της Σταυρούλας Ματζώρου
Τα τελευταία χρόνια έχουν περισσέψει οι συνεντεύξεις δι' αλληλογραφίας, ηλεκτρονικής. Γίνεται η πρόσκληση ενδιαφέροντος από τον δημοσιογράφο, ο πολιτικός, κυρίως, την αποδέχεται και κλείνεται το ραντεβού.
Οχι το γνωστό «να με δεις, να σας δω, να ιδωθούμε», αλλά «περιμένω στο e-mail μου τις ερωτήσεις».
Και έτσι παρατηρείται το φαινόμενο τρεις, άντε τέσσερις, το πολύ ερωτήσεις, με τις ισάριθμες απαντήσεις μακρινάρια, να πιάνουν ένα δισέλιδο εφημερίδας και με γραμματάκι μεγέθους «διαβάζεται δε διαβάζεται». Μα αυτή δεν είναι συνέντευξη, είναι άρθρο, είναι άποψη.
Δεν ξέρω ποια είναι η αιτία αυτής της μόδας. Ισως η έλλειψη χρόνου –τότε ας μη γίνει η συνέντευξη. Ισως η υπέρ το δέον προσοχή στην εικόνα (τη γραπτή) και η διστακτικότητα απέναντι στην ξαφνική, ανέλπιστη ερώτηση...
Οταν κάποιος απαντά γραπτώς, έχει όλο τον χρόνο να σκεφτεί, να συμπληρώσει, να σβήσει, να διορθώσει και εν ολίγοις να πει αυτά που θέλει, όπως τα θέλει, αντίλογο δεν έχει, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή.
Ισως πάλι να ακολουθείται αυτή η τακτική για ευκολία, άντε να ξεμπερδεύουμε... Υποθέσεις κάνουμε. Τίποτα σίγουρο. Ομως είναι κουραστικό για τον αναγνώστη γιατί φωνάζει από μακριά ότι δεν είναι «ζωντανό». Στημένο παιχνίδι τού φαίνεται.
Να σημειώσουμε, να υπογραμμίσουμε, να διευκρινίσουμε, να ξεκαθαρίσουμε (είναι τα τέσσερα αγαπημένα ρήματα στα κείμενα των δημοσιογράφων που σχεδόν πάντα κλείνουν με το «ο τάδε πρόσθεσε») ότι αυτή τη «ζωντάνια», την αμεσότητα οι συντάκτες πρέπει να τη διεκδικήσουν και να την προστατέψουν.
«Αν δεν θέλετε από κοντά, υπάρχει και το Skype, αλλά ερωτήσεις δεν στέλνω». Η προσεγμένη απάντηση, η «δουλεμένη», αποξενώνει τον αναγνώστη. Ακόμη και κείνο το απαράδεκτο «γέλια» που εμφιλοχωρεί εντός παρένθεσης μέσα στις απαντήσεις, γίνεται ανεκτό διότι μαρτυρά την προϋπάρχουσα αμεσότητα των λόγων που καταγράφονται στο χαρτί.
Οι ερωταπαντήσεις να είναι ανταλλαγή, γρήγορη και έξυπνη. Θέση και αντίθεση, λόγος και αντίλογος. Η συζήτηση φέρνει την απορία, ζητάει τις διευκρινίσεις της.
Ο δημοσιογράφος βλέπει τον συνεντευξιαζόμενο στα μάτια, παρατηρεί τη στάση του, την άνεση ή την αμηχανία του, την ηρεμία ή τον εκνευρισμό του (οι καίριες ερωτήσεις πολλάκις τον δημιουργούν) και αυτή η επαφή μπορεί να του δώσει τη δυνατότητα αντί για «γέλια» να γράψει «ψέμα».
Και τελικώς μπορεί να είναι ένα μικρό λιθαράκι πλάι σε όλα αυτά που πρέπει να βάλουμε για τη διατήρηση των εφημερίδων, αυτού του όμορφου και δύσκολου κόσμου που θέλει να επιμείνει απέναντι στην ηλεκτρονική επιδρομή. Θα το καταφέρει, αν προσανατολιστεί γρήγορα και καθαρά στην έρευνα, στην ανάλυση, στην άποψη.
ΠΗΓΗ ΕΦΗΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου