του Δημήτρη Νανούρη
Αφιέρωσα το δευτεριάτικο σημείωμα στη μνήμη του Γιάννη Καλαϊτζή, αναφερόμενος στην εμβριθή του επιλογή στοχασμών του Εμμανουήλ Ροΐδη, τυπωμένων στη «Στιγμή». Κέντρισε το ενδιαφέρον μου ο Συριανός «χιουμορίστας» και ανέσυρα από το ράφι τον τόμο του με τα «Αφηγηματικά κείμενα», εκδοθέντα από το Ιδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, απ’ όπου αλίευσα χρονογράφημα δημοσιευμένο στην «Εστία» στα 1896, που προσφέρει ειδυλλιακή εικόνα της πρωτευούσης, μπας και ξεχάσουμε τη δυσωδία των παρ’ ημίν ημερών. Απολαύστε: Ο διευθυντής των «Καιρών» του Λονδίνου, όταν ήτο προ τινων ετών εδώ, εμακάριζε προ πάντων τους Αθηναίους ότι το άστυ των δεν έχει προάστεια και δύνανται δι’ ενός πηδήματος να μεταβώσιν από την πόλιν εις την εξοχήν, από την πλατεία του Συντάγματος, όπου είναι τα Ανάκτορα και τα μεγάλα ξενοδοχεία, εις τα πεύκα του Λυκαβηττού ή τους υπό την Ακρόπολιν αγρούς.
Θαρρώ ότι ο ευγενής Αγγλος, είτε εξ απροσεξίας είτε εκ φιλελληνισμού, ελησμόνησεν ευτυχώς να προσθέση ότι ακόμη συντομωτέρα είναι η από την αριστοκρατική τοιαύτην πλατείαν μετάβασις, όχι εις τους αγρούς, αλλ’ εις είδος τι τζιφουτοχωρίου ενθυμίζοντος τα της ρωσσικής Πολωνίας. Διότι εκατόν σαράντα επτά μόνον βήματα, όχι μάλιστα μεγάλα, χωρίζουν την πλατείαν Συντάγματος από την «οδόν Βουλής». Ο δρόμος ούτος έκαμεν εις ολίγον καιρόν μεγάλας προόδους. Πολλάς δηλ. καλύβας, μάνδρας και μπαράκας αντικατέστησαν νεόκτισται οικίαι. Υπό δε την έποψιν της απολυμάνσεως και της ευπρεπείας, όμως, δεν έγινεν απολύτως τίποτε. Κατά την διασταύρωσιν της οδού «Μητροπόλεως» εξακολουθεί να χαίνει λάκκος πλήρης ακαθάρτου υγρού, το οποίον ουδέποτε κατόρθωσαν οι ηλιακαί ακτίναι να απορροφήσουν εντελώς.
Η βροχή τον μεταβάλλει εις κίτρινον ποταμόν και εις πράσινον έλος η ανομβρία. Προς αποξήρανσιν του έλους τούτου θα ήρκει εν κάρον σκίρρων. Απέχει η αστυνομία, ουχί εκ φειδωλίας, αλλά διά να μη στερήση τα παιδία των παροικούντων της διασκεδάσεως να απολύωσιν επί του μικροσκοπικού τούτου πελάγους στολίσκους πλοιαρίων, ναυπηγουμένων εκ κελύφους καρυδίου ή κοιλίαν κολοκυθίου. Ευθύς μετά την υπέρβασιν του τέλματος αναγκάζεται ο διαβάτης, όχι μόνον να καταβή του πεζοδρομίου, αλλά και να προχωρήση προς ανεύρεσιν στενής διόδου, εις το μέσον ακριβώς του δρόμου, διά τον λόγον ότι ο λαχανοπώλης, υπό την πρόφασιν ότι είναι το πεζοδρόμιο στενόν, έκρινε πρέπον να καταλάβη και ικανόν μέρος του πλάτους της οδού με στάμνας, κοφίνια απορριμμάτων, σκαμνία και προ πάντων με τραπέζιον, επί του οποίου έχει τα κατάστιχά του και συντάσσει την ανταπόκρισιν και τους λογαριασμούς του.
Νέμεται την οδόν και κρεοπώλης, του οποίου τα υπαίθρια άγκιστρα απειλούσι τους οφθαλμούς του διαβάτου, όταν δεν κρέμανται εξ αυτών νεόσφακτα πρόβατα με την κεφαλήν προς τα κάτω, σκεπασμένην υπό της αναστρόφου και συρομένης επί του εδάφους αιμοσταγούς προβειάς. Αλλα πρόβατα εκδέρονται εντός του σφαγείου ή αναμένουν οικτρώς βελάζοντα να έλθη η σειρά των. Κατά γης έντερα και κοιλίαι και περί αυτάς ημερωμένοι κόρακες και τρία βδελυρά χασαπόσκυλλα του είδους των βουλγόδων, βάφοντα εις τενάγη αίματος την μαύρην των μύτην.
Ακολουθούν τα καζάνια και οι τεντζεράδες ανωνύμου γανωματή, φωλιάζοντος εις μαύρον άντρον ενθυμίζον την κουφάλαν όπου εμόναζε ο γύφτος του μακαρίτου Βαλαωρίτου. Παρέκει υπαίθριος ράπτης, μετά τούτον υπαίθριος υποδηματάς και ευθύς έπειτα περιάγουσι τον διαβάτην εις το απροχώρητον αι επί του πεζοδρομίου διαρκώς βιοτεχνικαί εκθέσεις λουτρών, πυραύνων, υδραντλιών, σωλήνων και άλλων ειδών των αξιοτίμων τενεκετζήδων κ.κ. Κοτούρου και Παπασπύρου... Αθάνατη Αθήνα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου