|
ς
|
: Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ στάθηκε γιὰ τὴ Χαρὰ
μοιραῖος ἄντρας. Εἶχε ἀγαπήσει κι ἄλλονε πρωτύτερα, μὲ μιὰ ἀγάπη
χλιαρή. Ἀπείραχτη ἡ καρδούλα της κοιμόταν στὰ σκοτεινά της σπλάχνα
ἡσυχασμένη. Ὁ Παναγιώτης μπῆκε μὲ τὸ ἔτσι θέλω στὴ ζωή της. Ζήσανε
ἕξι χρόνια σφοδροῦ ἔρωτα. Κάποια στιγμὴ εἶπαν νὰ μείνουνε μαζί, νὰ
δοῦν πῶς μοιάζει. Βρήκανε σπίτι. Ἄρχισε νὰ τὸ καθαρίζει ἡ Χαρὰ μὲ
ζέση. Νοικοκυρὰ μανιακή, πρώτη φορὰ ξεδίπλωνε τὴν παστρικιά της
χάρη. Στὸ πατρικὸ ὣς τὰ τριάντα της ἔμπαινε κι ἔβγαινε σὰν ξένη, δίχως
ποτέ της νὰ τινάξει ξεσκονόπανο, νὰ πλύνει ἕνα βρακί, νερὸ νὰ βράσει.
Πήρανε καὶ τὰ ἔπιπλα. Κρεβάτι κι ἕναν καναπέ. Τότε ἦταν ποὺ ἀρχίσανε
οἱ φίλες της νὰ τὴν κεντοῦν μὲ σπόντες. Ξώπετσα στὴν ἀρχή, ὕστερα χώνανε
στὸ κρέας τὰ βελόνια τους. Τὸν εἴδαμε τὸν Παναγιώτη χθὲς μὲ κείνη τὴ
μικρὴ ἀπ' τὸ γραφεῖο. Μὰ τί ἔχεις πάθει; Χάζεψες; Δὲ βλέπεις; Δὲν πίστευε
κουβέντα. Σχεδίαζε Χριστούγεννα κοντά του. Δέντρο μὲ μπάλες, φῶτα
καὶ δωράκια, κάλαντα στὸ σὶ-ντί, γαλοπούλα μὲ κάστανα στὸ φοῦρνο.
Βράδυ Νοέμβρη, ἔτσι, δίχως λόγο, τὸ πιὸ πολὺ νὰ κάνουνε κουβέντα,
τὸν ρώτησε. Μασούλαγε φιστίκια ἀμίλητος. Χέρι στὴ φοντανιέρα ἁπλωμένο,
μοῦτρο σκυφτό, θαρροῦσε θὰ περάσει. Ἔγνεφε ναὶ σὲ ὅλα. Τὸν ἄφησε,
δὲ γίνονταν ἀλλιῶς. Ἔλπιζε ὅμως καὶ περίμενε. Μάθαινε πὼς αὐτὸς ἔκανε
τὴ ζωή του. Φυραίνανε τὰ ζουμερὰ ψαχνούδια της μέρα τὴ μέρα, κύρτωσε
τὸ ψηλὸ κορμί. Τώρα περπάταγε λοξὰ σὰν νὰ τὴν πλατσουκώνανε στὸν
τοῖχο. Κλείστηκε μέσα.
Ἕνα μεσημέρι τὴ βρῆκαν οἱ δικοί της στὸ κοριτσίστικο κρεβάτι της,
ξεσαλωμένη. Μπρούμυτα, τὸ σῶμα φασκιωμένο στὰ σκεπάσματα, ἔσπαζε
στὸν ἀέρα τὸ σβερκάκι της κι ὕστερα στὸ στρῶμα τυραννοῦσε τὸ μοῦτρο
μὲ μανία. Ἄφριζαν οἱ κραυγές της στὰ σεντόνια, τὶς πλάκωνε ἐκείνη ἄλαλη.
Τὴν πήρανε μὲ τὸ καλό. Μὲ χάδια ὅλο κι ἥσυχες κουβέντες, νὰ παραχώσουνε
τὰ πάθη της. Μόνο ποῦ. Καιρὸ δὲν ἄκουγε καλὰ τοὺς ἄλλους. Ἔπρεπε δυὸ
φορὲς νὰ ποῦν τὸ ἴδιο πράμα. Λὲς κι ἤτανε σ' ἄλλο δωμάτιο.
Τὸ ἄλλο πρωί, κάπνιζε στὴν κουζίνα ἀφηρημένη. Καπνὸς πολύς, ἀνάσα
λιγοστὴ μὲς στὰ πνεμόνια της. Κούφιο κορμί, αὐτοκόλλητο, ξεθυμασμένη
κόλλα. Στὸ διάολο, ἔκανε μιά. Κι ἔσβησε τὸ τσιγάρο στὴν παλάμη
της. Τσίριξε τὸ καμένο κρέας. Στὸν τοῖχο τὸ βαροῦσε νὰ σωπάσει. Εἶχε
καιρὸ ν' ἀκούσει τὴ φωνή της. Βρόντησε ἡ πόρτα πίσω της. Βγῆκε ἔξω,
τσαμπουκαλεμένη. Νὰ πάει στὰ ρουχάδικα τῆς γειτονιᾶς, νὰ ψωνιστεῖ.
Βαστοῦσε ἀκόμη.
Πηγή: ἀπὸ τὴ συλλογὴ πεζῶν Ξανθιὰ πατημένη κι ἀκόμη 27 ἱστορίες
(2η ἐκδ. Κέδρος, 1997).
Σοφία Νικολαΐδου. Διήγημα, μυθιστόρημα, μελέτη, μετάφραση.
Σπούδασε Κλασικὴ Φιλολογία καὶ ἐργάζεται ὡς φιλόλογος στὴν Δευτεροβάθμια
Ἐκπαίδευση. Ἔχει διδάξει δημιουργικὴ γραφὴ στὸ Μεταπτυχιακὸ
Πρόγραμμα τοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας καὶ ἀλλοῦ. Ἔχει
ἐκδώσει τὰ βιβλία: Ξανθιὰ
πατημένη (διηγήματα, Κέδρος, 1997), Ὁ φόβος θὰ σὲ βρεῖ καὶ θά ΄σαι μόνος
(διηγήματα, Κέδρος, 1999), Χορεύουν οἱ ἐλέφαντες (μυθιστόρημα,
Μεταίχμιο, 2012).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου