ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΤΟΣ φιλολογίας, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς
παραδόσεις τῆς γενικῆς γλωσσολογίας, ἕνα μάθημα ὄαση ποὺ ἔπαιξε
καθοριστικὸ ρόλο γιὰ τὸ δαγκωτὸ ποὺ ἔριξα ἔπειτα στὴ γλωσσολογία,
διδαχτήκαμε τὴν ἀρχὴ αὐθαιρεσίας τοῦ γλωσσικοῦ σημείου τοῦ Φερντινὰντ
ντὲ Σωσσύρ. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ αὐτή, ἡ σχέση μεταξὺ σημαίνοντος καὶ
σημαινομένου, μεταξὺ δηλαδὴ τῆς ἠχητικῆς ἀκολουθίας μιᾶς λέξης
καὶ τῆς ἔννοιάς της, διέπεται ἀπὸ αὐθαιρεσία. Μ’ ἄλλα λόγια, ἡ ἔννοια
μῆλο δὲν σχετίζεται
αἰτιακὰ μὲ τὴν ἀκουστικὴ ἀκολουθία μου-ι-λοῦ-ο,
γι’ αὐτὸ καὶ ἀντιπροσωπεύεται διαφορετικὰ ἀνὰ γλῶσσες. Ἡ γνώση αὐτὴ
θὰ μὲ εἶχε γλιτώσει ἀπὸ ἕνα τραυματικὸ ἐπεισόδιο, ἂν εἶχε εἰσαχθεῖ
στὶς γνωστικές μου ἀποθῆκες κάμποσα χρόνια νωρίτερα. Καὶ νά γιατὶ.
Τὸν
Αὔγουστο τοῦ ’95, πέρα ἀπὸ τὰ Ἰταλάκια ποὺ ἔρχονταν κάθε καλοκαίρι
στὴ γειτονιά, ἦρθε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Στέφανο, ἕνα μαυροτσούκαλο μὲ
μάτια καταγάλανα ποὺ δὲν σκάμπαζε γρὺ ἑλληνικά. Στὸ παιχνίδι, ὅμως,
συνεννοούμασταν ἄψογα, ἔδιναν κι ἔπαιρναν τὰ νοήματα κι ἡ παντομίμα.
Ἕνα βράδυ ποὺ παίζαμε κρυφτό, μόλις ξεκίνησε τὸ πέντε-δέκα-δεκαπέντε,
ὁ Στέφανο κι ἐγὼ τρέξαμε πρὸς τὴν ἴδια μεριὰ καὶ κρυφτήκαμε πίσω ἀπὸ
ἕνα μηχανάκι πού ’ταν πίσω ἀπὸ ἕνα τροχόσπιτο.
Καθότι ἡ κρυψώνα ἦταν
ὀλίγον τι στενόχωρη, τὰ γονατισμένα σώματά μας εἶχαν ἀρχίσει ἐλαφρῶς
νὰ ἐφάπτονται. Μὲς στὴν ἡσυχία τῆς θερινῆς νυκτός, ἀκουγόταν μονάχα
τὸ χτυποκάρδι μας κι ὁ γκιόνης, μέχρι ποὺ ὁ Στέφανο γέρνει στὸ αὐτί
μου καὶ μοῦ ψιθυρίζει λόγια ἀπροσδόκητα. Εὐθύς, τοῦ ρίχνω ἕνα σκαμπίλι
λυσσασμένο, ἐγὼ ποὺ δὲν εἶχα σηκώσει χέρι σ’ ἄνθρωπο, ἐξὸν τοῦ ἀδερφοῦ
μου κι αὐτὸ πάνω σὲ ἄμυνα. Ὁ Στέφανο ἔμπηξε τὰ κλάματα κι ἐγὼ ἔτρεξα
νὰ κλειδαμπαρωθῶ στὸ σπίτι.
Ἔκανα
τέσσερις ὁλόκληρες μέρες νὰ βγῶ στὴ γειτονιά. Οἱ φίλες καὶ γειτόνισσες
περναγαν μπροστὰ ἀπὸ τὸ παράθυρό μου καὶ μὲ φώναζαν. Σήκωνα λίγο το
σκοῦρο, ἔλεγα εἶμαι ἄρρωστη
καὶ τὸ ξανάριχνα. Τί ἔπαθες
καὶ χαστούκισες τὸν Στέφανο; πρόλαβαν νὰ μοῦ ποῦν μιὰ μέρα.
Νὰ σᾶς πεῖ αὐτός!
ἀπάντησα. Αὐτὸς λέει
δὲν ξέρει, εἶπε ἡ Ἀντριάνα, ἡ ξαδέρφη του ποὺ γνώριζε καλὰ
καὶ τὶς δυὸ γλῶσσες, καὶ μοῦ ἀνέβασε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι.
Τὴν
πέμπτη μέρα ἐγκλεισμοῦ μὲ ἐπισκέφτηκε ὁ Μαορίτσιο, ὁ θεῖος τοῦ Στέφανο.
Ντὲν εἶναι σωστὰ πράματα
νὰ μαλώνετε πρέπει νὰ παίζετε, τί ἔγινε, φά μου πεῖς;. Μὴ ἔχοντας
ἄλλη ἐπιλογή, ἄρχισα νὰ διηγοῦμαι τὸ περιστατικό. Στὸ ἐπίμαχο
σημεῖο κόμπιασα μιά, κόμπιασα δυό, τὴν τρίτη τὸ ξεστόμισα. Πούτσα, μοῦ εἶπε, πούτσα! Ὁ Μαορίτσιο
ξέσπασε στὰ γέλια κι ἐγὼ τὸν κοίταζα ἀποσβολωμένη. Κι ὅσο ἐκεῖνος
κακάριζε διπλωμένος στὰ δύο, τόσο προσπαθοῦσα νὰ κρατήσω τὶς παλάμες
μου νὰ μὴν ξαναχειροδικήσουν. Μόλις ἴσιωσε, μοῦ ἐξήγησε πὼς πούτσα σημαίνει βρώμα στὰ ἰταλικά,
φὰ βρώμαγε τὸ μηκανάκι!
Ντροπιασμένη πού ’χα ξεσηκώσει ἑλληνοϊταλικὴ διαμάχη στὰ
καλὰ καθούμενα, ζήτησα σκούζι
ἀπὸ τὸν Στέφανο καὶ τὸν πῆρα νὰ παίξουμε εἰρήνη ἢ πόλεμο γιὰ νὰ ξορκίσω τὸ κακό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου