Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Τι έλεγε ο Καβάφης στους πιο στενούς του φίλους και σε δημοσιογράφους της εποχής




που  πήρε τη πρωτοβουλία να αξιοποιήσει τις πληροφορίες του Τίμου Μαλάνου * όπως αυτές δημοσιοποιήθηκαν  σε ένα εξαντλημένο βιβλίο των εκδόσεων «Πρόσπερος», μαθαίνουμε τόσα και τόσα για τον ποιητή που δίδαξε τη λιτότητα και τη διαύγεια σε ένα ανεπίδεκτο μαθήσεως σώμα διανοουμένων….


«Αν θέλεις να ζήσεις σαν άνθρωπος και να πεθάνεις σαν σκυλί, μη παντρευτείς. Αν όμως θέλεις να ζήσεις σαν σκυλί και να πεθάνεις σαν άνθρωπος, παντρέψου».  
 «Θεμελιώδους σημασίας και πρωταρχικό στοιχείο τέχνης η συγκίνησις»  
 →Ως τεχνίτης προτιμούσε τα γεγονότα από τις ιδέες, που τις θεωρούσε, όπως μου έλεγε, προδοτικές.
  → «Να μικραίνουμε τα πράγματα είναι ασφάλεια».  
 →«Είχα προ πολλών ετών επιχειρήσει να συγγράψω ένα ιστορικό λεξικό και έφθασα ως το λήμμα «Μέγας Αλέξανδρος», αλλά δεν εσυνέχισα».  
 →«Δύο μου ποιήματα εναυάγησαν γιατί δεν βρήκα Γρηγόριο Ναζιανζηνό στην Αλεξάνδρεια».
  →«Είμαι εξ εκείνων που επιθυμούν να διατηρηθούν όσο το δυνατόν αρχαίαι λέξεις».
  →«Η μετάφρασις του Ευαγγελίου δεν έπρεπε να γίνει, ήταν περιττή».
 →«Γλωσσικώς το μέλλον θα με δικαιώσει».  
 →«Ο τεχνίτης οφείλει εάν έχει κάποιο βίτσιο να το καλλιεργεί και να το μεταφέρει στην τέχνη του μέσα».  
 →«Είναι πολύ πιο δύσκολο για μένα να τοποθετήσω τα πρόσωπα μου στη βυζαντινή εποχή, αν και πιο κοντά μου –δεν είναι περίεργο;- είναι περιοριστική. Ενώ η ελληνιστική είναι πιο ανήθικος, πιο ελευθέρα, και με επιτρέπει να κινήσω τα πρόσωπα μου όπως θέλω».
 
 →«Κατά γενικόν κανόνα οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιηταί έγραψαν τα καλύτερα τους έργα εις ηλικίαν νέαν, προ του γήρατος. Τα ζωηρότερα γεγονότα δεν μοί εμπνέουν αμέσως. Χρειάζεται πρώτα να περάσει καιρός. Κατόπιν να ενθυμούμαι και εμπνέομαι. Πολλοί ποιηταί είναι μόνον ποιηταί. Ο Πορφύρας π.χ. είναι μόνον ποιητής. Ο Παλαμάς όχι. Έγραψε διηγήματα. Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον∙ αλλά αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν. Μα τώρα είναι πια αργά».  
   «Είναι φοβερό να μη μπορεί κανείς να διαθέτει το σώμα του όπως θέλει», μου έλεγε μια μέρα του 1924, διαμαρτυρία που αμφιβάλλω αν θα τολμούσε να την πει είκοσι χρόνια πρωτύτερα.   Τα ίδια πράγματα ο Καβάφης συνήθιζε να τα λέει και να τα ξαναλέει σε διάφορα πρόσωπα. Ιδού, για το περίεργο του πράγματος,  μια άλλη ζωηρότερη ως έκφραση εκδοχή του, που την αντιγράφω από ένα τετράδιο ανέκδοτων σημειώσεων της κυρίας Ευτυχίας Ζελίτα, συζύγου του Στέφανου Πάργα:   Δευτέρα 8 Απριλίου 1929,   Ο λόγος πάνω στο έργο του, ότι το έργο του ακόμα δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένο. Κι αυτό είναι ένα σφάλμα που έκανε ο Περίδης γράφοντας εκείνη την κριτική του. «Επειδή με είδε μεγαλούτσικο φαντάστηκε πως το έργο μου είχε τελειώσει πια. Και γι αυτό όλα όσα έγραψε είναι σαν για έργο τελειωμένο. Πολλοί έγραψαν μετά τα σαράντα. Ο μεγάλος Anatole France έγραψε το κολοσσιαίο έργο του μετά τα σαράντα πέντε. Και τόσοι άλλοι.   Σε μένα η άμεση εντύπωση δεν είναι αφορμή εργασίας. Πρέπει η εντύπωση να παλιώσει, να ψευτίσει μόνη της, απ’ τον καιρό, χωρίς εγώ να την ψευτίσω.    Εγώ είχα δύο ιδιότητες. Να κάνω ποιήματα και να γράψω ιστορία. Ιστορία δεν έγραψα κι είναι αργά πλέον. Τώρα, θα πείτε, πως ξέρω ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορία; Το καταλαβαίνω. Κάνω το πείραμα κι ερωτώ τον εαυτό μου: «Καβάφη, μπορείς να γράψεις μυθιστόρημα;» Δέκα φορές με φωνάζουν όχι. Κάνω πάλι το ερώτημα: «Καβάφη, μπορείς να γράψεις θέατρο;» Εικοσιπέντε φωνές με φωνάζουν πάλι όχι. Κάνω πάλι το ερώτημα: «Καβάφη, μπορείς να γράψεις ιστορία;» Εκατόν είκοσι πέντε φωνές με λένε μπορείς να γράψεις».      
 →«Εάν ο Μωρεάς έγραφε το έργον του ελληνικά, η θέση του, σε μια καινούργια λογοτεχνία, σαν τη δική μας, θα ήταν πολύ πιο σημαντική από εκείνη που εξασφάλισε στα γαλλικά γράμματα. 
  →Στο ίδιο δίλημμα βρέθηκα κι εγώ κάποτε: να γράψω τη γλώσσα μας ή να διαλέξω μια άλλη;»  
→Για το Λόρδο Βύρωνα ως ποιητή: «Υπήρξε ολίγον τι ρητορικός και ολίγον τι τσαρλατάνος, κι εδώ που τα λέμε, δεν ήτο της σχολής μου».  
→«Ο Παλαμάς, φίλε –είπε το 1924 στο δημοσιογράφο Ν.Γιοκαρίνη –είναι μεγάλος λυρικός ποιητής, μα του Καβάφη δεν του αρέσει η λυρική ποίησις. Η πολλή λυρική ποίησις, η ενθουσιώδης ποίησις δεν με ελκύει. Ο Παλαμάς έχει πολλά εξάρσεις».  
→«Είσαι πολύ νέος», μου είπε, «κι αυτό μόνο αργότερα θα το καταλάβεις. Ο τεχνίτης, και όταν ακόμα γηράσει μπορεί να βρίσκει ενδιαφέρον και θέρμη στη ζωή, χάρις στο ίδιο του το έργο. Είναι μέσω του έργου του που θα παρηγορηθεί, για το κακό που του επιφυλάσσουν τα χρόνια του γήρατος. Εκεί που οι πιότεροι άνθρωποι δεν βλέπουν παρά ερείπια μόνον, ο τεχνίτης έχει το έργο του, που συγκινεί, συζητείται, αρέσει».  
 →«Τα χρήματα μου τα έχω σε τίτλους εταιρειών, σε τίτλους κρατικούς και 500 χρυσές λίρες. Εάν πτωχεύσουν οι εταιρείες, θα έχω τους τίτλους του κράτους, εάν πτωχεύσει το κράτος, θα έχω τες 500 λίρες».  
→Δείχνοντας στο Θεόδωρο Γρίβα το αττικό τοπίο, απ’ το παράθυρο του ξενοδοχείου «Αναγέννησις» της Κηφισιά, όπου έμενε, του είπε: «Εδώ βασιλεύει το μέτρον και η αρμονία της αρχαίας Ελλάδος. Επάνω από τα φυλλώματα των δέντρων, διαβάζω: μηδέν άγαν. Επάνω από τους λόφους εκείνους, τους μακρινούς: παν μέτρον άριστον».  
-       Από μια συνομιλία μας, που την κατέγραψα, όσο μπορούσα πιστότερα, γυρίζοντας σπίτι μου. Θέμα: ο Πτωχοπρόδρομος.    «Είναι μεγάλος ο Πτωχοπρόδρομος. Βέβαια, είναι οι σημερινοί ξένοι που δεν διστάζουν να το πουν∙ μα πρέπει να γραφεί και η ιστορία της λογοτεχνίας μας από Έλληνα για να το φωνάξει, πως έχομε κι εμείς τον Rabelais τον δικό μας, τον Πρωχοπρόδρομο, που τα ποιήματα του είναι αριστουργήματα στο είδος των».   Αλλά πώς σας φαίνεται η γνώμη που υποστηρίζουν μερικοί ότι δεν πρόκειται περί ενός συγγραφέα, μα περί κύκλου μάλλον πρωχροπροδρομικών ποιημάτων;    «Δεν ξέρω∙ ίσως... Μα και αν δεν είναι ένας ο Πτωχοπρόδρομος δεν ημπορεί να είναι πιότεροι από δύο. Πρέπει να το φωνάξομε, πως είναι μεγάλος ο Πτωχοπρόδρομος∙ και τι λεπτός! Ο Μολιέρος είναι μεγάλος, μα έχει και τες προστυχιές του, ενώ ο Πτωχοπρόδρομος...».   Του λέω, δε μου πολυαρέσει το ζητιάνικο ύφος του.   «Τίμο, είναι χαριτωμένος. Τι χαριτωμένος! ‘Εκεί μάλιστα που περιγράφει τον τσαγκάρη, που έχει τόσα φαγητά στη διάθεση του, ενώ αυτός είναι μοιραίο να χορταίνει μόνο με ιάμβους, και απαριθμεί ένα προς ένα όλα τα φαγητά, και τέλος τον βλέπει ν’ «ανακουμπώνεται κατά της μαγαιρίας!...».   Εκείνο το «κατά της μαγαιρίας» είναι τέλειο, είναι αριστουργηματικό. Το «κατά» εκείνο είναι εύρημα λογοτεχνικό μεγάλης αξίας, Τίμο!».   Ό,τι προέχει στη γνώση του αυτή, είναι το εγκώμιο της πρόθεσης κατά, που την θεωρούσε λογοτεχνικό εύρημα. Και πράγματι, σ’ αυτή τη λέξη οφείλεται και η ζωηρότητα της όλης σκηνής. Το «ανακουμπώνεται κατά της μαγαιρίας», άθελα φέρνει στο νου επίθεση εναντίον εχθρού και το επικείμενο καταβρόχθισμα του.   Το μέγα προτέρημα του Καβάφη ήταν η συνείδηση του λεκτκού σταθμίσματος. Και χάρη σ’ αυτό το προτέρημα του συχνά ως τεχνίτης κατόρθωνε στην ποιήση του θαύμα. Όπως γράφει κι ο Κοκτώ στο «Επαγγελματικο μυστικό» του, «τ’ αληθινά τα δάκρυα δε θα μας τα αποσπάσει η θλιβερή σελίδα, αλλά το θαύμα μιάς λέξης που είναι στη θέση της». Αν όχι τα δάκρυα, όμως τη συγκίνηση για το εφήμερο της ομορφιάς και των αισθημάτων, μ’αυτή την καλοβαλμένη τη λέξη, μας την προκάλεσε κι ο Καβάφης στην ποίηση του.   Όταν τον πρωτογνώρισα και, μεταξύ άλλων, τον ρώτησα αν είχε γράψει πατριωτικό ποίημα, μου είπε: «Αν και έζησα όλες τες συγκινήσεις των πολέμων του 12 και του 13, και συχνά αργά τα βράδυα κατέβαινα απ’ το σπίτι να μάθω τίποτα νεώτερο για τα Ιωάννινα, σχετικώς δεν έγραψα ούτε ένα στίχο. Δεν είμαι ποιητής πατριώτης, αλλά φυλετικός. Και εννοώ με την λέξη φυλετικός, την πλήρη αποκατάσταση της ελληνικής φυλής. Δηλαδή να προσαρτηθεί στην σημερινήν Ελλάδα κάθε μέρος με ελληνική συνείδηση, όπως λ.χ. ο Πόντος και τα παράλια της Μικράς Ασίας». Με δύο λόγια, ο φυλετισμός του απέβλεπε στην αναβίωση ενός ελληνικού Βυζαντίου.   
 →Τις μέρες της Μικρασιατικής καταστροφής, μιλώντας στο φίλο του και πρώην Απουάνο Βασίλη Αθανασόπουλο, που είχε πριν λίγα χρόνια δημοσιεύσει στο περιοδικό «Γράμματα» μανιφέστο κατά της ρουτίνας και υπέρα του Καβάφη, είπε: «Κρίμα που χάσαμε την Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Θα ήσαν μεγάλα κέντρα και οι Έλληνες λόγιοι θα μπορούσαν να διαθέτουν τα έργα των».  
 →Αποτεινόμενος στο δημοσιογράφο Απόστολο Λεοντή, που συνομιλώντας με δύο άλλους στο εντευκτήριο των «Γραμμάτων», εξεθείαζε λίγο φωναχτά στήθη γυναικεία και σώματα, είπε, κάπως ερεθισμένος, το περίφημο εκείνο: «Πάψε Λεοντή, με αηδιάζεις!».  
 →Ο Πόλυς Μοδινός θυμάται έναν πολύ χαρακτηριστικό λόγο του Καβάφη, όταν κάποιος ομαλός φίλος του του ζήτησε συμβουλή επάνω σε μια προσωπική ερωτική του υπόθεση: «Αν αι δεν έχω πείραν αυτού του είδους των σχέσεων...».  
→«Δεν εννοώ την φιλίαν ή την έχθρα, παρά ως φιλία ή έχθρα προς το έργο μου».  
 →«Όπως ο καλός έμπορος διαφημίζει την πραγμάτειά του για να την πουλήσει, έτσι κι ο ποιητής οφείλει να διαφημίζει το είδος που προσφέρει. Ο κόσμος έχει πολλή δουλειά, τόσο που δεν του μένει καιρός να ενδιαφερθεί για τον διπλανό του. Είναι λοιπόν καθήκον μας να μιλούμε οι ίδιοι για τον εαυτό μας και τα έργα μας, έως ότου αναγκάσουμε τον κόσμο να σταθεί, ν’αφήσει την δουλειά του και να μας προσέξει»∙ και συμπλήρωσε: «Με φαίνεται που κάπου το διάβασα αυτό...»  
→«Τον Καισαρίωνα τον φόρεσαν μετάξι τριανταφυλλί, γιατί εκείνη την εποχή ένας πήχυς τέτοιο μετάξι στοίχιζε τόσες χιλιάδες σημερινών δραχμών».   
 →Όταν στις αρχές της γνωριμίας μας τον ερώτησα ποιός ήταν αυτός ο Κ.Φ.Καβάφης, του οποίου ποιήματα είχα βρει σε παλιά περιοδικά και ημερολόγια, μου είπε πως ήταν «ένας μακρινός του εξάδελφος που έγραφε και αυτός ποιήματα, μα που δεν ήσαν μεγάλο πράγμα».   Αλλά όταν, έπειτα από δύο τρία χρόνια, που η αληθινή ταυτότητα του Κ.Φ.Καβάφη ήταν πιά κοινό μυστικό στους φιλολογικούς κύκλους της Αλεξάνδρειας, εδέησε, σε νέα μου ερώτηση, να ικανοποιήσει την περιέργεια μου λέγοντας μου ότι εκείνο το Φ ήταν απλούστατα αρχικό του οικογενειακού ονόματος της μητέρας του (=Φωτιάδη).  
 →«Είναι φοβερό να μη μπορεί κανείς να διαθέτει το σώμα του όπως θέλει», μου έλεγε μια μέρα του 1924, διαμαρτυρία που αμφιβάλλω αν θα τολμούσε να την πει είκοσι χρόνια πρωτύτερα.   
 →Μια δήλωση του 1926 στο εντευκτήριο των «Γραμμάτων» ότι «επί 20 συνεχή έτη δεν είχε αφήσει την Ιστορία από τα χέρια του».     -Θα ήθελα τη γνώμη σας κύριε Καβάφη πάνω σε μια προσωπική μου υπόθεση αρκετά δελεαστική και αφού του εξέθεσε ο κοινός φίλος μας αυτό που του είχαν προτείνει ο Καβάφης του λέει: -Να το κάνεις, να το κάνεις, Στάμο! -Μα υπάρχει κύριε Καβάφη ένα σημείο που με κάνει λίγο διστακτικό. -Ε τότε να μη το κάνεις!, του λέει,κι αμέσως αλλάζει κουβέντα.   
 →«Δεν είμαι χριστιανός, μα λυπάμαι που δεν είμαι».  
 →Κάποτε που έγινε λόγος για κείνους που κάνουν τα μύρια όσα και στο τέλος πεθαίνουν με το σταυρό στα χέρια, είπε: «Μη τους ψέγεις∙ φθάνει που μετάνοιωσαν. Αυτή άλλωστε είναι η ωραιότης της χριστιανικής θρησκείας».  
 →Στον Αιγύπτιο Ιμπραήμ ελ Καγιάρ, συνάδελφο του στις Αρδεύσεις, μιλώντας μια μέρα για το θρησκευτικό ζήτημα, είπε «πως οι θρησκείες είναι cooked=μαγειρεμένες (Μαρτυρία Μανώλη Χαλβατζάκη)   ________ Τίμος Μαλάνος, Ο Καβάφης έλεγε. Εκδόσεις Πρόσπερος, 1986, εξαντλημένο (σελ. 11-18)  

 *ΤΙΜΟΣ ΜΑΛΑΝΟΣ (1897-1984) Ο Τίμος Μαλάνος γεννήθηκε στον Πειραιά και καταγόταν από τα Κύθηρα. Σε ηλικία εννιά χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αλεξάνδρεια, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εργάστηκε σε εταιρεία βάμβακος ως το 1966, οπότε αναγκάστηκε, όπως πολλοί άλλοι Αιγυπτιώτες της εποχής του, να εγκαταλείψει τη δουλειά του και την πόλη του, και να εγκατασταθεί στη Λωζάννη της Ελβετίας, όπου πέθανε. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε αλεξανδρινά περιοδικά το 1916. Δύο χρόνια αργότερα τυπώθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ρόδα θαλάμου, τίτλο που χρησιμοποίησε για δύο ακόμη βιβλία του, ένα του 1939 και ένα του 1979. Παράλληλα ασχολήθηκε με την πεζογραφία και τη λογοτεχνική κριτική, με πρώτη επίσημη παρουσία το βιβλίο του Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης, που κυκλοφόρησε το 1933 και εγκαινίασε τη σειρά μελετών του Μαλάνου για τον αλεξανδρινό ποιητή. Ασχολήθηκε επίσης με το έργο του Γιώργου Σεφέρη, του Κώστα Καρυωτάκη, του Κώστα Βάρναλη, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, της Μέλπως Αξιώτη, του Οδυσσέα Ελύτη και άλλων ελλήνων λογοτεχνών. Συνεργάτης των περιοδικών Σκέψη και Αργώ, διετέλεσε επίσης διευθυντής του περιοδικού Σημειώματα και εξέδωσε το περιοδικό Προπύλαια (1918). Εξέδωσε επίσης το αυτοβιογραφικό κείμενο Αναμνήσεις ενός Αλεξανδρινού. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τίμου Μαλάνου βλ. Δασκαλόπουλος Δημήτρης, «Μαλάνος Τίμος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986 και Χατζηφώτης Ι.Μ., «Μαλάνος Τίμος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. .   Πηγή:  www.lifo.gr   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου