caelumque
aspicit et dulcis moriens reminiscitur Argos*
(Βιργίλιος)
ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΠΟ ΠΟΥ νὰ μπῶ στὸ χαρτί,
τί νὰ πρωταναφέρω. Στὸ χαρτὶ ποὺ θὰ λάβεις αὔριο. Θὰ τὸ ρίξω ἡ ἴδια στὸ
γραμματοκιβώτιο. Ἂν σὲ εἶχα καταλάβει ποτέ, θὰ ἔβλεπα ἤδη τώρα τὴν
ἀντίδρασή σου. Σάστισμα, συντριβή, ὀργή. Θὰ ἔπραττες ἤδη μπροστὰ στὰ
μάτια μου, σὰν ὑπνοβάτης, χωρὶς νὰ τὸ ξέρεις. Ἡ αὐριανή σου ἀντίδραση
στὴν ἐξώπορτα θὰ ἀναπαριστοῦσε, μὲ κάποια μανιέρα, τούτη ‘δῶ τὴ
μυστικὴ καὶ πρώτη. Ἡ ζωὴ θὰ μιμοῦνταν τὴ γνώση.
Ἀλλὰ δὲν ἔχω σαφῆ εἰκόνα. Ἀδύνατον νὰ διαχειριστεῖ κανεὶς ἀναμνήσεις
τριάντα ἐτῶν. Καὶ δὲν ὑπάρχει κατάλληλη εἰσαγωγὴ γιὰ κάτι τέτοιο.
Εἴμαστε ἤδη στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς. Τὰ ζάρια ἔχουν πέσει. Ἔχουν ὅλα
ἤδη συμβεῖ.
Σὲ θυμᾶμαι χωρὶς μούσι, μὲ μαῦρο μούσι, μετὰ μὲ γκρίζο. Σὲ θυμᾶμαι
νὰ φωνάζεις στὴν παλιὰ κουζίνα. Στὴ νέα κουζίνα. Θυμᾶμαι τὰ χέρια
σου ὅταν διάβαζες. Θυμᾶμαι νὰ κοιμᾶσαι. Κάθε περίοδος, κάθε εἰκόνα
σου, κάθε ἀπόφαση γιὰ τὸ τί τελικὰ νιώθω, δημιούργησε μιὰ νέα γεωλογικὴ
στρώση. Σκύβω πάνω στὸ χαρτὶ καὶ νιώθω τὴν ἐγκάρσια τομὴ ὅλων τῶν
στρώσεων μέσα μου. Βλέπω τὴν καθεμιὰ μὲ ζωντανὰ χρώματα, σὰν νὰ δημιουργήθηκε
μόλις. Λάμπουν καὶ μοιάζουν νὰ ἀναφέρονται σὲ διαφορετικὰ πρόσωπα.
Ἀλλὰ ἀναφέρονται σὲ σένα. Τριάντα χρόνια δημιουργεῖσαι μέσα μου.
Τὴν τελευταία φορὰ σὲ θυμᾶμαι νὰ γέρνεις τὸ κεφάλι στὸ πλάι γιὰ
νὰ πεῖς ὄχι. Γιατὶ δὲν μποροῦσες πιὰ νὰ μιλήσεις. Ἐσὺ ὁ κύριος καθηγητής,
πάνω στὴν ἕδρα, ἕτοιμος νὰ ἐξηγήσει μετὰ τὸ βήξιμο, ἕτοιμος νὰ δείξει
ὅτι δὲν ἔχει νόημα ἡ ἀναζήτηση μετὰ τὸν βήχα του. Ὅτι δὲν ὑπάρχει
νόημα μετὰ τὸ δικό του. Τώρα στὸ τηλέφωνο δὲν μπορεῖς κὰν νὰ μιλήσεις.
Σαλιαρίζεις καὶ σὲ ἔχει ἐξουθενώσει ἡ μοναξιά, οἱ ὀροὶ καὶ οἱ ἀσκήσεις
γιὰ τὰ σύμφωνα. Σὲ ἐξουθενώνει τ’ ὅτι ἔρχονται οἱ φοιτητὲς καὶ τὸ
βλέπουν.
Γιατί βγάζαμε πάντα τὸν χειρότερο ἑαυτό; Μὲ κατηγοροῦσες στὰ
γράμματα, μ’ ἔλεγες ἀχάριστη, μὴ-πλατωνική, ὅ,τι κι ἂν σημαίνει αὐτό.
Ἀλλὰ ἀναφερόσουν στὰ λεφτά. Εἴχαμε τέσσερα χρόνια νὰ εἰδωθοῦμε, ἀλλὰ
ἐμφανίστηκες νὰ μὲ βρίσεις στὴ νέα μου κουζίνα.
Ἀνεβαίνουμε στὸν ἀέρα. Κοιτάζω ἀπ’ τὸ παράθυρο τὸ πρωὶ κι ἔχει
ἕνα πεντακάθαρο, συμπαγὲς γαλάζιο. Θέλει νὰ βγεῖ κανεὶς ἔξω στὸ φτερὸ
νὰ τὸ πιάσει μὲ τὰ χέρια. Ὅταν σὲ σκέφτομαι, σκέφτομαι πὼς τὸ γαλάζιο
δὲν ἔχει διάρκεια. Πὼς ἀνὰ πάσα στιγμὴ θὰ διαρραγεῖ καὶ θὰ φανεῖ ἡ ζωὴ
– πολύπλοκη, ὕπουλη, λερωμένη.
Δίπλα μου κοιμᾶται ὁ μικρός, πρώτη φορὰ πετάει, τὸ περίμενε ἑβδομάδες.
Ζωγράφιζε ἀεροπλάνα μὲ τρεῖς ἀνθρώπους. Ἀποφάσισα νὰ σοῦ κάνω ἔκπληξη,
νὰ σοῦ τὸν φέρω γιὰ τὰ τριάντα μας. Μεγάλωσε καὶ θέλει νὰ γνωρίσει τὸν
πατέρα του. Θέλει νὰ γεμίσει τὴ ζωή του καὶ μὲ σένα. Δὲν θέλει νὰ ρωτάει
μόνο, θέλει νὰ σὲ ξέρει καὶ νὰ σὲ βλέπει στὸν ὕπνο του.
Νὰ ξέρεις πὼς μὲ πῆρε ὁ παθολόγος σου. Μοῦ τά ’πε σὲ δυὸ προτάσεις.
Γι’ αὐτὸ ἔρχομαι.
Γι’ αὐτὸ ἦρθα. Γι’ αὐτὸ εἶμαι ἐδῶ τώρα ποὺ τὸ διαβάζεις. Εἶμαι
μὲ τὸν μικρὸ στὸ ἀπέναντι καφέ. Πῆρα τηλέφωνο καὶ ἔμαθα πὼς ὑπάρχει
ἀκόμα. Εἶπαν δὲν χρειάζεται, ἀλλὰ ἔκανα κράτηση. Σὲ περιμένουμε ἐδῶ
στὸ τζάμι καὶ ἴσως σὲ ἀναγνωρίσει μόλις σε δει νὰ σηκώνεις τὸ κεφάλι.
Αὐτὸς ἀπέναντι, μάτια μου, εἶναι ὁ μπαμπάς σου.
Ξέρεις τὸ μίσος εἶναι πολλὰ συναισθήματα, δὲν εἶναι ἕνα. Εἶναι
ἡ ἐκβολὴ ἑνὸς μεγάλου ποταμοῦ στὸ τέλος. Κάθε μεγάλος ἔρωτας ὀφείλει
νὰ τελειώσει στὸ μίσος, ἂν σέβεται τὸν ἑαυτό του. Ἐμεῖς τὰ καταφέραμε.
Ἐγὼ σίγουρα, γιατὶ σοῦ τά ’χα δώσει ὅλα. Τά ’δωσα ὅλα, ἀλλὰ ἤσουν ἀνήμπορος
νὰ τὸ δεῖς. Γιατί ξέρεις νὰ διαβάζεις μόνο σελίδες. Ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ συνέβαιναν,
δὲν ἦταν λέξεις. Κι ἡ προσφορά, ἡ καθημερινὴ θυσία δὲν ἐπιδέχεται
περίληψη. Ὁ ἐγωισμὸς ἐπιδέχεται.
Ἡ τάφρος ἀνάμεσά μας. Σὰν τὴ χαράδρα κάτω ἀπὸ τὸ φτερό. Ἡ ἀπύθμενη
ἀπόκλιση ὅσων δώσαμε. Ὅταν χωρίσαμε, μοίρασες τσάμπα συγχωροχάρτια
στὸν ἑαυτό σου. Αἰώνια ἐξιλέωσή σου κάποιες ἀμφιβολίες ἕνα ἀπόγευμα
μὲ βροχή. Μισὴ συγγνώμη, ποὺ προδιέθετε γιὰ νέα κύματα ὑπερηφάνειας.
Κι ἕνα βρεγμένο μανίκι.
Λένε πὼς τὸ ἐπίπεδό τῆς καρδιᾶς φαίνεται στὴ συνείδηση. Ἐγὼ
λέω πὼς φαίνεται στὶς ἐπιλογές, κι ὄχι στὶς τύψεις. Ἄς εἶναι. Τὸ ἔσχατο
ἐπεισόδιο, μετὰ τὸ μίσος, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἕνα εἶδος ἐπίγνωσης
ἢ ρωγμῆς. Εἶναι τὸ ἐπεισόδιο ποὺ ποτὲ δὲν προβάλλεται. Δὲν ξέρω γιὰ ἐπιστολὲς
καὶ σκέψεις, ἀλλὰ ἔχω γράψει γιὰ χάρη σου ἕνα ἀπὸ τὰ κομψότερα κεφάλαια
στὴν ἱστορία τῆς ματαιότητας.
Κι ὅταν ἔρθει τὸ τέλος, εἶναι ἀμφίβολο ἂν θὰ στρέψεις ἀλλοῦ τὴ
μνήμη γιὰ νὰ μελαγχολήσεις. Θὰ σκεφτεῖς τὸν γιό μας, θὰ σκεφτεῖς ἐμένα
νὰ φιλῶ τὸν ὦμο σου τὴν ὥρα ποὺ γράφεις. Κι ὅμως αὐτὴ ἡ ἐλάχιστη νοσταλγία
δὲν θά ’χει τίποτα ἀπὸ δικαιοσύνη. Θὰ ὀφείλεται στὸ τέλος, ὄχι σὲ
μεταμέλεια.
Σταματῶ γιατί ἕνας κύριος
σηκώθηκε στὸ διάδρομο καὶ φωνάζει.
* Κοιτάζει τὸν οὐρανὸ καὶ πεθαίνοντας
θυμᾶται τὸ γλυκὸ Ἄργος.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἀλέξιος Μάινας (Ἀθήνα,
1976). Μὲ ἑλληνογερμανικὴ καταγωγὴ γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ
μεγάλωσε. Σπούδασε φιλοσοφία στὴ Βόννη, μελετᾶ καὶ παρουσιάζει τὸ
ἔργο Ἑλλήνων ποιητῶν στὸ γερμανόφωνο χῶρο. Γράφει καὶ μεταφράζει
λογοτεχνία καὶ στὶς δύο γλῶσσες. Πρῶτο του βιβλίο ἡ ποιητικὴ συλλογὴ
Τὸ περιεχόμενο τοῦ ὑπόλοιπου
(ἐκδ. Γαβριηλίδης, 2011).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου