του Φοίβου Γκικόπουλου *
Μια προφανής ερώτηση που τίθεται είναι αν έχει ακόμη θέση η ποίηση σ’ έναν κόσμο όπως ο δικός μας, απογυμνωμένος από τις μεγάλες ουτοπίες. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά καταφατική. Πόσο μάλλον που έχει νόημα να μιλήσουμε για την ποίηση και τον ρόλο των ποιητών σήμερα. Βέβαια, η ποίηση δεν είναι ξένη με τη γενική κρίση που υπάρχει σε όλες τις τέχνες, σε όλες τις επιστήμες και σε όλες τις γλώσσες.
Αν το τέλος των απόλυτων πεποιθήσεων αποδυνάμωσε την ποίηση από ανταγωνιστικές μυθολογίες, αντίθετα ή σύμφωνα με τις οποίες έδωσε στην ύπαρξή της έναν συγκεκριμένο κανόνα, είναι επίσης αληθές ότι ακριβώς η ποίηση, από την αρχή, είχε τη σταθερή ανάγκη να καθορίσει το κοινωνικό της περιεχόμενο και συνεπώς να ανανεώσει τη λειτουργία της, τους τρόπους της και τη γλώσσα της. Η Ιστορία βρίθει από καταστροφές που θα μπορούσαν να απαγορεύσουν την επιβίωση της ποίησης. Το αποδεικνύει η κατάληξη των αριστοκρατικών αξιών των ομηρικών ποιημάτων. Κι όμως, από τις στάχτες εκείνου του ποιητικού σύμπαντος γεννήθηκαν τα θεμέλια μιας καινούργιας ποίησης.
Η ίδια η έννοια της λυρικής ποίησης αγκάλιασε κατά τους αιώνες ακόμη και αντιφατικές ιδέες: ένας λυρικός ποιητής της Αναγέννησης που λέει «εγώ» δεν μιλά για τον εαυτό του, αλλά ενσαρκώνει ένα παγκόσμιο πρόσωπο με το οποίο υποτίθεται ότι ταυτίζονται οι αναγνώστες του (να γιατί δεν έχει σημασία αν η πετραρχική Λάουρα ήταν υπαρκτό πρόσωπο). Το «εγώ» δεν είναι ιστορικό, εμπειρικό, αλλά εικονικό.
Αντίθετα, ένας ρομαντικός ποιητής όταν λέει «εγώ» εννοεί –τουλάχιστον για λόγους αρχής– ότι αναφέρεται στην ιστορική του υπόσταση. Η υποκειμενικότητά του δεν είναι παγκόσμια, αλλά ανεπανάληπτη, ασύμβατη με τον υπόλοιπο κόσμο. Ετσι, η λυρική ποίηση μεταμορφώνεται από μια φόρμα δημόσιας τέχνης σε μια φόρμα ιδιωτικής τέχνης.
Δεδομένης της προσαρμοστικότητας της λυρικής ποίησης σε ποιητικές, θέματα, γλώσσες, έθνη, διαφορετικές αισθήσεις, η ερώτηση που πρέπει να θέσουμε είναι: ποια είναι η αναντικατάστατη λειτουργία της ποίησης (και του ποιητή;) στη σημερινή κοινωνία; Οι πιο αμείλικτοι εχθροί της είναι τα media και οι «politically correct»: μ’ άλλα λόγια η ποίηση κακοποιείται βάναυσα από εκείνη τη δημοσιογραφική νοοτροπία που έχει εισβάλει κάτω από το όνομα του μεταμοντερνισμού σε κάθε χώρο της κοινωνικής ζωής και της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Η ποίηση είναι ο μόνος τρόπος για να υπερασπίσει την ποικιλότητα και τη διαφορετικότητα, για να εξερευνήσει ή να προσεγγίσει την ακαθόριστη πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς∙ η μυστηριώδης πηγή των πράξεων, των προθέσεων, των ατομικών και συλλογικών επιλογών∙ την ιδιοτέλεια της αγάπης και του μίσους.
*ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, ΠΗΓΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Μια προφανής ερώτηση που τίθεται είναι αν έχει ακόμη θέση η ποίηση σ’ έναν κόσμο όπως ο δικός μας, απογυμνωμένος από τις μεγάλες ουτοπίες. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά καταφατική. Πόσο μάλλον που έχει νόημα να μιλήσουμε για την ποίηση και τον ρόλο των ποιητών σήμερα. Βέβαια, η ποίηση δεν είναι ξένη με τη γενική κρίση που υπάρχει σε όλες τις τέχνες, σε όλες τις επιστήμες και σε όλες τις γλώσσες.
Αν το τέλος των απόλυτων πεποιθήσεων αποδυνάμωσε την ποίηση από ανταγωνιστικές μυθολογίες, αντίθετα ή σύμφωνα με τις οποίες έδωσε στην ύπαρξή της έναν συγκεκριμένο κανόνα, είναι επίσης αληθές ότι ακριβώς η ποίηση, από την αρχή, είχε τη σταθερή ανάγκη να καθορίσει το κοινωνικό της περιεχόμενο και συνεπώς να ανανεώσει τη λειτουργία της, τους τρόπους της και τη γλώσσα της. Η Ιστορία βρίθει από καταστροφές που θα μπορούσαν να απαγορεύσουν την επιβίωση της ποίησης. Το αποδεικνύει η κατάληξη των αριστοκρατικών αξιών των ομηρικών ποιημάτων. Κι όμως, από τις στάχτες εκείνου του ποιητικού σύμπαντος γεννήθηκαν τα θεμέλια μιας καινούργιας ποίησης.
Η ίδια η έννοια της λυρικής ποίησης αγκάλιασε κατά τους αιώνες ακόμη και αντιφατικές ιδέες: ένας λυρικός ποιητής της Αναγέννησης που λέει «εγώ» δεν μιλά για τον εαυτό του, αλλά ενσαρκώνει ένα παγκόσμιο πρόσωπο με το οποίο υποτίθεται ότι ταυτίζονται οι αναγνώστες του (να γιατί δεν έχει σημασία αν η πετραρχική Λάουρα ήταν υπαρκτό πρόσωπο). Το «εγώ» δεν είναι ιστορικό, εμπειρικό, αλλά εικονικό.
Αντίθετα, ένας ρομαντικός ποιητής όταν λέει «εγώ» εννοεί –τουλάχιστον για λόγους αρχής– ότι αναφέρεται στην ιστορική του υπόσταση. Η υποκειμενικότητά του δεν είναι παγκόσμια, αλλά ανεπανάληπτη, ασύμβατη με τον υπόλοιπο κόσμο. Ετσι, η λυρική ποίηση μεταμορφώνεται από μια φόρμα δημόσιας τέχνης σε μια φόρμα ιδιωτικής τέχνης.
Δεδομένης της προσαρμοστικότητας της λυρικής ποίησης σε ποιητικές, θέματα, γλώσσες, έθνη, διαφορετικές αισθήσεις, η ερώτηση που πρέπει να θέσουμε είναι: ποια είναι η αναντικατάστατη λειτουργία της ποίησης (και του ποιητή;) στη σημερινή κοινωνία; Οι πιο αμείλικτοι εχθροί της είναι τα media και οι «politically correct»: μ’ άλλα λόγια η ποίηση κακοποιείται βάναυσα από εκείνη τη δημοσιογραφική νοοτροπία που έχει εισβάλει κάτω από το όνομα του μεταμοντερνισμού σε κάθε χώρο της κοινωνικής ζωής και της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Η ποίηση είναι ο μόνος τρόπος για να υπερασπίσει την ποικιλότητα και τη διαφορετικότητα, για να εξερευνήσει ή να προσεγγίσει την ακαθόριστη πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς∙ η μυστηριώδης πηγή των πράξεων, των προθέσεων, των ατομικών και συλλογικών επιλογών∙ την ιδιοτέλεια της αγάπης και του μίσους.
*ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, ΠΗΓΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου