της Όλγας Μοσχοχωρίτου
«Κοιτάξτε!
Δεν είμαι σαν κι εσάς.
Εγώ είμαι η Σοφία Αποστόλου
Μια αστή που παντρεύτηκε κομμουνιστή.
Μια καθηγήτρια που την απέλυσαν γιατί έπινε στα μαθήματα.
Μια γυναίκα φυλακισμένου παιδιού που μετακόμισε στον Κορυδαλλό για να’ ναι δίπλα στο παιδί της.
Ακούς Χρηστάκη.
Αυτός είναι ο δικός μου Οκτώβρης
Αυτό είναι το δικό μου ’17…»
Απόσπασμα από το «Ουρανός κατακόκκινος» της Λ. Αναγνωστάκη
Στις 8 Οκτωβρίου 2017 πέθανε η μεγαλύτερη θεατρική συγγραφέας της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η Λούλα Αναγνωστάκη.
Το Φετινό Φεστιβάλ Αθηνών διοργάνωσε ένα αφιέρωμα στη μνήμη της που περιλάμβανε δύο παραστάσεις με αποσπάσματα από το σύνολο του έργου της, σκηνοθετημένα από την Ρούλα Πατεράκη. Σ αυτές τις παραστάσεις πήραν μέρος πλήθος νέων ηθοποιών αλλά και σκηνοθετών, ως φόρο τιμής στη γυναίκα που από τη δεκαετία του 1960 έως τις μέρες μας, μας δίδαξε έναν άλλο τρόπο να έρθουμε σε επαφή με την ιστορία του τόπου μας, τα τραύματα στις ψυχές των ανθρώπων που άφησε ένας αδυσώπητος Εμφύλιος Πόλεμος, την ήττα ως ανάγνωση μιας όχι μόνο πολιτικής αλλά ψυχικής κατάρρευσης.
Το σώμα των καθημερινών ανθρώπων, ως πεδίο βολής μας Ιστορίας που τους σημάδεψε για πάντα. Αλλά ταυτόχρονα ως μία προσωπική εξέγερση για την κατάκτηση μιας προσωπικής ελευθερίας. Από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια έως τη δεκαετία του 1990, ανατέμνεται το σώμα της ελληνικής κοινωνίας, οι πληγές του, οι ανεπάρκειες, τα ονειρικά πετάγματα, η ανάγκη του Προσώπου, μέσα από τη συλλογική μνήμη και δίνη, να πρωταγωνιστήσει αυτό , μέσα από τη μοναδικότητά του στην Ιστορία, να κάνει την προσωπική του υπέρβαση, να γίνει πρωταγωνιστής σ’ ένα απρόσμενο γεγονός που θα δημιουργήσει το ίδιο, ακόμα και εάν αυτό τον αναμετρά με το θάνατο.
Το αφιέρωμα συμπληρωνόταν από μία διαδραστική έκθεση στο χώρο του Φεστιβάλ, σ’ ένα από τα πάλαι ποτέ βιομηχανικά κτήρια του Τσαούσογλου, στην Πειραιώς 260.
Τα δωμάτια που ακολουθούσαν σαν μικρός λαβύρινθος το ένα το άλλο, σε οδηγούσαν μέσα από τα προσωπικά της αντικείμενα, τις μακέτες των έργων της, τα παλιά προγράμματα, τις αφίσες και τις φωτογραφίες από παλιές παραστάσεις, αλλά και οι μαγνητοφωνημένες παραστάσεις, στο δρόμο που είχε διανύσει η ίδια η συγγραφέας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και τον ιστορικό δρόμο της χώρας από το 1960 έως τις μέρες μας. Ενας δρόμος όχι μόνο ιστορικής αλλά και προσωπικής αυτογνωσίας.
Αν ήταν να μιλήσουμε για τα βιογραφικά στοιχεία αυτής της μοναδικής γυναίκας, που κλεισμένη πίσω από τα μαύρα της γυαλιά, τις τραβηγμένες κουρτίνες της ζωής της που αγαπούσε το ημίφως, σάμπως η αγορά να την αποσπούσε από την βαθειά ενατένιση και εξ αυτού κατανόηση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων και της ιστορίας, αυτή λοιπόν η γυναίκα, έβλεπε εναργέστερα το κάθε τι που συνέβαινε στην πόλη και τους ανθρώπους της, παρατηρούσε τις αδιόρατες αλλαγές στις συμπεριφορές των νέων, των ανθρώπων, των γενεών που εναλλάσσονταν, του χρόνου που περνούσε , τις σκιές των πτωμάτων του παρελθόντος που θάφτηκαν βιαστικά, έμειναν άκλαυτα στην ουσία, γι αυτό συμμετέχουν αθόρυβα σ’ ένα πένθος ατέλειωτο, επειδή δε βιώθηκε στον καιρό του.
Στα 40 χρόνια της πορείας της στο θέατρο, η Λούλα Αναγνωστάκη, έγραψε μόνο 12 έργα. Κάθε ένα από αυτά σα να σηματοδοτούσε μία ιδιαίτερη ιστορική φάση. Ένα σύμπαν που τυλίγεται σε μια απειλητική σιωπή. Έναν ήχο που δεν ακούγεται αλλά σκοτώνει. Όμως τελικά τα πρόσωπά τους βρίσκουν ή επινοούν μια δική τους κάθαρση, σε έναν χώρο πέρα από την απελπισία.
Πραγματεύτηκε με μοναδικό τρόπο τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας, όπως το συλλογικό τραύμα του εμφυλίου, την μοναξιά, την ενοχή, την ήττα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας και μετά την μεταπολίτευση, πραγματεύεται τον εγκλωβισμό των ανθρώπων και των κοινωνιών στα σύγχρονα αδιέξοδα. Πάντα όμως με φόντο τη δική μας , ελληνική ιστορία. Η οπτική της είναι η θέαση ενός αριστερού διανοούμενου που έχει βιώσει και προσωπικά την ιστορία από την αντίσταση μέχρι την ήττα και την ενσωμάτωση.
Αυτό όμως που συμπληρώνει τη μοναδικότητα της γραφής της είναι η μουσικότητα που ενυπάρχει στα έργα της. Μια ποίηση που δομικά της στοιχεία ανήκουν στον καθημερινό λόγο και την κουβέντα των απλών ανθρώπων και που ξαφνικά απογειώνεται.
Η Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη αυτή θα λέγαμε πως την ακολουθεί σε πολλά της έργα, χωρίς να την κατονομάζει. Αδερφή του μεγάλου μας ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη και σύζυγος του ψυχίατρου – συγγραφέα- μεταφραστή Γιώργου Χειμωνά, έζησε από κοντά και από «τα μέσα» όλη τη μεταπολεμική ιστορία του τόπου μας. Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την τριλογία της Πόλης («Η διανυκτέρευση», «Η πόλη», «Η παρέλαση») που παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν. Η συνεργασία της με τον μεγάλο θεατράνθρωπο υπήρξε καθοριστική για τη γραφή της, εφόσον γράφει κατ ευθείαν για τη σκηνή, μια χροιά τσεχωφική συναλλάσσεται με το θέατρο του παραλόγου της εποχής, αλλά για την Αναγνωστάκη μοιάζει η έννοια «του παραλόγου» να οδηγεί πέρα από αυτό που μπορεί να εκφέρει «ο λόγος» κι όχι η απομάκρυνση από την πραγματικότητα και την ιστορία.
Το Φεβρουάριο του 1967 το Εθνικό Θέατρο ανεβάζει το τρίπρακτο έργο της «Η συναναστροφή» σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά.. Ακολούθησαν «Αντόνιο ή το μήνυμα» (1972), «Η νίκη» (1978), «Η κασέτα» (1982), «Ο ήχος του όπλου» (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο «Διαμάντια και Μπλουζ» σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε το «Ταξίδι μακριά» από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο «Ο ουρανός κατακόκκινος» από τον Βίκτωρα Αρδίττη και το 2003 το έργο «Σ’ εσάς που με ακούτε» από τη Νέα Σκηνή, σε Σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν επίσης παρουσιαστεί από πολλούς αθηναϊκούς και περιφερειακούς θιάσους καθώς και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ), αποδεικνύοντας το αδιάσειστο γεγονός πως όσο πιο ιθαγενές είναι ένα καλλιτεχνικό έργο, τόσο πιο παγκόσμιο γίνεται.
Και μια προσωπική μαρτυρία.
Τη γνώρισα το 1998 σε μια βραδιά –αφιέρωμα που είχε διοργανώσει η Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση. Προσήλθε σεμνή, σεβόμενη την πρόσκληση του Κώστα Καζάκου, κομψή και αέρινη, με κατακόκκινο κραγιόν που έλαμπε πάνω στη λευκή της επιδερμίδα και τα κατάμαυρα ρούχα της.
Συνοδευόταν από την μεγάλη μας ηθοποιό Βέρα Ζαβιτσάνου.
Όταν αυτή φόρεσε τα γυαλάκια της, κάθισε απλά κρατώντας το κείμενό της και την ακούσαμε να μας λέει, διαβάζοντας σε ένα είδος θεατρικού αναλόγιου, «Ιδού εγώ η Σοφία Αποστόλου, καθηγήτρια Γαλλικών….», ένιωσα πραγματικά μια ανατριχίλα…Ηταν για πρώτη φορά που δημόσια ακουγόταν το τελευταίο της τότε έργο «Ο ουρανός Κατακόκκινος».
Ένα έργο για την ηθική και πολιτική μας κατάρρευση στο φόντο της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού… Και πάλι μας είχε ξαφνιάσει. Και πάλι βρισκόταν μπροστά από μας τους υπόλοιπους και μας προειδοποιούσε για τα επερχόμενα. Ανεβάζοντας στο βάθρο της ηρωίδας, τη Σοφία Αποστόλου να λέει στον νεκρό άντρα της, τον κομμουνιστή « Αυτός είναι ο δικός μου Οκτώβρης, αυτό είναι το δικό μου 1917, αυτή είναι η δική μου Επανάσταση, ακούς Χρηστάκη, εγώ δεν πάω με το μέσο όρο…», εξυψώνοντας η ίδια τον εαυτόν της, επειδή έκανε μια πράξη έξω από την κοινωνική σύμβαση, μετακόμισε στον Κορυδαλλό, σ’ ένα δώμα, απέναντι από τις φυλακές Κορυδαλλού για να βρίσκεται κοντά στο φυλακισμένο της γιό και να βλέπει την κατακόκκινη δύση του ήλιου από την ταράτσα του κτιρίου, μας είχε ήδη υποδείξει το δρόμο της προσωπικής ευθύνης…
Πολλές φορές είδα το έργο αυτό στη σκηνή από άξιους καλλιτέχνες. Όμως αυτή η απλή παρουσίαση υπήρξε μοναδική, όπως και η μαγνητοφωνημένη φωνή της ίδιας της συγγραφέως να αναγιγνώσκει το έργο της που διατίθεται μαζί με το κατατοπιστικό έντυπο. Ισως μόνο η τελευταία ερμηνεία του ίδιου ρόλου από την εμβληματική Ρούλα Πατεράκη στο πλαίσιο του αφιερώματος στο Φεστιβάλ Αθηνών που προαναφέραμε, να στέκεται ισάξια εκείνης της πρώτης συγκίνησης. Η Πατεράκη έδωσε έναν επικό τόνο, μια απελπισμένη αποφασιστικότητα στην ηρωίδα, σε αντίθεση με την τρεμάμενη φωνή της Βερας Ζαβιτσάνου που έφερνε έναν αέρα καταποντισμένης ενζενί. Μπορεί να ήταν και το αγαπημένο της τραγούδι, «Το τραίνο φεύγει στις οχτώ, ταξίδι για την Κατερίνη» που μας στοίχειωσε εκείνη τη βραδιά και που συνόδευε όλα τα αποσπάσματα από τα έργα της που ερμήνευσαν οι άξιοι καλλιτέχνες. Τραγούδι που μετά και το φευγιό του Μάνου Ελευθερίου, πήρε σχεδόν μια άλλη μεταφυσική διάσταση σα να προοικονομούσε το μέλλον.
Όμως η Λούλα Αναγνωστάκη δεν έριξε τους τίτλους τέλους με αυτό το έργο.
Το 2003 στο «Εσείς που με ακούτε», μια νέα κοπέλα, η Σοφία, θα παίξει σε ένα έργο που θα ανέβει εν όψει των κινητοποιήσεων κατά της παγκοσμιοποίησης στο Βερολίνο, από τον νεαρό Ελληνα Αγη. Ο ρόλος της;
Λέει η Σοφία στον Αγη: Και μένα τώρα ξαφνικά μου ήρθε και λέω αύριο να ξεκινήσω έτσι: «Είμαι νεκρή. Με δολοφόνησαν μια νύχτα και έπειτα μ έριξαν στο ποτάμι»…Εμένα όμως μ’ αρέσουν τα ποτάμια. Μου αρέσει να βλέπω τα νερά τους…»
Πώς τη λένε…Ας πούμε Τρούντελ…Το πιο κοινό γερμανικό όνομα.
Ποιος όμως αμφιβάλει πως μιλούσε για την Ρόζα Λούξεμπουργκ; Την κόκκινη Ρόζα;
«Δωμάτια μνήμης. Περιπλάνηση στον κόσμο της Λούλας Αναγνωστάκη
Μια «θεατρική πόλη» με δώδεκα ξεχωριστά δωμάτια, όσα και τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη: Η πόλη, Η διανυκτέρευση, Η παρέλαση, Η συναναστροφή, Αντόνιο ή Το μήνυμα, Η νίκη, Η κασέτα, Ο ήχος του όπλου, Διαμάντια και μπλουζ, Το ταξίδι μακριά, Ο ουρανός κατακόκκινος, Σ’ εσάς που με ακούτε.
Η κυριαρχία του κλειστού, ονειρικού χώρου –πολύ έντονη και στο θέατρο του Παραλόγου, με το οποίο η Αναγνωστάκη συνομιλεί στα πρώτα της, ιδίως, έργα– οδήγησε στη σύλληψη αυτής της σκηνογραφικής εγκατάστασης, που μας προσκαλεί να τη γνωρίσουμε εκ νέου, να σταθούμε, να ακούσουμε, να αφουγκραστούμε το έργο της.
Το «δωμάτιο» είναι ο ένας πόλος της εγκατάστασης –η περίκλειστη σκηνή όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Ο άλλος πόλος είναι η «μνήμη»– η σκηνή της φαντασίας, ο αγωγός μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, συλλογικού και ατομικού, που ενεργοποιείται από το ίχνος των εικόνων, των ήχων, των αντικειμένων, των ποιητικών τοπίων που κάθε δωμάτιο περιέχει
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2018.
«Κοιτάξτε!
Δεν είμαι σαν κι εσάς.
Εγώ είμαι η Σοφία Αποστόλου
Μια αστή που παντρεύτηκε κομμουνιστή.
Μια καθηγήτρια που την απέλυσαν γιατί έπινε στα μαθήματα.
Μια γυναίκα φυλακισμένου παιδιού που μετακόμισε στον Κορυδαλλό για να’ ναι δίπλα στο παιδί της.
Ακούς Χρηστάκη.
Αυτός είναι ο δικός μου Οκτώβρης
Αυτό είναι το δικό μου ’17…»
Απόσπασμα από το «Ουρανός κατακόκκινος» της Λ. Αναγνωστάκη
Στις 8 Οκτωβρίου 2017 πέθανε η μεγαλύτερη θεατρική συγγραφέας της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η Λούλα Αναγνωστάκη.
Το Φετινό Φεστιβάλ Αθηνών διοργάνωσε ένα αφιέρωμα στη μνήμη της που περιλάμβανε δύο παραστάσεις με αποσπάσματα από το σύνολο του έργου της, σκηνοθετημένα από την Ρούλα Πατεράκη. Σ αυτές τις παραστάσεις πήραν μέρος πλήθος νέων ηθοποιών αλλά και σκηνοθετών, ως φόρο τιμής στη γυναίκα που από τη δεκαετία του 1960 έως τις μέρες μας, μας δίδαξε έναν άλλο τρόπο να έρθουμε σε επαφή με την ιστορία του τόπου μας, τα τραύματα στις ψυχές των ανθρώπων που άφησε ένας αδυσώπητος Εμφύλιος Πόλεμος, την ήττα ως ανάγνωση μιας όχι μόνο πολιτικής αλλά ψυχικής κατάρρευσης.
Το σώμα των καθημερινών ανθρώπων, ως πεδίο βολής μας Ιστορίας που τους σημάδεψε για πάντα. Αλλά ταυτόχρονα ως μία προσωπική εξέγερση για την κατάκτηση μιας προσωπικής ελευθερίας. Από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια έως τη δεκαετία του 1990, ανατέμνεται το σώμα της ελληνικής κοινωνίας, οι πληγές του, οι ανεπάρκειες, τα ονειρικά πετάγματα, η ανάγκη του Προσώπου, μέσα από τη συλλογική μνήμη και δίνη, να πρωταγωνιστήσει αυτό , μέσα από τη μοναδικότητά του στην Ιστορία, να κάνει την προσωπική του υπέρβαση, να γίνει πρωταγωνιστής σ’ ένα απρόσμενο γεγονός που θα δημιουργήσει το ίδιο, ακόμα και εάν αυτό τον αναμετρά με το θάνατο.
Το αφιέρωμα συμπληρωνόταν από μία διαδραστική έκθεση στο χώρο του Φεστιβάλ, σ’ ένα από τα πάλαι ποτέ βιομηχανικά κτήρια του Τσαούσογλου, στην Πειραιώς 260.
Τα δωμάτια που ακολουθούσαν σαν μικρός λαβύρινθος το ένα το άλλο, σε οδηγούσαν μέσα από τα προσωπικά της αντικείμενα, τις μακέτες των έργων της, τα παλιά προγράμματα, τις αφίσες και τις φωτογραφίες από παλιές παραστάσεις, αλλά και οι μαγνητοφωνημένες παραστάσεις, στο δρόμο που είχε διανύσει η ίδια η συγγραφέας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και τον ιστορικό δρόμο της χώρας από το 1960 έως τις μέρες μας. Ενας δρόμος όχι μόνο ιστορικής αλλά και προσωπικής αυτογνωσίας.
Αν ήταν να μιλήσουμε για τα βιογραφικά στοιχεία αυτής της μοναδικής γυναίκας, που κλεισμένη πίσω από τα μαύρα της γυαλιά, τις τραβηγμένες κουρτίνες της ζωής της που αγαπούσε το ημίφως, σάμπως η αγορά να την αποσπούσε από την βαθειά ενατένιση και εξ αυτού κατανόηση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων και της ιστορίας, αυτή λοιπόν η γυναίκα, έβλεπε εναργέστερα το κάθε τι που συνέβαινε στην πόλη και τους ανθρώπους της, παρατηρούσε τις αδιόρατες αλλαγές στις συμπεριφορές των νέων, των ανθρώπων, των γενεών που εναλλάσσονταν, του χρόνου που περνούσε , τις σκιές των πτωμάτων του παρελθόντος που θάφτηκαν βιαστικά, έμειναν άκλαυτα στην ουσία, γι αυτό συμμετέχουν αθόρυβα σ’ ένα πένθος ατέλειωτο, επειδή δε βιώθηκε στον καιρό του.
Στα 40 χρόνια της πορείας της στο θέατρο, η Λούλα Αναγνωστάκη, έγραψε μόνο 12 έργα. Κάθε ένα από αυτά σα να σηματοδοτούσε μία ιδιαίτερη ιστορική φάση. Ένα σύμπαν που τυλίγεται σε μια απειλητική σιωπή. Έναν ήχο που δεν ακούγεται αλλά σκοτώνει. Όμως τελικά τα πρόσωπά τους βρίσκουν ή επινοούν μια δική τους κάθαρση, σε έναν χώρο πέρα από την απελπισία.
Πραγματεύτηκε με μοναδικό τρόπο τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας, όπως το συλλογικό τραύμα του εμφυλίου, την μοναξιά, την ενοχή, την ήττα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας και μετά την μεταπολίτευση, πραγματεύεται τον εγκλωβισμό των ανθρώπων και των κοινωνιών στα σύγχρονα αδιέξοδα. Πάντα όμως με φόντο τη δική μας , ελληνική ιστορία. Η οπτική της είναι η θέαση ενός αριστερού διανοούμενου που έχει βιώσει και προσωπικά την ιστορία από την αντίσταση μέχρι την ήττα και την ενσωμάτωση.
Αυτό όμως που συμπληρώνει τη μοναδικότητα της γραφής της είναι η μουσικότητα που ενυπάρχει στα έργα της. Μια ποίηση που δομικά της στοιχεία ανήκουν στον καθημερινό λόγο και την κουβέντα των απλών ανθρώπων και που ξαφνικά απογειώνεται.
Η Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη αυτή θα λέγαμε πως την ακολουθεί σε πολλά της έργα, χωρίς να την κατονομάζει. Αδερφή του μεγάλου μας ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη και σύζυγος του ψυχίατρου – συγγραφέα- μεταφραστή Γιώργου Χειμωνά, έζησε από κοντά και από «τα μέσα» όλη τη μεταπολεμική ιστορία του τόπου μας. Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την τριλογία της Πόλης («Η διανυκτέρευση», «Η πόλη», «Η παρέλαση») που παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν. Η συνεργασία της με τον μεγάλο θεατράνθρωπο υπήρξε καθοριστική για τη γραφή της, εφόσον γράφει κατ ευθείαν για τη σκηνή, μια χροιά τσεχωφική συναλλάσσεται με το θέατρο του παραλόγου της εποχής, αλλά για την Αναγνωστάκη μοιάζει η έννοια «του παραλόγου» να οδηγεί πέρα από αυτό που μπορεί να εκφέρει «ο λόγος» κι όχι η απομάκρυνση από την πραγματικότητα και την ιστορία.
Το Φεβρουάριο του 1967 το Εθνικό Θέατρο ανεβάζει το τρίπρακτο έργο της «Η συναναστροφή» σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά.. Ακολούθησαν «Αντόνιο ή το μήνυμα» (1972), «Η νίκη» (1978), «Η κασέτα» (1982), «Ο ήχος του όπλου» (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο «Διαμάντια και Μπλουζ» σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε το «Ταξίδι μακριά» από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο «Ο ουρανός κατακόκκινος» από τον Βίκτωρα Αρδίττη και το 2003 το έργο «Σ’ εσάς που με ακούτε» από τη Νέα Σκηνή, σε Σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν επίσης παρουσιαστεί από πολλούς αθηναϊκούς και περιφερειακούς θιάσους καθώς και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ), αποδεικνύοντας το αδιάσειστο γεγονός πως όσο πιο ιθαγενές είναι ένα καλλιτεχνικό έργο, τόσο πιο παγκόσμιο γίνεται.
Και μια προσωπική μαρτυρία.
Τη γνώρισα το 1998 σε μια βραδιά –αφιέρωμα που είχε διοργανώσει η Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση. Προσήλθε σεμνή, σεβόμενη την πρόσκληση του Κώστα Καζάκου, κομψή και αέρινη, με κατακόκκινο κραγιόν που έλαμπε πάνω στη λευκή της επιδερμίδα και τα κατάμαυρα ρούχα της.
Συνοδευόταν από την μεγάλη μας ηθοποιό Βέρα Ζαβιτσάνου.
Όταν αυτή φόρεσε τα γυαλάκια της, κάθισε απλά κρατώντας το κείμενό της και την ακούσαμε να μας λέει, διαβάζοντας σε ένα είδος θεατρικού αναλόγιου, «Ιδού εγώ η Σοφία Αποστόλου, καθηγήτρια Γαλλικών….», ένιωσα πραγματικά μια ανατριχίλα…Ηταν για πρώτη φορά που δημόσια ακουγόταν το τελευταίο της τότε έργο «Ο ουρανός Κατακόκκινος».
Ένα έργο για την ηθική και πολιτική μας κατάρρευση στο φόντο της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού… Και πάλι μας είχε ξαφνιάσει. Και πάλι βρισκόταν μπροστά από μας τους υπόλοιπους και μας προειδοποιούσε για τα επερχόμενα. Ανεβάζοντας στο βάθρο της ηρωίδας, τη Σοφία Αποστόλου να λέει στον νεκρό άντρα της, τον κομμουνιστή « Αυτός είναι ο δικός μου Οκτώβρης, αυτό είναι το δικό μου 1917, αυτή είναι η δική μου Επανάσταση, ακούς Χρηστάκη, εγώ δεν πάω με το μέσο όρο…», εξυψώνοντας η ίδια τον εαυτόν της, επειδή έκανε μια πράξη έξω από την κοινωνική σύμβαση, μετακόμισε στον Κορυδαλλό, σ’ ένα δώμα, απέναντι από τις φυλακές Κορυδαλλού για να βρίσκεται κοντά στο φυλακισμένο της γιό και να βλέπει την κατακόκκινη δύση του ήλιου από την ταράτσα του κτιρίου, μας είχε ήδη υποδείξει το δρόμο της προσωπικής ευθύνης…
Πολλές φορές είδα το έργο αυτό στη σκηνή από άξιους καλλιτέχνες. Όμως αυτή η απλή παρουσίαση υπήρξε μοναδική, όπως και η μαγνητοφωνημένη φωνή της ίδιας της συγγραφέως να αναγιγνώσκει το έργο της που διατίθεται μαζί με το κατατοπιστικό έντυπο. Ισως μόνο η τελευταία ερμηνεία του ίδιου ρόλου από την εμβληματική Ρούλα Πατεράκη στο πλαίσιο του αφιερώματος στο Φεστιβάλ Αθηνών που προαναφέραμε, να στέκεται ισάξια εκείνης της πρώτης συγκίνησης. Η Πατεράκη έδωσε έναν επικό τόνο, μια απελπισμένη αποφασιστικότητα στην ηρωίδα, σε αντίθεση με την τρεμάμενη φωνή της Βερας Ζαβιτσάνου που έφερνε έναν αέρα καταποντισμένης ενζενί. Μπορεί να ήταν και το αγαπημένο της τραγούδι, «Το τραίνο φεύγει στις οχτώ, ταξίδι για την Κατερίνη» που μας στοίχειωσε εκείνη τη βραδιά και που συνόδευε όλα τα αποσπάσματα από τα έργα της που ερμήνευσαν οι άξιοι καλλιτέχνες. Τραγούδι που μετά και το φευγιό του Μάνου Ελευθερίου, πήρε σχεδόν μια άλλη μεταφυσική διάσταση σα να προοικονομούσε το μέλλον.
Όμως η Λούλα Αναγνωστάκη δεν έριξε τους τίτλους τέλους με αυτό το έργο.
Το 2003 στο «Εσείς που με ακούτε», μια νέα κοπέλα, η Σοφία, θα παίξει σε ένα έργο που θα ανέβει εν όψει των κινητοποιήσεων κατά της παγκοσμιοποίησης στο Βερολίνο, από τον νεαρό Ελληνα Αγη. Ο ρόλος της;
Λέει η Σοφία στον Αγη: Και μένα τώρα ξαφνικά μου ήρθε και λέω αύριο να ξεκινήσω έτσι: «Είμαι νεκρή. Με δολοφόνησαν μια νύχτα και έπειτα μ έριξαν στο ποτάμι»…Εμένα όμως μ’ αρέσουν τα ποτάμια. Μου αρέσει να βλέπω τα νερά τους…»
Πώς τη λένε…Ας πούμε Τρούντελ…Το πιο κοινό γερμανικό όνομα.
Ποιος όμως αμφιβάλει πως μιλούσε για την Ρόζα Λούξεμπουργκ; Την κόκκινη Ρόζα;
«Δωμάτια μνήμης. Περιπλάνηση στον κόσμο της Λούλας Αναγνωστάκη
Επιμέλεια έκθεσης: Δήμητρα Κονδυλάκη
Μια «θεατρική πόλη» με δώδεκα ξεχωριστά δωμάτια, όσα και τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη: Η πόλη, Η διανυκτέρευση, Η παρέλαση, Η συναναστροφή, Αντόνιο ή Το μήνυμα, Η νίκη, Η κασέτα, Ο ήχος του όπλου, Διαμάντια και μπλουζ, Το ταξίδι μακριά, Ο ουρανός κατακόκκινος, Σ’ εσάς που με ακούτε.Η κυριαρχία του κλειστού, ονειρικού χώρου –πολύ έντονη και στο θέατρο του Παραλόγου, με το οποίο η Αναγνωστάκη συνομιλεί στα πρώτα της, ιδίως, έργα– οδήγησε στη σύλληψη αυτής της σκηνογραφικής εγκατάστασης, που μας προσκαλεί να τη γνωρίσουμε εκ νέου, να σταθούμε, να ακούσουμε, να αφουγκραστούμε το έργο της.
Το «δωμάτιο» είναι ο ένας πόλος της εγκατάστασης –η περίκλειστη σκηνή όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Ο άλλος πόλος είναι η «μνήμη»– η σκηνή της φαντασίας, ο αγωγός μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, συλλογικού και ατομικού, που ενεργοποιείται από το ίχνος των εικόνων, των ήχων, των αντικειμένων, των ποιητικών τοπίων που κάθε δωμάτιο περιέχει
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου