Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ τῆς Βρετανίας ἀπὸ τὴν
Ε.Ε. μὲ ἀναστάτωσε. Ἔκανα ἀρνητικοὺς συνειρμούς. Περιέργως, ἠρέμησα
ὅταν μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ μιὰ μᾶλλον ἄσχετη ἱστορία:
Ἀρχὲς
δεκαετίας τοῦ ’50, ζοῦσα σὲ ἕνα μακεδονικὸ χωριό· φτώχεια, ἐξαιρετικὰ
σκληρὴ δουλειὰ γιὰ τὴν παραγωγὴ λίγου καπνοῦ, μετεμφυλιακὲς διώξεις
καὶ μίση. Στὸ διπλανὸ οἰκόπεδο χτίστηκε ἕνα σπίτι ὅπως-ὅπως, τούβλινο,
ἀσοβάτιστο καὶ μὲ πατώματα ἀπὸ τσιμέντο. Στὸ περιβάλλοντα χῶρο
προϋπῆρχαν τὸ ἀποχωρητήριο, στὸ πιὸ ἀπομακρυσμένο σημεῖο, δίχως
πόρτα, ἕνα σκάμμα καὶ δύο σανίδια ἀπὸ πάνω γιὰ νὰ στέκονται οἱ ἄνθρωποι,
τὸ ἀχούρι καὶ ὁ φοῦρνος.
Στὸ
σπίτι αὐτὸ ἐγκαταστάθηκε μιὰ οἰκογένεια, ποὺ προηγουμένως ἔμενε
σὲ ἕνα δωμάτιο ἑνὸς ἐπικίνδυνου ἐρείπιου ποὺ εἶχε παραχωρήσει ἡ ἐκκλησία
σὲ ὅσους εἶχαν κάψει τὰ σπίτια τους οἱ Βούλγαροι, ὡς ἀντίποινα γιὰ τὴν
συμμετοχή τους στὸν Ε.Λ.Α.Σ. Τὴν ἀποτελοῦσαν ἡ μητέρα ἡ Θανάσω καὶ οἱ
τρεῖς κόρες, ἡ Σταυρινή, ἡ Ἑλένη καὶ ἡ Τασούλα. Ἡ πρώτη ἦταν πολὺ μεγαλύτερή
μου, ἡ δεύτερη δύο χρόνια, ἐνῶ ἡ Τασούλα ἕνα χρόνο μικρότερη. Τὰ ἴχνη
τοῦ πατέρα εἶχαν χαθεῖ στὸν ἐμφύλιο. Πολιτικοὶ πρόσφυγες διεμήνυσαν
ὅτι ἴσως βρίσκονταν στὴν Πολωνία. Κάποτε ἔστειλε μιὰ φωτογραφία,
στὴν ὁποία τὸ ἕνα του χέρι δὲν φαινόταν· ἀποτέλεσε στοιχεῖο πολλαπλῶν
«κοινωνικῶν ἀναλύσεων» τῶν γειτόνων, ἄλλοι εἶπαν ὅτι θὰ τὸ ἔχασε
στὸν πόλεμο, ἄλλοι ὅτι ξαναπαντρεύτηκε καὶ δὲν ἤθελε νὰ φαίνεται ἡ
βέρα κι ἄλλοι ἁπλῶς ὅτι τὸ εἶχε πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη.
Ἡ
Τασούλα ἐνσωματώθηκε ἀμέσως στὴν παρέα τῆς γειτονιᾶς, στὰ ὁμαδικὰ
παιχνίδια ποὺ παίζαμε ἔξω τὶς λίγες ἐλεύθερες ὧρες. Λίγες, γιατὶ τὰ
παιδιὰ ἐργάζονταν σκληρὰ ἀπὸ τὸ Δημοτικό. Συγκεκριμένα τὸν Μάϊο
κατὰ τὴν διάρκεια «τοῦ σπαρμοῦ», τὰ μαθήματα περιορίζονταν μεταξὺ
7 καὶ 9 τὸ πρωί, εἰδάλλως οἱ γονεῖς ἀπειλοῦσαν ὅτι θὰ τὰ σταματοῦσαν.
Ἐγώ, γιὸς γιατροῦ, καὶ ἄλλα δύο παιδιὰ τῆς ἡλικίας μου (ἀπὸ ἄλλες γειτονιές),
δὲν δουλεύαμε στὰ χωράφια. Ἡ ὑποχρεωτικὴ μοναξιὰ μοῦ ἔφερνε φοβερὴ
πλήξη, ἰδιαίτερα τὸ καλοκαίρι ποὺ ἡ μέρα ἦταν μεγάλη δίχως σχολικὲς
ὑποχρεώσεις. Ἡ Τασούλα ἦταν ἐννέα ἐτῶν, πότε τὴν ἔπαιρναν στὸ χωράφι
καὶ πότε ὄχι. Ὅταν δὲν πήγαινε τῆς ἔκανα παρέα στὶς ὑποχρεώσεις
της νὰ καθαρίσει, νὰ μαγειρέψει τὸ φαγητὸ τῆς οἰκογένειας σὲ μιὰ φουφοὺ
καὶ νὰ ταΐσει τὶς κατσίκες καὶ τὶς κότες. Νωρὶς γύριζε καὶ ἡ οἰκογένεια
ἀπὸ τὴν συλλογὴ τοῦ καπνοῦ, ποὺ ἔπρεπε νὰ περαστεῖ σὲ σκοινιὰ γιὰ νὰ
κρεμαστεῖ καὶ νὰ ξεραθεῖ. Μοῦ ἄρεσε νὰ πηγαίνω σπίτι τους συνεχῶς. Ἔπαιρνα
κι ἐγὼ μιὰ βελόνα καὶ περνοῦσα καπνὸ μαζὶ μὲ τὶς τέσσερις γυναῖκες.
Παρόλη
τὴν φτώχεια τους (χαρακτηριστικὸ ὅτι δὲν εἶχαν πανιὰ γιὰ νὰ βάζουν τὶς
εὐαίσθητες μέρες), εἶχαν μιὰ ἀρχοντικὴ συμπεριφορά, μὲ κερνοῦσαν ἀπὸ
τὸ λιγοστὸ φαγητό τους, πολλὲς φορὲς μιὰ χωριάτικη σαλάτα μὲ πολὺ
λάδι γιὰ βούτηγμα, κι ἐγὼ ποὺ ἤμουν ἀνορεξικὸς ἐκεῖ ἔτρωγα. Τραγουδοῦσαν
ἐνῶ δούλευαν, ἔδειχναν εὐχαριστημένες καὶ χαρούμενες, δὲν διαμαρτύρονταν
γιὰ τὴν μοίρα τους· μιὰ φορὰ μόνο, μοῦ εἶπε ἡ Σταυρινὴ σαρκαστικά: «Ὁ
Θεὸς δὲν ἔπλασε ὅλους τους ἀνθρώπους, ἄλλους ἔπλασε, ἄλλους ἔκλασε
καὶ ἄλλους ἔχεσε. Ἐμεῖς, εἴμαστε ἀπὸ τοὺς χεσμένους, ἐσύ, ἀπὸ τοὺς
κλασμένους.»
Ὅταν
ἄνοιξε ἡ Γερμανία, μετανάστευσαν ὅλες. Ἡ Τασούλα δημιούργησε ἐκεῖ
οἰκογένεια καὶ ἔμεινε μόνιμα· δούλεψε σκληρὰ καὶ μάζεψε χρήματα.
Κάποτε γύρισε στὸ χωριὸ γιὰ τὰ καλοκαίρια. Στὴν θέση τοῦ τούβλινου ἔφτιαξε
καινούργιο σπίτι, πολυτελὲς γιὰ τὰ μέτρα τοῦ χωριοῦ. Ὅμως κράτησε τὴν
εἰκόνα τοῦ παλιοῦ, τὸ ἀσοβάτιστο τοῦβλο ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸ γνωστὸ
διακοσμητικό, ἔδινε τὴν αἴσθηση ὅτι τὸ παλιὸ μεγάλωσε καὶ ἔλαμψε.
Αὐτὴν τὴν ἐνέργεια τὸ χωριὸ τὴν θεώρησε ἀλαζονικὴ καὶ τῆς ἔδωσε τὸ
παρατσούκλι «Χίλαρυ».
Νομίζω
ὅτι δὲν ἀποτελεῖ ἀλαζονεία τὸ νὰ διαθέσει κανεὶς τὰ χρήματά του ὅπως
θέλει, ὅμως ἡ συγκεκριμένη Χίλαρυ τὰ ἔφτιαξε μὲ τόσους κόπους ποὺ
χαλάλι της ὅλη ἡ ἀλαζονεία τῆς γῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου