Ένας αιώνας από τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης (18 Αυγούστου 1917) και μια δεκαετία από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 δεν απέτρεψαν μια ακόμη μεγαλύτερη τραγωδία. Αυτή τη φορά η συλλογική μνήμη και οι θεσμοί δεν πρέπει να ξεχάσουν ότι ο αντιπυρικός σχεδιασμός πρέπει να διαπερνά κάθε πτυχή διαχείρισης του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος της χώρας.
Η τραγικότερη πυρκαγιά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία αποδεικνύει την αναποτελεσματικότητα του συστήματος δασοπροστασίας και πυροπροστασίας. Εκτός όμως από την αναζήτηση και απόδοση ευθυνών, είναι ώρα για ριζική αναθεώρηση της στάσης θεσμών και πολιτών.
Μεγάλο μέρος της Ελλάδας βρίσκεται σε μία από τις ζώνες υψηλότερου κινδύνου για πυρκαγιές στον πλανήτη. Ο αντιπυρικός σχεδιασμός της χώρας βασίζεται στην καταστολή, ενώ θα έπρεπε να διαπερνά κάθε πτυχή της διαχείρισης του δασικού, εν γένει του φυσικού αλλά και του αστικού περιβάλλοντος.
Όπως τονίζει ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, Παναγιώτης Λατσούδης, «Η προσαρμογή των κοινωνιών όχι μόνο στις κλιματικές διακυμάνσεις αλλά και στις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές, επιβάλλουν συνεχή εγρήγορση και έγκαιρο σχεδιασμό. Οι θεσμοί πρέπει να προλαμβάνουν τις ανάγκες και όχι να τις τακτοποιούν εκ των υστέρων».
Η φύτευση ρητινοφόρων πεύκων (όπως η Χαλέπιος Πεύκη Pinus halepensis, η Τραχεία Πεύκη Pinus brutia και τα υβρίδιά τους) σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τα όρια της φυσικής τους εξάπλωσης (όπως είναι η κεντρική και δυτική Στερεά Ελλάδα, η Θεσσαλία κ.λπ.) μόνο και μόνο επειδή είναι ταχυαυξή και ανθεκτικά στην ξηρασία, όχι μόνο εξαπλώνει τον κίνδυνο μεγαπυρκαγιών αλλά επίσης αλλοιώνει και την τοπική βιοποικιλότητα εκτοπίζοντας τα αυτόχθονα είδη φυτών.
Η περιφρόνηση της ελεύθερης κτηνοτροφίας και των ίδιων των κτηνοτρόφων που αντιμετωπίζονται ως παρίες της κοινωνίας εδώ και δεκαετίες, όχι μόνο έχει συμβάλει στον μαρασμό της πρωτογενούς αυτής παραγωγής αλλά συντελεί στην αύξηση της καύσιμης ύλης. Υπό προϋποθέσεις, η κτηνοτροφία μπορεί να συμβάλλει στην αντιπυρική προστασία αλλά και στην αύξηση της βιοποικιλότητας.
Η αδιαπραγμάτευτη ανάγκη των ανθρώπων να ζουν σε ένα «πράσινο» περιβάλλον ικανοποιείται συχνά χωρίς σχεδιασμό. Στο αστικό πράσινο πολλών μεγάλων ελληνικών πόλεων δεν λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο πυρκαγιάς. Ομοιόμορφη και συμπαγής βλάστηση δεν αφήνει περιθώρια για ανοίγματα ασφάλειας αλλά ούτε για μια μεγαλύτερη βιοποικιλότητα μέσα στο αστικό περιβάλλον. Οι διαχειριστές του αστικού πρασίνου δεν προσφέρουν στους επισκέπτες τους την απαραίτητη πληροφορία που απαιτείται σε περίπτωση πυρκαγιάς, δυνατών ανέμων, πλημμυρών κ.λπ. Το πράσινο αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα σε «προνομιούχες» αστικές περιοχές, χωρίς να λαμβάνονται επίσης μέτρα για τη διαχείριση ενδεχόμενων πυρκαγιών.
Άναρχος σχεδιασμός, νόμιμη και μη νόμιμη εκτός σχεδίου δόμηση, πλημμελής επίβλεψη της οικοδόμησης δημόσιων χώρων αλλά και πολιτικές επιλογές έχουν οδηγήσει σε ένα απέραντο δίκτυο αδιεξόδων, ενώ οι στενές και χωρίς πεζοδρόμια οδοί αποτελούν φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό τυπικών γειτονιών όλης της χώρας.
Η εκτός σχεδίου δόμηση αποτελεί όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως μεγάλο πρόβλημα στην καταστολή των δασικών πυρκαγιών, καθώς η κατάσβεσή τους δυσχεραίνεται από την ανάδειξη διαφορετικών προτεραιοτήτων που σχετίζονται με τα αιτήματα και την επιρροή των οικιστών.
Θα πρέπει:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου