ΔΙΠΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ τοῦ παπα-Μιχάλη
ἦταν ἕνα σπιτάκι μικρὸ καὶ μαραζωμένο, εἶχε λίγα χρυσάνθεμα στὴν ἄκρη
τῆς αὐλῆς καὶ παντοῦ χῶμα, τόσο πολὺ χῶμα ποὺ ἔβλεπες σειρὲς τὰ μαῦρα
μυρμήγκια νὰ κουβαλοῦν σπυριὰ ἀπὸ κριθάρι. Ἐκεῖ μέσα ζοῦσαν ὁ Χαμπὴς
καὶ ἡ Μαρία καὶ τὰ δυό τους τὰ παιδιά. Κανεὶς δὲν τοὺς ἤθελε, γιατί ἦταν
χιλιαστές. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα κανεὶς δὲν ἤξερε τὴ λέξη διάκριση ἢ ἀνοχή.
Πρῶτος ὁ παπάς, ποὺ 'χε κρυμμένα ὅπλα στὸ σπίτι του ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς
πρώτης ΕΟΚΑ, ἔβαλε ὅλους τοὺς γείτονες νὰ μὴν τοὺς χαιρετᾶνε, μήτε καμιὰ
εὐκολία νὰ τοὺς κάνουν. Καὶ τὰ παπαδοπαίδια του, πού 'χε ὀχτὼ γιὰ ἐννιά,
φώναζαν: «Νά τους, νά τους, οἱ χιλιαστές...». Ὁ Βαγγέλης καὶ ὁ Πέτρος, τὰ
δυὸ μικρά, ἦταν τὰ χειρότερα. Παρ' ὅλα τὰ χριστιανικά τους ὀνόματα,
δὲν εἶχαν καμιὰ λύπηση γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Χάμπου καὶ οὔτε ποὺ σκέφτονταν
πὼς αὐτὰ δὲν ἔφταιγαν σὲ τίποτα ποὺ οἱ γονεῖς τους, ἔτσι στὰ καλὰ καθούμενα,
ἀποφάσισαν νὰ ξεγίνουν χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι καὶ νὰ βαπτιστοῦν μάρτυρες
τοῦ μόνου καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰεχωβᾶ, κατὰ ποὺ τοὺς ἔλεγαν οἱ δικοί
τους ἀρχηγοί, κάτι ἀνάλογο τοῦ διαολεμένου τοῦ δικοῦ μας παπᾶ.
Ἐμεῖς, τὰ ἄλλα τὰ παιδιά, τὰ ἴδια σκατὰ καὶ τοῦ λόγου μας. Πηγαίναμε
καὶ λέγαμε στὴν κυρία στὴν τάξη πὼς στὸ σχολεῖο μας ἔχουμε δυὸ «χιλιαστάκια»
καὶ πὼς πληρώνονται ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ καὶ θὰ γίνουν πλούσιοι καὶ θὰ ἀγοράσουν
Μερσεντές.
Κάναμε ἐπιδεικτικὰ τὸν σταυρὸ μας μπροστά τους, σὰν νὰ θέλαμε
νὰ δείξουμε πὼς μόνο ἐμεῖς ἤμασταν οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ καὶ πὼς μόνο ἐμεῖς
εἴχαμε δικαίωμα νὰ ζοῦμε σὲ ἐκεῖνο τὸ τρισάθλιο χωριό, μὲ τὴ νεωτερικὴ
ἐκκλησία, πού 'μοιάζε μὲ πολυκατάστημα. Αὐτὰ τὰ καημένα ἄχνα δὲν ἔβγαζαν,
μήτε νὰ δικαιολογηθοῦν, μήτε νὰ τρέξουν νὰ κρυφτοῦν. Τὰ σπρώχναμε στὶς
συγκεντρώσεις, τὰ κοροϊδεύαμε ὅταν σχολνούσαμε καὶ αὐτὰ μᾶς κοίταζαν
σὰν μικρὰ περδικάκια ποὺ τοὺς χαλᾶνε τὶς φωλιές τους. Εἶχαν ἕνα παράπονο
μόνο στὸ πρόσωπο, ποὺ τά 'κανε μελαγχολικὰ καὶ φοβισμένα. Μιὰ μέρα,
ρώτησα τὸν μεγάλο: «Γιατί δὲν λέτε τίποτα ὅταν σᾶς κοροϊδεύουν;»
Καὶ αὐτός, σὰν δασκαλεμένος καὶ καλὸς μαθητής, μοῦ εἶπε: «Ὁ Χριστὸς εἶπε,
ὅταν σὲ χτυποῦν στὸ ἕνα μάγουλο, νὰ γυρίζεις καὶ τὸ ἄλλο.» Ἐγὼ σάστισα
κάπως καὶ ἐντυπωσιάστηκα μὲ τὸ πνεῦμα θυσίας καὶ ἀρετῆς ποὺ ἔβγαλε
ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ «χιλιαστάκι» καὶ σκέφτηκα: «Λὲς νά 'ναι αὐτοὶ οἱ
σωστοὶ καὶ ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι λάθος; Τί ἡρωικὸ πράγμα νὰ σὲ χτυποῦν
στὸ ἕνα μάγουλο καὶ νὰ γυρίζεις καὶ τὸ ἄλλο!»
Μιὰ μέρα, ποὺ παίζαμε πέντε μέρες καὶ ὁ Φάνης μοῦ 'δωσε μιὰ κλοτσιὰ
γιατὶ τοῦ χάλασα τὶς πέτρες, γύρισα καὶ τοῦ εἶπα: «Φάνη, δῶσε μου ἄλλη
μιὰ κλοτσιά, γιατί ἔτσι εἶπε ὁ Χριστός.» Ὁ Φάνης, ποὺ ἦταν καὶ ποδοσφαιριστής,
μοῦ 'δωσε ἄλλη μιὰ κι ἐμένα μοῦ ἄρεσε καὶ σκέφτηκα νὰ γίνω κρυφὰ κι ἐγὼ
ὀπαδὸς αὐτοῦ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ἂν μὴ τί ἄλλο, θὰ
μὲ πρόσεχαν, θὰ ἀσχολοῦνταν ὅλοι μαζί μου, θὰ προκαλοῦσα ἕναν ντόρο
γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά μου, γιατί οὔτε στὰ ἀθλητικὰ ἤμουν καλὸς οὔτε στὰ
μαθηματικὰ οὔτε στὰ ἑλληνικὰ καὶ στὴν τάξη ποτὲ δὲν μὲ ψήφιζε κανεὶς
γιὰ πρόεδρο.
Ὅταν πῆγα σπίτι, κατὰ ποὺ θυμᾶμαι ἐκείνη τὴ μέρα, εἶπα στὴ μάνα μου
πὼς θὰ γίνω μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ἡ μάνα μου, ποὺ ἦταν λίγο ἀλαφιασμένη
καὶ εἶχε τὸ νοῦ της μόνο στὰ κουνέλια τῆς αὐλῆς, μοῦ 'πε: «Δὲν πὰ νὰ γίνεις
καὶ ἀστροναύτης...»
Κανεὶς δὲν μὲ πῆρε στὰ σοβαρὰ κι ἔτσι κατάλαβα πὼς θὰ ἔμενα γιὰ πολὺ
καιρὸ κάποιος ποὺ δὲν θὰ πρόσεχε κανεὶς εὔκολα, κάποιος ποὺ κανεὶς δὲν
μιλοῦσε γιὰ αὐτόν, κανεὶς δὲν τὸν ζήλευε καὶ οὔτε κὰν κανεὶς τὸν κορόιδευε.
Ἄχ, τί εὐτυχισμένοι ποὺ ἦταν οἱ χιλιαστές...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου