.
Του Γιώργου Λαμπράκου
Ο Χένρι («Χανκ») Τσινάσκι, το άλτερ έγκο του Τσαρλς Μπουκόβσκι (μάλλον το πιστότερο στον πραγματικό συγγραφέα άλτερ έγκο της σύγχρονης λογοτεχνίας) και ο πρωταγωνιστής στο γνωστότερο μυθιστόρημά του, Γυναίκες (1978), είναι ένας άνθρωπος που έχει όλα τα καλά: αλκοολικός, μισάνθρωπος, γυναικάς, φασαριόζος, βωμολόχος, άεργος, αλογομούρης και προπαντός ποιητής – με λίγα λόγια, διαθέτει όλα τα γνωρίσματα που περιφρονεί η ευπρεπής και υπερορθολογική αμερικανική κοινωνία. Ο Χανκ ζει στο αγαπημένο του Λος Άντζελες (την «Πόλη των αγγέλων», άλλο ένα ωραίο μπουκοβσκικό βιβλίο) και δεν το κουνάει ρούπι, παρά μόνο για να κάνει δημόσιες αναγνώσεις κατόπιν πρόσκλησης και αμοιβής.
Γνωρίζει γυναίκες, γράφει ασταμάτητα και πάντα σε πρώτο πρόσωπο, ανοίγει το σπίτι του σε διαφόρους παράξενους τύπους, ακούει φανατικά κλασική μουσική
Περασμένα τα πενήντα, έχει μόλις παρατήσει μια πολύχρονη εργασία ως ταχυδρομικός υπάλληλος και απολαμβάνει την αυξανόμενη φήμη του ποιητή του αμερικανικού περιθωρίου (έχει πλέον γίνει «ο πιο άγνωστος διάσημος»). Πίνει για να ξεχνά τα πάντα (εκτός από το να πίνει), για να υπερβαίνει την πεζότητα της καθημερινότητας, για να ζει σκόπιμα στα όρια της έντασης και της τρέλας, για χίλιους ακόμα λόγους. Γνωρίζει γυναίκες, γράφει ασταμάτητα και πάντα σε πρώτο πρόσωπο, ανοίγει το σπίτι του σε διαφόρους παράξενους τύπους, ακούει φανατικά κλασική μουσική, κάνει εντατικά μαθήματα κλειτοριδολειχίας τα οποία ολοκληρώνει με άριστα, γυροφέρνει την Αμερική για να βγάλει τα προς το ζην και αποφεύγει διά ροπάλου το λογοτεχνικό συνάφι, για το οποίο επιφυλάσσει ορισμένες βιτριολικές και (το παραδεχόμαστε, με μια κάποια θλίψη) απολύτως εύστοχες κρίσεις.
Ο πρωταγωνιστής (ο «μοναγωνιστής», θα λέγαμε) στρέφει την πλάτη του στο λούστρο, το θέαμα, την ευκολία, και επιζητά έναν πιο αυθεντικό, πιο οριακό τρόπο ύπαρξης. Δεν αρνείται τις ανέσεις όταν του προσφέρονται (σαμπάνιες, αστακούς, καλά ξενοδοχεία κ.λπ. – ποιος σώφρων άνθρωπος θα τις αρνούνταν;), αλλά τις απολαμβάνει χωρίς να προδίδει αυτό που είναι. Δεν παριστάνει πως είναι κάτι που δεν είναι, αλλά ούτε και υποκρίνεται πως δεν τον νοιάζει η εικόνα του: χαίρεται σαν μικρό παιδί όταν του λένε ότι τον διαβάζουν ή όταν τον αναγνωρίζουν στον δρόμο, όταν τον επευφημούν, ακόμα και όταν τον γιουχάρουν («Θέλουν απλώς να με βλέπουν να σταυρώνομαι», λέει για τις δημόσιες αναγνώσεις του). Όλα όσα βιώνει ο Χανκ αντανακλούν ως γνωστόν τη ζωή του ίδιου του Μπουκόβσκι, της επονομαζόμενης «καμπούρας του Χόλιγουντ» (μεταξύ άλλων αναφέρει ότι γεννήθηκε στο Άντερναχ της Γερμανίας το 1920, όπως και ο συγγραφέας). Μέχρι να πάει δε ως την κάβα για να αγοράσει μια εξάδα μπίρες (εντάξει, αρκετές εξάδες…), ο Τσινάσκι/Μπουκόβσκι έχει κατορθώσει να περιγράψει όλη την αμερικάνικη κοινωνία και τους ανθρωπότυπους που δημιουργεί.
Ευαισθησία και τρυφερότητα... στο βάθος
Ο Charles Bukowski
|
Κάτω από την παχιά στρώση κυνικού μηδενισμού του Χανκ κρύβεται ωστόσο ευαισθησία και τρυφερότητα, ενώ όλες οι αντιξοότητες αντιμετωπίζονται με ένα καταλυτικό χιούμορ που δεν αφήνει τίποτα όρθιο («Όχι! Όχι ομοιοκαταληξίες και τέτοια στο σπίτι του Τσινάσκι!», για μια νεαρή ποιήτρια που θέλει ντε και καλά να του διαβάσει τα ποιήματά της…). Ο Χανκ δεν φοβάται να ομολογήσει ότι φοβάται («Η τέχνη μου είναι ο φόβος μου»), εξού και είναι σφάλμα να επικρίνεται ως μάτσο ή νταής. Και μόνο η αυτοπεριγραφή του αρκεί για του λόγου το αληθές: «Κι από την άλλη εγώ, παχύδερμο, εκατό κιλά, αενάως χαμένος και μπερδεμένος, κοντοπόδαρος, με κορμό σαν του γορίλα, όλος στήθος και δίχως λαιμό, κεφάλας, με μάτια θολά, με αχτένιστα μαλλιά, δύο μέτρα μπούρδας…»). Δεν είναι ούτε θέλει να είναι ανώτερος, είναι εξίσου ηττημένος (συχνά πιο ηττημένος) από τις άλλοτε φυσιολογικές και άλλοτε τρελαμένες γυναίκες τις οποίες συναναστρέφεται, ενώ προτιμά το στιλ από την ομορφιά: «Καμάρωνα που ήμουν με τη Μίντι. Βάδιζε με πολύ στιλ. Πολλές όμορφες γυναίκες με πολύ ωραίο κορμί σέρνονται λες κι είναι βαρυφορτωμένοι χαμάληδες». Το στιλ είναι ένα από τα βαθιά ανθρώπινα γνωρίσματα που ο Χανκ επαναφέρει διαρκώς στην επιφάνεια: «Το ζήτημα είναι να έχεις στιλ απέναντι στην απόλυτη αντιξοότητα».
Ο σαρκασμός του είναι πρωτίστως αυτοσαρκασμός, ενώ η εκάστοτε πτώση του ενέχει ένα αριστοκρατικό στοιχείο, είναι πτώση με το κεφάλι ψηλά, χωρίς ίχνος της μιζέριας και της κλάψας που συχνά βλέπουμε γύρω μας (και ακόμα πιο συχνά διαβάζουμε). Παρότι νιώθει συμπόνια για τους ταπεινούς και καταφρονημένους (στους οποίους ανήκε, και υπό μια έννοια ανήκει ακόμα), δεν σπεύδει έτσι εύκολα να καταγγείλει την «άτιμη κοινωνία» ή την «άπονη ζωή». Αυτό που τον νοιάζει είναι να ξεφύγει από την «αιχμαλωσία», όπως ονομάζει την εργασία και τον κόσμο της, ώστε να μπορεί να τεμπελιάζει (και είναι μέγας τεμπέλης, με εξαίρεση τη γραφή και τις γυναίκες). Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Τσινάσκι/Μπουκόβσκι είχε το ταλέντο, τη βούληση και τα κότσια να το καταφέρει. Οι υπόλοιποι, αν θέλουν και μπορούν, ας κάνουν την επανάστασή τους.
Ο Μπουκόβσκι θέτει ουσιαστικά στο προσκήνιο το ζήτημα των πολλαπλών ερωτικών σχέσεων μετά τη σεξουαλική επανάσταση των σίξτις, καθώς και τον φόβο μπροστά στον μεγάλο μονογαμικό Έρωτα
Το σεξ περιγράφεται συνήθως με ωμότητα – μα πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, όταν ο μεν Χανκ λειτουργεί συχνά ως συλλέκτης οργασμών, οι δε γυναίκες με τις οποίες νταραβερίζεται επίσης δεν θέλουν συνήθως κάτι παραπάνω; Το ύφος των περιγραφών συνάδει λοιπόν με το περιεχόμενο, με τον χαρακτήρα και την πρόθεση των εμπλεκόμενων προσώπων, που είναι θύτες και θύματα μαζί. Σχέσεις της μιας βραδιάς ή του Σαββατοκύριακου (πολλές ξεκινούν με μια επιστολή των «θαυμαστριών» του Χανκ και με άμεση πρόσκλησή τους στο σπίτι του), αρκετά ανούσιες και, το χειρότερο, δίχως καν να προσφέρουν πάντα την προσδοκώμενη ηδονή: πάνω από τις μισές συνουσίες που επιδιώκονται είναι αποτυχημένες. Ο Μπουκόβσκι θέτει ουσιαστικά στο προσκήνιο το ζήτημα των πολλαπλών ερωτικών σχέσεων μετά τη σεξουαλική επανάσταση των σίξτις, καθώς και τον φόβο μπροστά στον μεγάλο μονογαμικό Έρωτα. Δεν απορρίπτει τις θετικές συνέπειες της σεξουαλικής επανάστασης (αυτό έλειπε…), αλλά και δεν είναι τυφλός απέναντι στο τίμημα που πληρώνεται: «Ξένοι όταν συναντιέστε, ξένοι κι όταν χωρίζετε – ένα γυμναστήριο όλο κορμιά που ανώνυμα μαλακίζουν το ένα το άλλο […] Κανένα ρίσκο, κανένα χιούμορ, τίποτα, στο παιχνίδι τους – πτώματα πηδάνε πτώματα». Σε άλλες στιγμές, πάντως, το σεξ προσφέρει ό,τι καλύτερο στον Χανκ και τη γυναικεία παρέα του, επιβεβαιώνοντας το γουντιαλενικό μότο: «Είναι το σεξ βρώμικο; Ναι, αλλά μόνο όταν γίνεται σωστά».
Έχοντας απολαύσει αυτό το μυθιστόρημα στην όψιμη εφηβεία μας, και περνώντας από τον Μύθο (του συγγραφέα) στον Λόγο (του), μπορούμε να πούμε πως οι Γυναίκες δεν έχουν χάσει καθόλου την ορμή τους. Ο Μπουκόβσκι δεν καλλιλογεί: η μεθυσμένη γραφομηχανή του γεννά έναν βρώμικο και αφοριστικό ρεαλισμό στην καλύτερη εκδοχή του. Το προσφάτως ξαναμεταφρασμένο Τοστζαμπόν (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Μεταίχμιο) είναι επίσης μια καλή αυτοβιογραφική απόδειξη της πορείας προς τον εθισμό στο αλκοόλ τον οποίο ο Μπουκόβσκι δεν κατάφερε (μάλλον επειδή δεν ήθελε) να αποβάλλει, όπως δεν το κατάφεραν και οι περισσότεροι Αμερικανοί συγγραφείς του 20ού αιώνα, που έπιναν τη ζωή τους κορώνα γράμματα (Φόκνερ, Φιτζέραλντ, Χέμινγουεϊ, Μπέριμαν, Κέρουακ, Λόντον, Γουίλιαμς, Κάρβερ, Τσάντλερ, Τσίβερ: ο κατάλογος δεν έχει τέλος – όλοι τους είχαν άλλωστε πρόγονο τον Πόε). Στις Γυναίκες υπάρχει μάλιστα η πιο εύστοχη περιγραφή της επιθυμίας για αλκοόλ που έχουμε διαβάσει ποτέ.
Επηρεασμένος από συγγραφείς του Μεσοπολέμου και των μεταπολεμικών χρόνων (Μίλερ, Σελίν, Χέμινγουεϊ, Κάφκα, Ζενέ – αξίζει να μνημονεύσουμε και τον σπουδαίο Καλιφορνέζο ποιητή Ρόμπινσον Τζέφερς, τον οποίο εγκωμιάζει συχνά στα ποιήματά του), από τον ξεχασμένο πια Κνουτ Χάμσουν και τον πάντα ξεχασμένο Τζον Φάντε, αλλά και από τους Ρώσους κλασικούς του 19ου αιώνα, ο Μπουκόβσκι κατόρθωσε με τη μονομανή γραφή του να μετατρέψει τις αδυναμίες του σε δύναμη, τις ήττες του σε νίκη. Κάτι τέτοιο απαιτεί ωστόσο έναν τρομακτικό αγώνα, έναν απηνή πόλεμο με τον εαυτό και τον κόσμο, δεν είναι μια γαλήνια βόλτα σε ένα παραδείσιο πάρκο (για να ξεφορτωθεί έναν νέο ποιητή που τον ρωτά, «Πώς γίνεται να εκδώσει κανείς κάνα βιβλίο;», ο Χανκ απαντά στωικά: «Το δίνεις σ’ έναν εκδότη…»). Το μόνο πρόβλημα, όπως συμβαίνει με όλους τους καλλιτέχνες, είναι πάντα οι επίγονοι, το 99% των οποίων δεν θέλουν, μα κυρίως δεν μπορούν, να ξεπεράσουν το είδωλό τους, οπότε αναλίσκονται στην αντιγραφή του. Όμως εδώ δεν φταίει ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης.
Δεν τρέφει καμιά αυταπάτη για το ανθρώπινο είδος, δεν πιστεύει στις υψωμένες γροθιές των ακτιβιστών και στα ξεφαντώματα τύπου Γούντστοκ, δεν εξεγείρεται με στόχο την όποια συλλογική πρόοδο
Ένα γνώρισμα που διακρίνει τον Μπουκόβσκι από πολλούς συγγραφείς της εποχής του είναι ο ανθρωπολογικός συντηρητισμός του μέσα σε όλη την αναρχίζουσα νοοτροπία του. Η κοσμοθεωρία του βασίζεται σε βιολογικές διαισθήσεις, παρά σε κοινωνιολογικά συμπεράσματα: δεν τρέφει καμιά αυταπάτη για το ανθρώπινο είδος, δεν πιστεύει στις υψωμένες γροθιές των ακτιβιστών και στα ξεφαντώματα τύπου Γούντστοκ (σίγουρα όχι στα κοινωνικοπολιτικά προτάγματα τέτοιων γιορτών), δεν εξεγείρεται με στόχο την όποια συλλογική πρόοδο. «Κάντε ό,τι θέλετε, αρκεί να με αφήσετε στην ησυχία μου, να τα βγάλω πέρα μόνος μου», είναι το ατομικιστικό μότο του. Αν, από την άλλη, ο συνολικός πόνος της ανθρωπότητας μειωθεί με τον οποιονδήποτε τρόπο, τόσο το καλύτερο. Όπως γράφει: «Οι ηθικές αξίες είναι περιοριστικές, αλλά έχουν θεμελιωθεί στην ανθρώπινη πείρα μες στους αιώνες». Στο ωραίο επίμετρο ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, ιδανικός μεταφραστής ενός τέτοιου βιβλίου, τοποθετεί τον συγγραφέα στο ιστορικό πλαίσιο της αμερικανικής κοινωνίας της «αλαμπουρνέζικης ευμάρειας», με απώτερο στόχο να γλιτώσει όσο γίνεται τον αναγνώστη/την αναγνώστρια από κάποιες άστοχες ερμηνείες, που δυστυχώς εξακολουθούν να γράφονται στις μέρες μας.
Με τις Γυναίκες βουτάμε λοιπόν στον πυρήνα της ύπαρξης με όλα της τα λουλούδια και όλα της τα σκατά. Η απόσταση από τον κήπο στον υπόνομο μικρή, το πήγαιν’ έλα ασταμάτητο, οι «χαμερπείς» απολαύσεις χαρίζουν συνήθως μεγαλύτερη ηδονή από τις «υψηλές», εξού και τόσο συχνά ο Τσινάσκι/Μπουκόβσκι εκφράζεται με όρους ενστίκτων και με ρητορικά σχήματα που αξιοποιούν τα ζώα, τα οποία λατρεύει. Ντόμπρος, δραματικός, αστείος, τρυφερός, λάβρος, αυθεντικός. Πόσο συχνά βρίσκουμε αυτό τον συνδυασμό σε έναν συγγραφέα;
Γυναίκες
Charles Bukowski
Μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μεταίχμιο 2014
Σελ. 480, τιμή € 16,60
Charles Bukowski
Μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μεταίχμιο 2014
Σελ. 480, τιμή € 16,60
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου