Στὸν
Γιῶργο Πρίμπα
ΚΡΥΩΝΕ. Ἔκανε ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια
του μὰ δὲν μπόρεσε νὰ δεῖ τίποτα. Τὰ ξανάκλεισε, ἀλλὰ δὲν ἦταν
σίγουρος ὅτι τὰ εἶχε κὰν ἀνοίξει πρίν. Δοκίμασε νὰ κουνηθεῖ
μὰ δὲν μπόρεσε. Ἔκλεισε σφιχτὰ τούτη τὴ φορὰ τὰ μάτια του καὶ
γλάριασε. Ἀπ’ τὸν ὕπνο τὸν ἔβγαλε ἡ γυναίκα του, ποὺ ἄρχισε
ξαφνικὰ νὰ σκούζει καὶ νὰ χτυπιέται. Τρόμαξε, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε
νὰ καλοκαταλάβει τί ἔλεγε. Ἤθελε νὰ τῆς πεῖ «βούλωσ’ τὸ στόμα
σου, μᾶς ἀκοῦνε τόσοι ξένοι», ἀλλὰ δὲν ἔβγαλε ἄχνα. Δὲν ἤθελε
νὰ τὰ κάνει χειρότερα. Εὐτυχῶς οἱ στριγκλιὲς κόπηκαν μαχαίρι
μετὰ ἀπὸ δυὸ ξεροὺς χτύπους.
Ἔκανε ν’ ἀλλάξει πλευρό, γιατί τόνε πόνηγε
οὗλο του τὸ κορμί, ἀλλὰ δὲ στάθηκε μπορετό. Μετὰ ἀπὸ κάνα-δυὸ
λεπτὰ στὴν ἴδια θέση πρέπει νὰ λαγοκοιμήθηκε, ἀλλὰ πάλε τόνε
ξυπνήσανε. Τούτη τὴ βολὰ ἤτανε οἱ ἀγριοφωνάρες τῆς μεγάλης
του θυγατέρας. «Τὴν ξεπάντουλη, κορίτσι τῆς παντρειᾶς, τί ἀρουλιώτανε(1)
ἔτσι; Ποιός γαμπρὸς θὰ τὴν ἔπαιρνε, ποὺ βέλαζε σὰ γίδα ποὺ σούρνει;
Θὰ τῆς δώκω κανιὰ ἀνάστροφη, ποὺ θά ’ναι οὕλη δικιά της» σκέφτηκε.
«Τί στὸ διάβολο σκούζανε οὗλοι καὶ δὲν τὸν ἀφήνανε νὰ κοιταχτεῖ(2)
μὲ τὴν ἡσυχία του;» Τώρα πόνηγε πιὸ πολύ. Ἔκανε μιὰ τελευταία
προσπάθεια νὰ τοὺς ἀγνοήσει. Καὶ τὸ πέτυχε. Ἔπεσε σὲ βαθὺ ὕπνο.
Ἕνα δυνατὸ τράνταγμα κι ἕνας θόρυβος σὰ νὰ
πέσανε κοτσίρια(3) στὰ κεραμίδια τόνε βγάλανε ἀπ’ τὸ λήθαργο.
«Ἄλλο καὶ τοῦτο! Ποιός νὰ ’ρινε κοτσίρια στὰ κεραμίδια νυχτιάτικα
καὶ μὲ τέτοιο κρύο;» Πόσο κρύωνε, πάλι!
Ἔκανε νὰ ξανανοίξει τὰ μάτια του, μὰ πάλι δὲν
μπόρεσε νὰ δεῖ τίποτα. Οὔτε μιὰ χαραμάδα πουθενά. Μπόρεσε
μόνο νὰ νιώσει ὅτι βρισκόταν σ’ ἕνα ψυχρὸ καὶ σκοτεινὸ μέρος.
Τὸ σκοτάδι ἦταν πηχτό. Σοῦ ’κοβε τὴν ἀνάσα. Καταλάβαινε ὅτι
ὁ χῶρος ἦταν στενὸς κι ὁ ἀέρας λιγοστός. Ὁ πόνος ἦταν ἀβάσταχτος
σὰ νὰ τοῦ ’χανε μπήξει στὸ κορμὶ ἀχινάγκαθα. Τὸν πονοῦσε ὅλη
του ἡ ἀριστερὴ πλευρά. Λὲς κι ἦταν στὴν ἴδια θέση γιὰ ὧρες. Ἴσως
καὶ μέρες. Ναί, σίγουρα μέρες. Δοκίμασε νὰ κουνηθεῖ ξανὰ καὶ
ξανά, μὰ δὲν μπόρεσε. Ἡ προσπάθεια τὸν τσάκισε.
Ὁ ἀέρας ὁλοένα καὶ λιγόστευε. Ἔκανε μιὰ
προσπάθεια νὰ γεμίσει τ’ ἀδύναμα πλεμόνια του, νὰ βρεῖ δυνάμεις
γιὰ νὰ γυρίσει ἀπ’ τὴν ἄλλη. Νὰ ξαλαφρώσει νιὰ στάλα. Ἔκλεισε
πάλι τὰ μάτια του, ἕσφιξε τὰ δόντια, τὰ σταυρωμένα τοῦ χέρια,
τὰ πιασμένα ἀπὸ τὴν ἀκινησία πόδια του. Ὁ ὦμος τοῦ κουνήθηκε
γιὰ λίγο καὶ μὲ τὶς τελευταῖες του δυνάμεις κατόρθωσε, ἐπιτέλους,
νὰ γυρίσει στὸ δεξί του πλευρό. Κι ἀπέμεινε σ’ αὐτὴ τὴ στάση
γιὰ πάντα.
Ἐκεῖ τὸν βρῆκαν ἔντρομοι οἱ δικοί του πέντε
χρόνια ἀργότερα, τὴν ἡμέρα τῆς ἐκταφῆς.
(1)
οὔρλιαζε σὰ τσακάλι.
(2)
κοιμηθεῖ.
(3)
φασόλια φάβας.
Πηγή:
Ἀπὸ τὸν τόμο Γιὰ μιὰ
χούφτα ζωή, Δεκαεφτά Διηγήσεις (ἐκδ. Γαβριηλίδης,
2015).
Φωτεινή
Βασιλοπούλου. Σπούδασε
Ἀγγλικὴ καὶ Ἑλληνικὴ Φιλολογία. Ζεῖ στὴν Καλαμάτα καὶ ἐργάζεται στὴν
Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση. Πρῶτο της βιβλίο Γιὰ μιὰ χούφτα ζωή, Δεκαεφτά Διηγήσεις (ἐκδ.
Γαβριηλίδης, 2015).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου