Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Η Επιστολή

του Γιωργου Βέλτσου

Αγαπητέ μου Γιώργο,
Η πινακοθήκη των «Γυναικών» σου εξερράγη μέσα στην αίθουσα του φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά με μπουρλοτιέρη τη δαιμονική Ρούλα Πατεράκη. Η θηλυκή σκηνική συνωμοσία που πλέχτηκε γύρω της, ενεργοποίησε μια διαβολική «μηχανή» πατιναρίσματος των ποιητικών πορτρέτων σου, μεταμορφώνοντας τα θηλυκά, πότε σε θεότητες, πότε σε σατανάδες. Σώματα ντυμένα και γυμνά, ερωμένες, μανάδες, τρομοκράτες, ερημωμένες, αποθεωμένες, βεβηλωμένες, αποθεωμένες. Οι άντρες; Ο άντρας; Ποιητής; Ανάπηρος; Αγωνιών για φύλο; Ας είναι. Τα ροδοπέταλα και η χορεύτρια ακύρωσαν μια για πάντα το περί φύλου ερώτημα. Εφεραν στο προσκήνιο, μέσω θανάτου, «τα καημένα τα νιάτα». Απογείωσαν φωνές και σώματα και έβγαλαν περίπατο στα σύννεφα το καθηλωμένο στο αναπηρικό καροτσάκι ανδρόγυνο σώμα. Ιεροτελεστία του Χειμώνα.

Και ο θάνατος; Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ο θάνατος, που εμφιλοχωρεί στην ποίηση, ασφυκτιά στη σκηνή. Ο θάνατος -το είπε ο Αντρέ Μπαζέν εγκαίρως, και πάντως πριν από τις τηλεοπτικές ανταποκρίσεις θανάτων- δεν αναπαρίσταται. Δεν μπορεί να κατοικήσει στη σκηνή και στην οθόνη. Η σκηνή ζει. Ο,τι συμβαίνει επάνω της αναπνέει με την κανονικότητα των παλμών του ζωντανού σώματος και όχι με τις -εκ γενετής- επιθανάτιες συχνότητες της ποίησης. Ετσι, το ήδη κατακερματισμένο πρόσωπο του ποιητικού κειμένου υποφέρει όταν κατακερματίζεται για δεύτερη φορά πάνω στη σκηνή.
Ο στίχος γράφεται και διαβάζεται εξαρχής ως ρωγμή του λόγου στο πλαίσιο ενός ιδιωτικού μπρα ντε φερ ανάμεσα στον ποιητή και τον αναγνώστη, όπου ξαφνικά και απροειδοποίητα ο αγώνας διακόπτεται. Αν το θέατρο προσθέσει και τη σκηνική ρωγμή μιας κατακερματισμένης εκφοράς του, τραυματίζει το τραύμα. Επί σκηνής, η ροή του ποιήματος πρέπει να προστατευτεί ως κινέζικη πορσελάνη, είναι ζήτημα εκτάκτου ανάγκης να διαφυλαχθεί ο δικός της, εσωτερικός κατακερματισμός και όχι να προστεθεί επάνω του η θεατρική εκφορά ως θραύσμα. Αλλιώς, πού να βρει χώρο να γκρεμιστεί η πεζογραφία; Αλλιώς, πού να βρεί χώρο ο θεατής να χάσει τη φωνή του ακούγοντας: « …της παραδίδω την κλονισμένη κράση μου / Να χρωματίσει τα ντροπαλά μου μάγουλα / στο κόκκινο της υπεραιμίας / που θα χαρακτηρίσει του λοιπού / το ανυπόστατο μέλλον μας». Ας ξεκουράσουμε την κριτική λοιπόν, κρατώντας επί σκηνής ατόφιο -δηλαδή κλειδωμένο- το ποίημα.
Γιάννης Λεοντάρης
*Δημοσιεύω στη στήλη μου την επιστολή που έλαβα από τον σκηνοθέτη Γιάννη Λεοντάρη, γιατί αξίζει τον κόπο.
ΠΗΓΗ Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου