ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ τῆς μάνας μου ὑπάρχει ἕνα δωμάτιο
μὲ σταματημένα ρολόγια. Πάνω ἀπὸ τὸ τηλέφωνο εἶναι καρφωμένος ἕνας
κοῦκος ποὺ εἶχαν φέρει οἱ γονεῖς μου ἀπ’ τὸ ἐξωτερικό. Μοιάζει μὲ σπίτι
κι ἔχει ξύλινη στέγη καὶ δυὸ ἔλατα στὶς ἄκρες. Οἱ δεῖκτες του εἶναι
σκαλιστοὶ καὶ ἄσπροι, κι οἱ ἀριθμοί του γραμμένοι στὰ λατινικά. Στὴν
αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ ὑπάρχει μιὰ σκούπα, ἕνα δρεπάνι κι ἕνας σωρὸς ἀπὸ
ξερὰ φύλλα. Ὅταν ἤμουν μικρὴ ἀνέβαινα στὴν καρέκλα καὶ τὰ ξεκολλοῦσα
ἕνα-ἕνα μὲ τὰ νύχια μου. Παλιὰ ὅταν ὁ κοῦκος δούλευε, ἄνοιγε κάθε μισὴ
ὥρα ἕνα πορτάκι, ἔβγαινε ἕνα πολύχρωμο πουλί, ἔκρωζε κι ὕστερα ἔμπαινε
πάλι μέσα. Ὁ ἦχος του ἔκανε πάντα το σαγόνι μου νὰ σφίγγεται. Ὁ πατέρας
μου ἔλεγε νὰ πετάξουμε τὸ ρολόι γιατὶ τρομάζει τὸ παιδί, ὅμως ἡ μάνα
μου δὲν ἤθελε. Οἱ δεῖκτες του σταμάτησαν στὶς τρεῖς καὶ ἕντεκα. Μέρα ἢ
νύχτα, δὲν ξέρω.
Μέσα στὴ βιβλιοθήκη, πάνω ἀπὸ κάτι κιτρινισμένες ἀποδείξεις, δίπλα
σὲ ἕναν χάρακα κι ἕνα παλιὸ περιοδικό, βρίσκεται ἕνα μπλὲ ρολόι ἀπὸ
πορσελάνη. Ἔχει κουρδιστὸ μηχανισμὸ κι ἕνα ζευγάρι κολλημένο στὴν
κορυφή. Ἡ κοπέλα φοράει φουστάνι καὶ μποτίνια, ἐνῶ ὁ ἄντρας ἔχει
ξεκούμπωτο πουκάμισο καὶ κρατάει στὸ χέρι του ἕνα δρεπάνι. Μοιάζουν
σὰν νὰ μιλᾶνε ἢ σὰν νά ‘ναι ἕτοιμοι νὰ φιληθοῦν. Στὴ βάση τοῦ ρολογιοῦ,
ποὺ ἀνοίγει μὲ κλειδί, ἡ μάνα μου ἔκρυβε τὰ κοσμήματά της. Δαχτυλίδια,
βραχιόλια, σκουλαρίκια, κολιέ, καδένες. Ὕστερα ἔπαιρνε τὸ κλειδὶ
καὶ κάπου τό ‘κρύβε. Ὁ ἦχος του μοῦ θύμιζε νερὰ ποὺ τρέχουν. Λίγο πρὶν
τὸ ἀκριβῶς τῆς ὥρας, ἔτρεχα μπροστὰ στὴ βιβλιοθήκη καὶ τὸ περίμενα
νὰ χτυπήσει. Ἕνα καλοκαίρι, ἡ μάνα μου τὸ γύρισε ἀνάποδα, τράβηξε
ἔξω ἕναν μοχλὸ καὶ τὸ ρολόι βουβάθηκε. Ὕστερα ἔπαψε νὰ δουλεύει.
Οἱ δεῖκτες του σταμάτησαν στὶς δύο καὶ δεκατρία. Μέρα ἢ νύχτα, δὲν ξέρω.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Βάσω Χόντου (Μεσολόγγι). Σπούδασε Χημικὸς Μηχανικός. Κείμενά
της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά περιοδικά.
Δίπλα ἀπ’ τὴν πόρτα τοῦ δωματίου βρίσκεται ἕνα ψηλὸ ἐκκρεμές, δῶρο
τοῦ παππού μου στοὺς γονεῖς γιὰ τὴν πρώτη τους ἐπέτειο. Τὸ ἀγόρασε ἀπὸ
ἕνα ἑβραϊκὸ παλαιοπωλεῖο ποὺ τώρα ἔχει κλείσει. Εἶναι φτιαγμένο
ἀπὸ ξύλο πεύκου καὶ καμιὰ φορὰ τὶς μέρες ποὺ βρέχει, τὸ δωμάτιο μυρίζει
σὰν δάσος. Καμιὰ φορὰ τὸ κοιτάω καὶ μοῦ θυμίζει φέρετρο. Παλιὰ χτυποῦσε
κάθε τέταρτο κι ὁ ἦχος του ἔμοιαζε μ’ ἐκεῖνον τῆς καμπάνας. Πλησιάζω
στὴ δεξιὰ πλευρὰ καὶ βλέπω τὶς χαρακιὲς ποὺ ἔφτιαχνε ὁ πατέρας μου μὲ
τὸ κλειδί, ὅταν μέτραγε πόσο ψήλωσα. Ὑπάρχουν πέντε σημάδια. Τὰ ὑπόλοιπα
δὲν φαίνονται. Τὰ ἔσβηνε ἡ μάνα μου μὲ μελισσοκέρι. Μοῦ ‘δινε πρῶτα ἕνα
χαστούκι γιὰ τὴ ζημιά, ὕστερα ἔλιωνε τὸ κερί, τὸ ἅπλωνε καὶ γέμιζε
τὰ βαθουλώματα τοῦ ρολογιοῦ. Οἱ δεῖκτες του σταμάτησαν στὶς δέκα καὶ
ἑπτά. Μέρα ἢ νύχτα, δὲν ξέρω.
Πάνω στὴ ροτόντα ὑπάρχει ἕνα ρολόι πού ‘χε ἀγοράσει ἡ μάνα μου ἀπ’
τοὺς Κινέζους μαζὶ μὲ ἕναν φακὸ λέιζερ, ἕνα ἀλέκιαστο τραπεζομάντηλο
καὶ μιὰ ψάθα θαλάσσης. Εἶναι ἄσπρο μὲ φωσφοριζὲ ἀριθμοὺς κι ἀπ’ τὸ
ξυπνητήρι του, ὅσον καιρὸ δούλεψε, ἀκουγόταν ἡ Μακαρένα. Τὸν πρῶτο
μήνα πήγαινε δέκα λεπτὰ μπροστά, τὸν δεύτερο ἑπτὰ λεπτὰ πίσω, τὸν
τρίτο μήνα χάλασε. Τὴ νύχτα ποὺ πέθανε ὁ πατέρας μου κι εἶπα στὴ μάνα
μου πὼς θὰ φύγω ἀπ’ τὸ σπίτι, τὸ ἅρπαξε καὶ μοῦ τὸ πέταξε στὸ κεφάλι. Ἔκανα
στὴν ἄκρη καὶ τὸ ρολόι ἔσκασε μὲ θόρυβο στὸ πάτωμα. Δὲν ἔπαθε τίποτα.
Μόνο τὸ τζάμι του μετακινήθηκε λίγο καὶ ράγισε. Ἂν κοιτάξεις καλά,
θὰ δεῖς μιὰ χαρακιὰ ποὺ ξεκινάει ἀπ’ τὴ μιὰ ἄκρη καὶ καταλήγει στὴν ἄλλη,
κι ἔχει ἐπάνω της πολλὲς μικρὲς γραμμὲς ποὺ μοιάζουν μὲ ρίζες. Οἱ δεῖκτες
του σταμάτησαν στὶς δώδεκα. Μέρα ἢ νύχτα, δὲν ξέρω.
Ὅταν ἔρχομαι στὸ σπίτι τῆς μάνας μου, ἐκείνη κάθεται σὲ ἕνα σκαμπὸ
μπροστὰ στὸ παράθυρο καὶ πλέκει τὰ χέρια. Ἑνώνει τὶς παλάμες, κι ἔπειτα
ἀφήνει τὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ νὰ κυλήσουν στὶς καμάρες τοῦ ἄλλου.
Τῆς λύνω τὰ μαλλιά, τὰ χτενίζω προσεκτικὰ καὶ τὰ πιάνω μὲ ἕνα κοκάλινο
κλάμερ. Κάθε δεύτερη μέρα φέρνω φαγητό, κόβω τὰ νύχια της καὶ βάζω
στὶς φτέρνες της μιὰ κρέμα ἀπὸ ἀμυγδαλέλαιο καὶ κίτρινη παπάγια. Ἡ
μάνα μου δὲν μιλάει. Μόνο μὲ κοιτάει καὶ πλέκει τὰ χέρια. Καμιὰ φορὰ
μὲ ρωτάει ποιά εἶμαι καὶ τί γυρεύω στὸ σπίτι της. Σήμερα τῆς ἔφερα ἕνα
κουτὶ μὲ τρίγωνα πανοράματος. Πῆρε ἕνα, ἔκανε μὲ τὰ δόντια μιὰ μεγάλη
τρύπα στὴν ἄκρη καὶ ρούφηξε τὴν κρέμα. Τὴ σκούπισα μὲ μιὰ λουλουδάτη
χαρτοπετσέτα καὶ τότε σηκώθηκε ἀπ’ τὸ σκαμπό, ἔριξε μιὰ ματιὰ ἀπ’
τὸ παράθυρο καὶ ἄρχισε νὰ κοιτάει τὰ ρολόγια. Πρῶτα τὸν κοῦκο, ὕστερά
τὸ μπλὲ ἀπὸ πορσελάνη, ἔπειτα τὸ ψηλὸ ἐκκρεμὲς καὶ στὸ τέλος τὸ κινέζικο
μὲ τὴ χαρακιά. «Κυρία, εἶναι μέρα ἢ νύχτα;», μὲ ρώτησε. «Δὲν ξέρω», ἤθελα
νὰ τῆς πῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου