|
ΣΗΜΕΡΑ στὸ μεσημεριανὸ ἔχουνε μπάμιες.
Δὲν τοῦ ἀρέσανε ποτέ. Σκαλίζει τὸ πιάτο ξεφλουδίζοντας μὲ τὸ πιρούνι
τὴ σάρκα, ἀποκαλύπτει τὰ σπόρια γυμνά. Μέσα σαρδόνια ὀδοντοστοιχία,
σὰν τὴ γκριμάτσα τῆς συνάθροισης γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι. Σκυθρωποί, μαλωμένοι
ἢ ἕτοιμοι νὰ μαλώσουν σὲ λίγο, μάνα πατέρας παιδιά.
Λαδερὲς
μὲ φρέσκια ντομάτα, κόκκινη ὅπως ἡ αἱματοχυσία γύρω ἀπ’ τὸ στρωμένο
τραπέζι. Πράγματι, δεσμοὶ αἵματος. Τόσο ποὺ σοῦ ’ρχεται νὰ πάρεις τὸ
μαχαίρι τοῦ ψωμιοῦ καὶ νὰ διαρρήξεις ὅλα ἐτοῦτα τὰ δεσμά, νὰ τὸ βυθίσεις
στὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ λάκκου ποὺ εἶναι γεμάτος γεύματα κυριακάτικα
καὶ αἰτιάσεις καὶ παράπονα καὶ ξεχασμένες τώρα ἤδη ἐκδρομὲς στὴ θάλασσα.
Ἡ
μάνα του τὶς φτιάχνει μὲ κοτόπουλο. Ἀνάμεσα στὰ ξεδοντιάρικα οὖλα
τοῦ λαχανικοῦ ἡ μυρωδιὰ ἐκείνη. Σφαγμένου ζώου ὅπως τῆς μάνας του τὰ
μάτια, ὅταν γιὰ ὅλα μετανιώνει, σὰν τοῦ πατέρα του τὰ μάτια, ὅταν
στριμώχνεται νὰ ἀρθρώσει κάποια ἀλήθεια. Ὅπως τὰ μάτια τὰ δικά του,
ὅταν σηκώνει τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ πιάτο νὰ ἀπαντήσει γιατί δὲν τοῦ ἀρέσει
τὸ φαΐ, τί διάβολος τὸν πιάνει κάθε μέρα καὶ δὲν μιλάει κι ὅλο θυμώνει
καὶ κλειδώνεται.
Σκαλίζει ἀμίλητος τὶς μπάμιες. Μέσα ὄχι δόντια μὰ σπυριά, πολλὰ
πολλὰ σπυριά, ὅπως ἐκεῖνα ποὺ στὰ δώδεκα τοῦ αὐλάκωναν τὸ πρόσωπο,
κι ὅποτε γύριζε νὰ δεῖ κατὰ τὸν κόσμο, ἄνθιζαν σὰν ντροπὴ ποὺ ἀδέξιος
ὑπῆρχε. Μπάμιες ὅπως ἡ γλίτσα τῆς στοργῆς ποὺ γιὰ νὰ σοῦ δοθεῖ, πρέπει
νὰ καταπιεῖς ὅλο τὸ σάλιο τῆς ὑποταγῆς, τῆς ἐνοχῆς ποὺ εἶσαι ἐσὺ καὶ
δὲν τοὺς μοιάζεις, ποὺ θὲς ἀλλοῦ νὰ πᾶς, νὰ εἶσαι γυμνὸς καὶ νὰ πεινᾶς δική
σου πείνα. Μπάμιες, κουμπωμένος καρπὸς τοῦ θυμοῦ ποὺ δὲν ὡριμάζει μὰ
σαπίζει σὲ μαλακὴ γλοιώδη αὐτολύπηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου