(...) Σ’ ότι αφορά στο περιαστικό πράσινο, εκεί η κατάσταση θα
λέγαμε ότι είναι σαφώς καλύτερη (σε σχέση με το αστικό πράσινο). Αυτό συμβαίνει
όχι διότι το επιδιώξαμε, αλλά διότι η Αθήνα είχε την τύχη να περιβάλλεται από
ορεινούς όγκους. Το πράσινο αυτών των όγκων, όσο απέμεινε (!), είναι αυτό που
την αξιολογεί θετικά στο συγκεκριμένο τομέα. Σύμφωνα λοιπόν με τις
προδιαγραφές, η άριστη επιφάνεια περιαστικού δασικού πρασίνου για τον κάτοικο
της πόλης θα πρέπει να είναι της τάξης των 12-18 τ.μ. Στον Αθηναίο πολίτη
αντιστοιχούσαν μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980 περίπου 15 τ.μ.,
έκταση όμως η οποία έχει μειωθεί δραματικά εξαιτίας των καταπατήσεων ορεινών
όγκων που έχουν συμβεί, των επεκτάσεων των σχεδίων της πόλης προς τις πλαγιές
των βουνών, των ολυμπιακών έργων και των έργων υποδομής που έχουν κατασκευαστεί
σε χώρους περιαστικού πρασίνου (π.χ., η περιφερειακή του Υμηττού «κατέφαγε»
σημαντική έκταση της βλάστησης του συγκεκριμένου βουνού), των καταστροφών από
πυρκαγιές που συνέβησαν κ.λπ. Εκτιμάται ότι σήμερα η επιφάνεια του περιαστικού
πρασίνου που αντιστοιχεί στον Αθηναίο πολίτη, κατήλθε στα 10-12 τ.μ.
Πηγαίνοντας παλαιότερα, κι εάν αποδεχθούμε ως ορθή την εκτίμηση του καθηγητή Β. Αιγινίτη, ο οποίος το έτος 1910, μελετώντας το κλίμα των Αθηνών, υπολόγισε ότι τα περιαστικά δάση της Αθήνας καταλάμβαναν έκταση 600.000 στρεμμάτων, τότε, λαμβάνοντας υπόψη και τον πληθυσμό που είχε η πρωτεύουσα στις αρχές του 20ου αιώνα, διαπιστώνουμε ότι το περιαστικό πράσινο που αντιστοιχούσε κείνη την εποχή σε κάθε κάτοικο του λεκανοπεδίου, ήταν περίπου 130 τ.μ.!!! Αυτό, για να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους…
Στους σημερινούς καιρούς, που ο άνθρωπος έχει χάσει την επαφή του με τη φύση, ζώντας σε ασφυκτικές μη βιώσιμες πόλεις, κρίνεται ως επιτακτική η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του ρόλου της υπαίθρου, της γειτνιάζουσας με το άστυ. Η ύπαιθρος θ’ αποτελέσει το δίαυλο επικοινωνίας του ανθρώπου με τη φύση, θα φέρει σ’ επαφή τον αστό με αυτήν, ώστε μελλοντικά, με την καλλιέργεια και προαγωγή της παραπάνω σχέσης, να είναι δυνατή η αποκατάσταση της χαμένης αρμονίας πόλης και υπαίθρου. Ως ύπαιθρος νοείται το δάσος που εγγίζει την πόλη, οι πέριξ αυτής αγροί, τα υδάτινα οικοσυστήματα, οι κήποι και τα αγροτόσπιτα της ευρύτερης στο άστυ αγροτοδασικής ζώνης κ.λπ. Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου όμως, καθίσταται ως αναγκαία η ύπαρξη βιωσίμου υπαίθρου, μιας υπαίθρου που θα λειτουργεί ορθά και δε θα την έχει υποβαθμίσει η ανθρώπινη δραστηριότητα, ώστε να προκύψει, κατά τη συνθήκη αποκατάστασης, η βιώσιμη πόλη. Το περιαστικό πράσινο, στο πλέγμα τούτο των σχέσεων παίζει ρόλο καθοριστικό, γεγονός που του προσδίδει βαρύνουσα σημασία.
Πέραν των παραπάνω, το περιαστικό πράσινο είναι πολύτιμο και για την εξής σημαντική προσφορά του. Διότι διαμορφώνει ισορροπία στο κλίμα της πόλης, εξομάλυνση των θερμοκρασιών, αποτρέποντας ταυτόχρονα τη δημιουργία του τόσο επιζήμιου νέφους. Τούτο γίνεται κατορθωτό με την (χάρη στην περιαστική βλάστηση) εισαγωγή ψυχρών ρευμάτων αέρα στο θερμό άστυ, με τα οποία συμπαρασύρονται οι ρυπαντές που έχουν εγκλωβιστεί εκεί (φυσικά, απαιτείται να υπάρχει το ανάλογο ανάγλυφο και η γεωμορφολογία του χώρου να ευνοεί τις συνθήκες της παραπάνω κατάστασης, κάτι που το λεκανοπέδιο της Αττικής τα έχει). Κατ’ αυτό τον τρόπο διώχνεται το φωτοχημικό νέφος και ταυτόχρονα ψύχεται η πόλη. Εάν το περιαστικό πράσινο λείψει και οι ορεινοί όγκοι της πόλης γυμνωθούν (όπως, π.χ., συμβαίνει με το Αιγάλεω όρος, με τους γυμνούς του ασβεστόλιθους), τότε τα εισαγόμενα ρεύματα αέρα θα είναι θερμά, αφού η ηλιακή ακτινοβολία θ’ αντανακλάται στο γυμνό βράχο, και θα υπάρχει επιβάρυνση της κατάστασης του θερμοκηπίου και του θαλάμου αερίων που επικρατεί στην πόλη.
Παράδειγμα προς αποφυγήν παλαιότερα και παράδειγμα προς μίμησιν σήμερα, σε σχέση με την παραπάνω κατάσταση, αποτελεί η πόλη Λαντσού στη Βόρεια Κίνα. Αυτή ήταν μία από τις πιο φορτωμένες με ρύπους πόλεις του κόσμου. Εφαρμόζοντας όμως ένα πρόγραμμα απορύπανσης και φυτεύοντας 120 εκατ. δένδρα ως περιαστικό πράσινο, κατορθώθηκε η πόλη να καταστεί βιώσιμη.
Ο Έλληνας Επίτροπος Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ. Σταύρος Δήμας, δήλωνε στην Ευρωβουλή τον Αύγουστο του 2005, ότι «η μεταβολή του κλίματος αποτελεί απειλή που συνδυάζεται με τις υφιστάμενες πιέσεις στα φυσικά περιβάλλοντα, όπως συμβαίνει με τον κατακερματισμό των οικοτόπων, που οφείλεται στις μεταβολές των χρήσεων γης για την ανάπτυξη υποδομών και για την επέκταση των πόλεων». Τα περιαστικά οικοσυστήματα, λοιπόν, είναι κείνα που κατά βάσιν θίγονται από την αδηφάγα πόλη, η οποία με τρόπο δυναμικό επιζητεί την επέκτασή της πέραν των ορίων που της έθεσαν και δεν της αρκούν. Η καταστροφή τους όμως, εις όφελος της πόλης, σημαίνει αυτοκτονία της πόλης…
Πηγαίνοντας παλαιότερα, κι εάν αποδεχθούμε ως ορθή την εκτίμηση του καθηγητή Β. Αιγινίτη, ο οποίος το έτος 1910, μελετώντας το κλίμα των Αθηνών, υπολόγισε ότι τα περιαστικά δάση της Αθήνας καταλάμβαναν έκταση 600.000 στρεμμάτων, τότε, λαμβάνοντας υπόψη και τον πληθυσμό που είχε η πρωτεύουσα στις αρχές του 20ου αιώνα, διαπιστώνουμε ότι το περιαστικό πράσινο που αντιστοιχούσε κείνη την εποχή σε κάθε κάτοικο του λεκανοπεδίου, ήταν περίπου 130 τ.μ.!!! Αυτό, για να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους…
Στους σημερινούς καιρούς, που ο άνθρωπος έχει χάσει την επαφή του με τη φύση, ζώντας σε ασφυκτικές μη βιώσιμες πόλεις, κρίνεται ως επιτακτική η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του ρόλου της υπαίθρου, της γειτνιάζουσας με το άστυ. Η ύπαιθρος θ’ αποτελέσει το δίαυλο επικοινωνίας του ανθρώπου με τη φύση, θα φέρει σ’ επαφή τον αστό με αυτήν, ώστε μελλοντικά, με την καλλιέργεια και προαγωγή της παραπάνω σχέσης, να είναι δυνατή η αποκατάσταση της χαμένης αρμονίας πόλης και υπαίθρου. Ως ύπαιθρος νοείται το δάσος που εγγίζει την πόλη, οι πέριξ αυτής αγροί, τα υδάτινα οικοσυστήματα, οι κήποι και τα αγροτόσπιτα της ευρύτερης στο άστυ αγροτοδασικής ζώνης κ.λπ. Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου όμως, καθίσταται ως αναγκαία η ύπαρξη βιωσίμου υπαίθρου, μιας υπαίθρου που θα λειτουργεί ορθά και δε θα την έχει υποβαθμίσει η ανθρώπινη δραστηριότητα, ώστε να προκύψει, κατά τη συνθήκη αποκατάστασης, η βιώσιμη πόλη. Το περιαστικό πράσινο, στο πλέγμα τούτο των σχέσεων παίζει ρόλο καθοριστικό, γεγονός που του προσδίδει βαρύνουσα σημασία.
Πέραν των παραπάνω, το περιαστικό πράσινο είναι πολύτιμο και για την εξής σημαντική προσφορά του. Διότι διαμορφώνει ισορροπία στο κλίμα της πόλης, εξομάλυνση των θερμοκρασιών, αποτρέποντας ταυτόχρονα τη δημιουργία του τόσο επιζήμιου νέφους. Τούτο γίνεται κατορθωτό με την (χάρη στην περιαστική βλάστηση) εισαγωγή ψυχρών ρευμάτων αέρα στο θερμό άστυ, με τα οποία συμπαρασύρονται οι ρυπαντές που έχουν εγκλωβιστεί εκεί (φυσικά, απαιτείται να υπάρχει το ανάλογο ανάγλυφο και η γεωμορφολογία του χώρου να ευνοεί τις συνθήκες της παραπάνω κατάστασης, κάτι που το λεκανοπέδιο της Αττικής τα έχει). Κατ’ αυτό τον τρόπο διώχνεται το φωτοχημικό νέφος και ταυτόχρονα ψύχεται η πόλη. Εάν το περιαστικό πράσινο λείψει και οι ορεινοί όγκοι της πόλης γυμνωθούν (όπως, π.χ., συμβαίνει με το Αιγάλεω όρος, με τους γυμνούς του ασβεστόλιθους), τότε τα εισαγόμενα ρεύματα αέρα θα είναι θερμά, αφού η ηλιακή ακτινοβολία θ’ αντανακλάται στο γυμνό βράχο, και θα υπάρχει επιβάρυνση της κατάστασης του θερμοκηπίου και του θαλάμου αερίων που επικρατεί στην πόλη.
Παράδειγμα προς αποφυγήν παλαιότερα και παράδειγμα προς μίμησιν σήμερα, σε σχέση με την παραπάνω κατάσταση, αποτελεί η πόλη Λαντσού στη Βόρεια Κίνα. Αυτή ήταν μία από τις πιο φορτωμένες με ρύπους πόλεις του κόσμου. Εφαρμόζοντας όμως ένα πρόγραμμα απορύπανσης και φυτεύοντας 120 εκατ. δένδρα ως περιαστικό πράσινο, κατορθώθηκε η πόλη να καταστεί βιώσιμη.
Ο Έλληνας Επίτροπος Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ. Σταύρος Δήμας, δήλωνε στην Ευρωβουλή τον Αύγουστο του 2005, ότι «η μεταβολή του κλίματος αποτελεί απειλή που συνδυάζεται με τις υφιστάμενες πιέσεις στα φυσικά περιβάλλοντα, όπως συμβαίνει με τον κατακερματισμό των οικοτόπων, που οφείλεται στις μεταβολές των χρήσεων γης για την ανάπτυξη υποδομών και για την επέκταση των πόλεων». Τα περιαστικά οικοσυστήματα, λοιπόν, είναι κείνα που κατά βάσιν θίγονται από την αδηφάγα πόλη, η οποία με τρόπο δυναμικό επιζητεί την επέκτασή της πέραν των ορίων που της έθεσαν και δεν της αρκούν. Η καταστροφή τους όμως, εις όφελος της πόλης, σημαίνει αυτοκτονία της πόλης…
(από το βιβλίο μου “ΑΘΗΝΑ, ΖΕΙΣ; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που
μένει”, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2006)
(στη φωτογραφία: το Κτήμα Συγγρού)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου