ΒΑΡΙΑ ἡ ἀτμόσφαιρα. Τέρμα τ' ἀστεῖα,
τὰ πειράγματα, τὰ γέλια τους. Ἀπρόσμενη σοβαρότητα. Ξαφνικὴ
βουβαμάρα. Τὸ λεωφορεῖο διαβαίνει ἀγκομαχώντας μέσα ἀπὸ
διαφιλονικούμενους λαλέδες, μὲ τὶς καλὲς ὑπηρεσίες διπλωματικῆς
πιγκουίκουλας. Βλασταίνει, ἄκουσαν, αὐτὴ μόνο εἰς τὴν Κύπρον
καὶ τὴν νότιον Τουρκίαν, αὐτὴν ποὺ κάποτε τὴ λέγαν Κιλικίαν,
Λυκίαν καὶ Πισιδίαν, σήμερα ἀλλιώτικα. Ὄμορφη θωριά. Γιομάτη
ἀνθοβολιές. Μυρωμένα μαντάτα στὴν ὄσφρηση. Μαλάματα σκέτα
στὴν ἁφή. Ἀλλὰ δὲν τοὺς ξεγελάει. Μᾶλλον ξέρουν. Σίγουρα. Καὶ
μόνο τὴ μνήμη νὰ χαρακώσει μπορεῖ πιά. Μόνο τὶς συνειδήσεις
νὰ αὐλακώσει καὶ νὰ σκουπίσει τὶς χαμογελιὲς ἀπὸ τὰ πρόσωπα.
Κεντρίζει καὶ προκαλεῖ ἀνελέητα τὸ συναίσθημα εὐθύνης καὶ
τῶν δεκαεφτὰ χρόνων. Ἀγγίζει μὲ δέος τὴ νεανικὴ καρδιά, λαβώνει,
κτυπᾶ δυνατὰ καὶ συνθέμελα τὸν ἔκπληκτο, τὸν θορυβημένο
νεανικὸ νοῦ. Ἄλλο νὰ τ' ἀκοῦς. Ἐρωτηματικά, προβληματισμός,
ὀργή, ἀγανάκτηση. Σκιάζουν τὸ βλέμμα, συννεφιάζουν τὴν ὄψη.
Δικαιώματα. Καὶ μιὰ ματωμένη ἁφή, ψυχικὴ καὶ σωματική. Τὴν
ἀγγίζουν. Πιγκουίκουλα μουλωχτή.
Γερμένη ἐκεῖ, ἀνάμεσα
στὶς πλατυφυλλιὲς καὶ τὰ ἁγιοκλήματα. Στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ.
Θάνατος καὶ ζωή, λές, μαζί. Ἕτοιμη νὰ σὲ δαγκάσει. Καὶ νὰ σοῦ
κόψει κομμάτι. Ὅπως καὶ τότε. Σαράντα τρία χρόνια πρίν. Ποὺ μᾶς
ἔκοψε τὴ μισή. Καὶ μείναμε μονάχοι. Ἀποσβολωμένοι. Μὲ τὸ
βλέμμα καρφωμένο ἀπέναντι. Τέλος πάντως. Ψηλαφοῦν κι’ ἀγναντεύουν,
ὀνειροπόλα καὶ φανταστικά, αὐτὰ πού 'χαν καὶ δὲν ἔζησαν, αὐτὰ
ποὺ μὲ πάθος λάτρεψαν στὰ λόγια καὶ τὶς νοσταλγικὲς ἀφηγήσεις,
τὰ νανουρίσματα καί τα ξορκίσματα. Ἀπομυθοποιημένα καὶ
αὐτὰ ἀπὸ τὸν πόθο καὶ τὸ καρτέρι καὶ τὸ ἀγνάντεμα καὶ τὴ ματιὰ
ἐκείνη ποὺ δὲν ἔσβησε καὶ δὲν ξεφτίζει. Αὐτὰ ποὺ ἀπὸ λάθη,
μίση, πάθη, κι' ἐγωισμοὺς δὲν κρατήσαμε. Καὶ παραδώσαμε.
Γιατί; Δὲν ρώτησαν. Μπορεῖ καὶ νά 'ξεραν. Ἢ μᾶλλον ἤξεραν. Δὲν
μίλησαν. Τί νὰ ποῦν; Σώπασαν. Μιὰ βουβὴ σιωπὴ ποὺ μαρτυροῦσε
πολλά. Μία σφιγμένη γροθιά. Καὶ ἕνα κράτημα. Μὴν πέσεις τώρα.
Κράτα. Ἕνα χελιδόνι αὐθόρμητα, μέσα ἀπὸ τὰ σουφρωμένα
φρύδια, τὰ μουσκεμένα ματοτσίνορα, πέταξε μήνυμα μέσῳ τῆς
ἐκπροσώπου. Ἐμεῖς, βλασταρούδια ἀπέταγα ἀκόμα, σήμερα,
16 τοῦ Μάρτη τοῦ 2000, καὶ κάθε μέρα πρὶν καὶ περισσότερο μετά,
αὐτὴ ζητοῦμε. Στὸν ὕπνο καὶ τὸ ξύπνιο μας αὐτὴ ψάχουμε. Αὐτὴ
γυρεύουμε. Αὐτὴν καρτεροῦμε. Στημένοι στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ.
Κλείσαμε τὴ μικρὴ ζωὴ μας σ' ἕνα φάκελο, σ' ἕνα μήνυμα, σὲ
μία φωτογραφία. Πιγκουίκουλα. Ἅγιος Ἰλαρίωνας. Κύπρος.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἀνδρέας
Σεραφείμ. Ἔκανε Κλασικές Σπουδές
καὶ Φιλοσοφία στὸ Πανεπιστήμιο Κύπρου (2008), μεταπτυχιακὸ
στὸ University of Texas at Austin (ΜΑ 2010) καὶ διδακτορικὸ στὸ
University College London (PhD 2013). Ἔχει ἐκδώσει δύο ἐπιστημονικὰ
βιβλία σὲ διεθνεῖς ἐκδοτικοὺς οἴκους, Attic Oratory and Performance
(Routledge 2017) καὶ Τhe
Theatre of Justice (Brill 2017). Ἔχει, ἐπίσης, ἐκδώσει
ἀρκετὰ ἄρθρα σὲ διεθνῆ ἐπιστημονικὰ περιοδικά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου