Ἡ
Ἀϊσσά, Amica mia
ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΕΥΘΥΝΕΣ. Δὲν ἄντεχα τὸν καιρὸ
ἐκεῖνο συναισθηματικὲς ἐντάσεις. Ἡ φίλη μου ἡ Ρουμάνα μὲ τὴν
μικρή της γάτα ἀπὸ τὸ Σιάμ, παντρευόταν καὶ θὰ ἔφευγε γιὰ τὴν Ἀμερική.
Ὁ καλός της, εἶχε ἕνα σκύλο καὶ καμία συζήτηση στὴν πιθανότητα
γιὰ ὑποχώρηση τῆς ἀπόφασης, σχετικὰ μὲ τὴν μικρὴ γατούλα. «Μιὰ
χαψιὰ θὰ τὴν κάνει ὁ σκύλος τοῦ ἀγαπημένου μου» ἦταν ἡ ἀπάντηση
στὰ λόγια μου, ὅτι δηλαδὴ θὰ τὴν συνήθιζε ὁ σκύλος μὲ τὸν καιρὸ
καὶ ἐκείνη αὐτόν. Μὲ κλάματα ἀποχαιρέτισε τὴν Ἀϊσσὰ τριῶν μηνῶν
τότε, ἡ πρώτη της Μαμά, ἡ Ρουμάνα. Τὸ γατάκι, ἕνα ἄσπρο μπὲζ
πραγματάκι, μὲ καφὲ ἤδη αὐτάκια, μὲ γαλάζια μάτια μὲ μιὰ σαγηνευτικὴ
εὐθύτητα, ἦταν πολὺ ἀδύνατο καὶ πλήρως αἰσθανόμενο τὴν μοίρα
του.
Ἕνα μεσημέρι, χωρὶς κὰν νὰ τὸ ἔχω προσχεδιάσει
καὶ χωρὶς προετοιμασία, ξέροντας ὅτι ἡ Ρουμάνα ἔψαχνε γιὰ νέα
μαμὰ γιὰ τὴν γάτα της, ἔφτασα στὴν πόρτα της καὶ χτύπησα τὸ κουδούνι.
Ἔφυγα ἀπὸ τὸ σπίτι της μὲ τὴν Ἀϊσσὰ γαντζωμένη στὴν μπλούζα μου
, στὸ στῆθος μου ἐπάνω, νὰ νοιώθω τὰ νυχάκια της, νὰ πληγώνουν τὸ
εὐαίσθητο δέρμα. Τὴν κρατοῦσα μὲ τὰ δύο μου χέρια καὶ τὴν πίεζα
στὴν καρδιά μου νὰ ἀκούει τοὺς χτύπους της, καὶ ἔτσι περπατήσαμε
μαζί, μέχρι τὴν οἰκία μου, ποὺ θὰ ἦταν καὶ οἰκία τῆς Ἀϊσσᾶς. Στὴν
διαδρομὴ γίναμε ἕνα. Μὲ κατάλαβε καὶ τὴν κατάλαβα.
Δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία εἶχα βάλει στὴν ζωή μου
ἕνα πλάσμα ποὺ θὰ ἔμεινε μαζί μου δεκαοχτὼ ὁλόκληρα χρόνια.
Τόσο ἔζησε ἡ Ἀϊσσά. Κάποτε χρειάστηκε νὰ φύγω γιὰ μιὰ μέρα, ἐνῶ
ἦταν ἄρρωστη καὶ ἡλικιωμένη πιὰ καὶ μὲ εἶχε πιὸ πολὺ ἀνάγκη ἀπὸ
ποτέ.
Τὴν κρατοῦσε στὴν ζωὴ ἡ ἀγάπη μας τὸν τελευταῖο
καιρό. Ὅμως ἔπρεπε νὰ φύγω. Καὶ ὅταν γύρισα ἡ Ἀϊσσὰ δὲν ζοῦσε
πιά.
Τὴν Ἀϊσσά δὲν τὴν ἔβαλα ποτὲ σὲ κλουβάκι στὰ λεωφορεῖα,
στὰ αὐτοκίνητα, στὰ ταξί, παντοῦ, ὅπου καὶ νὰ μετακινιόμουν ἡ
Ἀϊσσά, ἦταν μέσα στὴν φαρδιὰ ψάθινη τσάντα ποὺ πάντα μὲ συνόδευε.
Κάποτε σὲ μιὰ γιορτή, στὴν Πλατεία τῆς Ἰουλίδας
στὴν νῆσο Κέα, στὸ νησὶ ποὺ βρίσκω τὴν ἀπομόνωση, ἔχοντας τὴν Ἀϊσσὰ
στὴν ψάθινη τσάντα καὶ ἐκείνη μὲ τὸ κεφαλάκι ἔξω καὶ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη
στὶς μετακινήσεις μας, νὰ εὐφραίνεται, μὲ ὅσα ἔβλεπε, περπατούσαμε
λοιπὸν καμαρωτὲς καὶ οἱ δύο καὶ γεμάτες περιέργεια γιὰ ὅσα συναντούσαμε
γύρω μας. Μὲ πλησιάζει τότε ὁ κύριος Μοῦντος ἕνας πολὺ-πολὺ γέρος
φίλος ἀπὸ τὴν Κέα ποὺ εἶχα τὴν χαρὰ νὰ γνωρίσω, κοιτάζει τὴν γάτα
ποὺ ἤρεμη τὸν κοίταζε καὶ ἐκείνη καὶ λέει: «Αὐτὸ μόνο βασιλιάδες
μποροῦν νὰ τὸ κάνουν» καὶ ἔφυγε.
Ὁ κὺρ Δημήτρης μὲ τὸ παρατσούκλι Μοῦντος, δὲν ἔλεγε
πολλά. Δὲν χρειαζόταν. Εἶχε τὶς σταθερὲς ἀξίες ποὺ εἶχε μάθει ἀπὸ
τὰ χρόνια τα παλιὰ καὶ ἂς φαίνονταν λιγότερο δημοκρατικές, ἐκεῖνος
ἦταν ἕνας ἔντιμος, ἄνθρωπος.
Εἶχε δίκιο ὁ κὺρ Δημήτρης. «Μόνο ἐμεῖς μπορούσαμε
Ἀϊσσὰ νὰ ταξιδεύουμε ἐλεύθερα χωρὶς κὰν νὰ τολμοῦν νὰ ἀμφισβητοῦν
τὴν ἁρμονία καὶ τὴ ἀσφάλεια ποὺ ἔκρυβε ἡ ἀγάπη μας.» Ἡ Ἀϊσσὰ μὲ
συντρόφευε γιὰ μεγάλο διάστημα ὅταν μόνη στὶς θεατρικὲς δοκιμὲς
μιᾶς ὄχι καὶ τόσο εὐχάριστης μαρτυρίας, τότε ποὺ δὲν ἤθελα νὰ
εἶναι σ’ αὐτὲς τὶς δοκιμές, οὔτε ὁ βοηθὸς οὔτε κανεὶς συνεργάτης.
Ἔβαζα τὴν Ἀϊσσὰ σὲ ἕνα καρεκλάκι ἀπέναντί μου καὶ ξεκινοῦσα.
Ἐκείνη μὲ προσοχὴ καὶ χωρὶς νὰ σαλεύει γιὰ τρεῖς μὲ τέσσερις ὧρες
μὲ κοιτοῦσε ἀδιάλειπτα καὶ ἡ προσοχή της μὲ κρατοῦσε σὲ μεγάλη
πειθαρχία καὶ ἔνταση.
Πάντα ἡ φωτογραφία σου δίπλα στὸ κρεβάτι μου
amica mia καὶ τὸ αἴσθημα τῆς ματαιότητας ποὺ περιορίστηκε κάπως
μὲ τὸν θάνατό σου. Εἶπα «ἀφοῦ ἔφυγε ἡ Ἀϊσσὰ μπορῶ νὰ φύγω καὶ ἐγώ».
Ἡ Ἀϊσσὰ εἶναι θαμμένη κάτω ἀπὸ μιὰ Χαρουπιὰ στὴν ἄκρη τοῦ κτήματος
στὴν Κέα.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Μαρία
Πανούτσου (Ἀθήνα) Σπούδασε μουσική,
χορό, θέατρο, ζωγραφικὴ καὶ φωτογραφία στὴν Ἑλλάδα, Ἀγγλία,
Πολωνία. Ασχολεῖται μὲ τὸ θέατρο καὶ τὴν ποίηση ἀπὸ τὸ 1979. Ἔζησε
στὴν παιδική της ἡλικία στὸ Ἰράκ, στὴν Κύπρο καὶ στὸν Λίβανο.
Ἔχει ἐκδώσει τρεὶς ποιητικὲς συλλογές, τελευταῖο της βιβλίο Περπατώντας στὸ δακτύλιο τοῦ
Κρόνου Ἢ Οἱ ἐξομολογήσεις ἑνὸς ἄνδρα ἀπὸ τὸ City.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου