγαπημένων γυναικῶν γιὰ πάντα τώρα χαμένων. Αὐτὸς ὁ ἀποφασισμένος
νὰ ζεῖ μονάχος σ’ αὐτὴν τὴν ὀδύνη τῆς ἐρημιᾶς, σ’ αὐτὴ τὴν ἄσκηση τοῦ
θανάτου. Δὲν πονοῦσαν πιὰ αὐτὰ τὰ ἄλλοτε καυτὰ ὁράματα ἀγαπημένων
ἀνθρώπων. Μποροῦσε νὰ ζεῖ χωρὶς αὐτούς, ὅπως μπόρεσε νὰ ζήσει μετὰ τὸν
πρῶτο θάνατο, μετὰ τὴν πρώτη ἀπώλεια.
Αὐτὴ ὅμως ἡ τελειωμένη πλέον σχέση, ἴσως γιατί ἦταν πρόσφατη, ἴσως
ἡ ἄκρα ἀμφιθυμία, οἱ προσδοκίες ποὺ ἔμειναν χωρὶς ἐλπίδα πιά, τὸν
πονοῦσε καὶ τὸν τάραζε. Πλάνταζε τὴν καρδιά, ἔπνιγε τὰ πνευμόνια. Θέλησε
σιγά, πολὺ σιγά, νὰ τὴν ξαναθυμηθεῖ, μὲ τὴν εἰκόνα της ἐκείνη τὴν ἀχνὴ
νὰ δοκιμάσει πάλι καὶ πάλι πόνεσε, γέμισε παράπονο καὶ βάρυνε φέρνοντας
τὸ ἄλγος τῆς ὁλικῆς ἀπώλειας, τὸ θρῆνο τοῦ θανάτου μέσα του.
«Ἂς εἶναι καλὰ μονάχα», σκεφτότανε, «καὶ τίποτα ἄλλο, ἂς εἶναι εὐλογημένη
πάντα ἡ καλὴ μου.»
Σίγουρα τὴν ἀγαποῦσε. Καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη κάτι μένει ζωντανό. Ἴσως ὅταν
ἀγαπᾶς οἱ εὐχές σου μπορεῖ καὶ νὰ πιάνουν. Ἔτσι ἤθελε νὰ πιστεύει. Αὐταπάτη;
Κι αὐτὴ δὲν ἄντεχε τὴν μοναξιά.
Ὅσο τὸν εἶχε κοντά της, τὴ σκέπαζε ἡ παρουσία του. Ὅταν αἰσθάνθηκε
κεῖνο τὸ σπρώξιμο στὴ ράχη, ἔνιωσε σὰν νὰ προσπαθοῦν νὰ κόψουν βίαια
τοὺς δεσμούς της. Νὰ τὴν παραβιάζουν. Νὰ τὴν πετοῦν σὲ βαθὺ ὠκεανὸ χωρὶς
σωσίβιο.
Στὴν ἀπογείωση τὸ ἀεροπλάνο φαινόταν νὰ χάνεται στὸ σκοτάδι. Μέσα
στὴν καμπίνα ὅμως ὀργίαζε τὸ φῶς. Μποροῦσες νὰ βλέπεις καθαρὰ πρόσωπα
καὶ πράγματα. Ἤδη ζοῦσε σὲ μιὰ ἄλλη διάσταση. Εὐγενικές, πρόθυμες,
χαριτωμένες ἀεροσυνοδοὶ ἕτοιμες νὰ τὴν ἐξυπηρετήσουν. Ἔσκυβαν
πρὸς τὸ μέρος της ὅπως σὲ πολὺ σημαντικὰ πρόσωπα. Ἔρχονταν πρὸς ἐκείνη.
Τῆς ἀνέβαζαν τὴν αὐτοεκτίμηση. Σὰν νὰ μὴν ἦταν αὐτὴ ποὺ κάποιος τὴν
ἔσπρωξε ἁπαλὰ νὰ φύγει λίγο πρίν.
Ὁ μεσήλικας ἐπιβάτης δίπλα της γρήγορα ἔσπασε τὴ σιωπή. Δὲν ἔκρυψε
τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ ἐπικοινωνία. Ὁμιλητικός, εὐγενής, σαγηνευτικός.
Ἡ κουβέντα ἁπάλυνε τὴν θλίψη τοῦ πρόσφατου ἀποχωρισμοῦ. Ἦταν εὐχῆς
ἔργο ποὺ βρέθηκε δίπλα της αὐτὸς ὁ ἐνδιαφέρων ἄνθρωπος.
Σίγουρα θὰ περνοῦσε τὸ ταξίδι μὲ λιγότερο ἄγχος. Ἡ παρουσία του τὴ
γέμιζε αὐτοπεποίθηση. Ἔνιωθε τὴν ἴδια ἀσφάλεια ποὺ εἰσέπραττε
κοριτσάκι κοντὰ στὸν πατέρα της.
Ἦρθαν τὰ φαγητά. Τῆς δόθηκε καὶ πάλι ἡ εὐκαιρία νὰ ἀπολαύσει μαζὶ
μὲ τὰ ἐδέσματα, τὴν ἄψογη περιποίηση τῶν ἀεροσυνοδῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ
συμπαθοῦς ὥριμου συνεπιβάτη. Ἡ κολακευτική του συμπεριφορὰ εἶχε
μέτρο. Οὔτε κραυγαλέα κολακεία οὔτε ὑποκριτικὸ δούλεμα. Ἔνιωσε
οἰκεία. Χαλάρωσε. Βρῆκε ἐνδιαφέροντα πράγματα νὰ συζητήσει μαζί
του. Στὸ τέλος, μὲ τὸ ποτό, τὴν κουβέντα, πέρασε ἡ ὥρα, βάρυναν τὰ βλέφαρά
της. Χασμουρήθηκε διακριτικά, ζήτησε συγνώμη κι ἔκλεισε γιὰ λίγο
τὰ μάτια.
Δὲν κατάλαβε ἂν κοιμήθηκε καὶ πόσο. Βίωσε ὅμως μιὰ πρωτόγνωρη ἐμπειρία.
Κάτω ἀπὸ τὸ πέπλο τῶν πυκνῶν βλεφαρίδων της δὲν ἦλθε τὸ σκοτάδι ἀλλὰ
ἕνα ρόδινο φῶς. Μαζὶ μ’ ἕνα ἄρωμα πεύκων καὶ θαλασσινοῦ ἀέρα. Ἡ ψυχή
της, ποὺ λίγες ὧρες πρὶν ἦταν στενόχωρη καὶ ἀβέβαιη, τώρα ἄνοιγε ὅπως
τὰ φτερὰ τῆς πεταλούδας ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ κουκούλι της. Ἁπλωνόταν ἴδια
μὲ προζύμι ποὺ ξεχειλίζει στὸ ταψί. Ὅλα τὰ μέσα φράγματα φόβων καὶ
προκαταλήψεων διαλύονταν. Ἀγκάλιαζε τὸν κόσμο γύρω της. Τὸ ἀεροπλάνο
ἦταν ἕνα μικρὸ κουτὶ γι’ αὐτὴν ποὺ δὲν τὴ χώραγε. Ἐπεκτεινόταν ἔξω
στὴ νύχτα, στὸ διάστημα, τ’ ἀστέρια, τὸ φεγγάρι. Γινόταν ἕνα μὲ ὅλα.
Τὸ σύμπαν καὶ τὸ ἄπειρο. Ὑπέρτατο συναίσθημα. Πέρα ἀπὸ τὴν ἀγάπη
καὶ τὴν ἀποδοχή. Ἦταν συγκλονιστικό, μποροῦσε νὰ τὴν τρομάξει. Ὅμως
ἔνιωθε μιὰ ὀλύμπια γαλήνη. Ἑνωνόταν μὲ τὸν κόσμο. Αὐτὸς εἶχε διαχυθεῖ
μέσα της κι ἐκείνη ἐντός του. Αὐτὴ γεννοῦσε τὸν μέγα κόσμο καὶ ταυτόχρονα
ὁ μέγας κόσμος τὴ γεννοῦσε. Δὲν ὑπῆρχαν ὁριοθετήσεις χώρου, χρόνου,
ταχύτητας, βαρύτητας. Οὔτε ἐσωτερικοὶ τοῖχοι ἀγωνίας, πόνου,
θλίψης, παρανόησης. Τοῦτο τὸ ἀκαριαῖο ταξίδι στὸν μέσα καὶ στὸν ἔξω
κόσμο ταυτόχρονα εἶχε τὸ στοιχεῖο μιᾶς αἰωνιότητας. Ἦταν ἐκστασιασμένη.
Ἂν ὑπῆρχε βίωση εὐτυχίας θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι αὐτή· σὰν εὐλογία
ποὺ προκαλεῖ βαθιὰ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης.
Μιὰ ἀλλαγὴ συντελέστηκε στὴν ποιότητα τοῦ μέγιστου ὅταν ἀσυναίσθητα θέλησε νὰ
ζήσει γιὰ πάντα μέσα σὲ αὐτό. Νὰ τὸ κρατήσει δικό της. Ἀμέσως κατάλαβε
ὅτι ἡ βούλησή της δὲν τὸ ἔλεγχε. Τὸ μεγαλεῖο ὑπῆρχε μόνο ὅταν ἐκείνη
ἄδολα χανόταν μέσα του. Ἀνεπαίσθητα, ὅπως ἐμφανίστηκε αὐτὸ τὸ
φαινόμενο, πῆρε νὰ συρρικνώνεται, νὰ βαραίνει, νὰ σβήνει. Ὅπως χάνεται
ἡ μέρα μέσα στὴ νύχτα. Ὅπως γλιστράει τὸ νερὸ μέσα ἀπὸ τὰ δάχτυλά
μας. Ἄρχισε νὰ ξαναϋφαίνεται ὁ ἱστὸς ποὺ τὴν διαφοροποιοῦσε ἀπὸ
τὸν κόσμο. Προσπάθησε αὐτὸ τὸ μοναδικὸ
συναίσθημα ἐνότητας νὰ τὸ συγκρατήσει, νὰ μὴν τὸ χάσει. Ὅμως
εἶχε γίνει κάτι ξεχωριστὸ ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἤδη ἔφευγε. Εἶχε ἀποκολληθεῖ
καὶ χανόταν. Συρρικνωνόταν. Τὸ κρατοῦσε δυνατὰ μέσα στὰ χέρια της,
τόσο μικρὸ πλέον, ἀλλὰ ἀκόμα τόσο ὡραῖο. Μέσα στὴ χούφτα της κρατοῦσε
τὴ γεύση του, τὸ ἄρωμά του σὰν τελευταία ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ ἀπέραντου
ἑνωτικοῦ βιώματος. Θέλησε νὰ τὸ βάλει στὸ στόμα της νὰ τὸ γευτεῖ καλά,
νὰ τὸ καταπιεῖ, νὰ τὸ χωνέψει, νὰ τὸ κάνει ἕνα πάλι μαζί της. Τὸ ρουφοῦσε
μὲ ἀργές, βαθιὲς ἀνάσες. Τὸ συγκρατοῦσε ἀκόμα λίγο, ἀκόμα λίγο, μὰ
ὅλο χανόταν. Ἄνοιξε μὲ λαχτάρα τὰ μάτια νὰ προλάβει νὰ δεῖ αὐτὸ ποὺ ἔνιωθε
μέσα καὶ γύρω της, πρὶν τὸ χάσει γιὰ πάντα ἀπὸ τὰ χέρια της. Λιγώθηκε.
Ἔσφιξε τὰ δάχτυλα νὰ συγκρατήσει τὸ ἄπιαστο, τὸ φευγαλέο. Ἄνοιξε τὶς
παλάμες νὰ δεῖ αὐτὸ ποὺ ἔσφιγγε μὲ δύναμη. Ἀπρόσμενα ἀποκαλύφθηκαν
μέσα στὰ χέρια της τὰ δάχτυλα τοῦ διπλανοῦ της, ποὺ τὴν παρατηροῦσε μὲ
τρυφερότητα. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει εἶχε γείρει τὸ κεφάλι της στὸν ὦμο
του καὶ κρατοῦσε σφιχτὰ στὴ χούφτα της τὸν ἀντίχειρά του.
Εἶχαν περάσει δυὸ μῆνες.
Καθισμένη σταυροπόδι στὸ διαμέρισμά της ξεφύλλιζε τὸ ἄλμπουμ μὲ τὶς
φωτογραφίες. Ὁ συνομιλητής της ἀπὸ τὸ ἀεροπλάνο φοροῦσε τὸ μπουρνούζι
της. Τὸ βλέμμα τους ἔπεσε σὲ μιὰ φωτογραφία. Πρωινὴ καταχνιά. Θάλασσα
καὶ οὐρανὸς ἕνα. Σβησμένη ἡ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα. Τὸ προφὶλ της ὄμορφο
στὸ πρωινὸ φῶς.
— Πρέπει νὰ σ’ ἀγαποῦσε καὶ νὰ πόνεσε ποὺ σ’ ἔχασε, σχολίασε ὁ ἄντρας.
— Μᾶλλον. Μοῦ εὐχήθηκε φεύγοντας νὰ εἶμαι πάντα καλὰ κι εὐτυχισμένη.
— Σίγουρα. Λένε ὅταν ἀγαπᾶς καὶ πονᾶς οἱ εὐχές σου πιάνουν.
— Τὸ πιστεύεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου