Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Νί­κος Νι­κο­λά­ου-Χα­τζη­μι­χα­ήλ : Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ πιδκιαύλιν(Κυπριακά : Αυλός)


ΚΟΥΒΑΛΟΥΣΕ ἀ­πὸ γεν­νη­σι­μιοῦ του μιὰ πά­θη­ση στὴ μέ­ση καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε οὔ­τε νὰ στα­θεῖ ὄρ­θιος, οὔ­τε βέ­βαι­α νὰ περ­πα­τή­σει. Τὶς πιὸ πολ­λὲς ὧ­ρες κα­θό­τα­νε σ’ ἕ­να χα­μη­λὸ σκα­μνά­κι μὲ τὰ πό­δια τεν­τω­μέ­να μπρο­στά. Τὸ μι­κρὸ σπι­τά­κι του ἦ­ταν πλά­ι στὸ σπί­τι τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν ἄ­ρι­στες σχέ­σεις. Ὅ­λη τὴν πε­ρι­ου­σί­α ποὺ εἶ­χε, τὴν εἶ­χε ἐκ­χω­ρή­σει σ’ αὐ­τὸν γιὰ νὰ τὴ δου­λεύ­ει, μὰ κι ὁ ἀ­δελ­φός του, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὴν πρά­ξη του αὐ­τή, θε­ω­ροῦ­σε πὼς ἦ­ταν χρέ­ος του νὰ βο­η­θᾶ ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν κα­λύ­τε­ρα τὸν βα­σα­νι­σμέ­νο ἀ­δελ­φό του. Ἦ­ταν μιὰ ὑ­πό­σχε­ση ποὺ εἶ­χε δώ­σει στὸν πα­τέ­ρα του καὶ τὴν κρα­τοῦ­σε.
       Ἕ­να χα­μη­λὸ τρα­πε­ζά­κι ποὺ ἦ­ταν δί­πλα του εἶ­χε πά­νω μιὰ μι­κρὴ λάμ­πα τοῦ πε­τρε­λαί­ου καὶ μιὰ νε­ρο­κο­λο­κύ­θα. Ἐ­κεῖ ἔ­τρω­γε τὸ λι­γο­στὸ φα­γη­τὸ ποὺ τοῦ ἔ­φερ­νε ὁ ἀ­δελ­φός, ἡ νύ­φη ἢ τὰ ἀ­νί­ψια του καὶ τοῦ γέ­μι­ζαν τὴ νε­ρο­κο­λο­κύ­θα του μὲ μαῦ­ρο στερ­κὸ κρα­σὶ ποὺ τὸ ἀ­πο­λάμ­βα­νε κά­θε βρά­δυ. Τὸ κρε­βά­τι του, κι αὐ­τὸ χα­μη­λό, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ ξα­πλώ­νει χω­ρὶς βο­ή­θεια. Τί ὕ­πνο ἔ­κα­νε, ἕ­νας Θε­ὸς τὸ ξέ­ρει: σὲ ὀρ­θὴ γω­νί­α πάν­τα κι ὅ­ταν ἤ­θε­λε νὰ γυ­ρί­σει ἀ­πὸ τὸ ἄλ­λο πλευ­ρὸ μπερ­δεύ­ον­ταν οἱ κου­βέρ­τες καὶ τὰ σεν­τό­νια καὶ τὸν κού­ρα­ζαν πιὸ πο­λύ. Εἶ­χε πο­λὺ λί­γα ἔ­πι­πλα στὸ μι­κρὸ σπι­τά­κι, ἕ­να ντου­λα­πά­κι, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­βα­ζε τα ροῦ­χα του, ποὺ τὰ μά­ζευ­ε μιὰ φο­ρὰ τὴ βδο­μά­δα χρό­νια τώ­ρα μιὰ γυ­ναί­κα τοῦ χω­ριοῦ καὶ τὰ ἔ­πλε­νε ἐ­πὶ πλη­ρω­μῇ, κι ἕ­να αἰ­ω­ρού­με­νο μι­κρὸ ντου­λα­πά­κι, μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο φύ­λα­γε λί­γα χα­λού­μια ποὺ τοῦ ἔ­φερ­ναν οἱ βο­σκοὶ τοῦ χω­ριοῦ. Τὸ ἀ­νε­βο­κα­τέ­βα­ζε μὲ τὴ βο­ή­θεια ἑ­νὸς λε­πτοῦ σχοι­νιοῦ ποὺ τὸ στε­ρέ­ω­νε σὲ ἕ­να με­γά­λο καρ­φὶ στὸν τοῖ­χο.
       Ἡ με­τα­κί­νη­σή του γι­νό­ταν πο­λὺ δύ­σκο­λα καὶ μὲ πο­λὺ με­γά­λη προ­σπά­θεια.
Τρα­βοῦ­σε τὴν ἄ­κρη τῆς μαύ­ρης βρά­κας του μπρο­στὰ καὶ τὴν στε­ρέ­ω­νε, ἀ­φοῦ τὴν περ­νοῦ­σε μέ­σα στὴν πο­λύ­φυλ­λη ζώ­στρα του, με­τὰ ἄ­φη­νε τὰ χέ­ρια κά­τω στὴ γῆ, ἔ­βα­ζε δύ­να­μη στοὺς καρ­ποὺς κι ἔ­σπρω­χνε τὸ σῶ­μα του λί­γο μπρο­στὰ μέ­χρι ἐ­κεῖ ποὺ τὰ γό­να­τα μπο­ροῦ­σαν νὰ καμ­φθοῦν, πρὶν ἀρ­χί­σει ὁ πό­νος. Ἔ­κα­νε τὸ ἴ­διο ξα­νὰ καὶ ξα­νά, μέ­χρι νὰ φτά­σει στὸν προ­ο­ρι­σμό του. Αὐ­τὸ ὅ­μως τοῦ προ­κα­λοῦ­σε πολ­λὴ κού­ρα­ση, κυ­ρί­ως στὰ χέ­ρια κι ἔ­τσι ἀ­πέ­φευ­γε τὶς με­τα­κι­νή­σεις. Ὅ­ταν συ­ναν­τοῦ­σε κά­ποι­ον στὸ δρό­μο του, κα­θὼς ἦ­ταν χα­μη­λά, ἔ­πρε­πε νὰ βγά­λει τὸ πλα­τύ­γυ­ρο ψά­θι­νο κα­πέ­λο του, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ τὸν δεῖ. Ἀ­γα­ποῦ­σε τοὺς συγ­χω­ρια­νούς του ἀλ­λὰ κι αὐ­τοὶ εἶ­χαν τὰ ἴ­δια συ­ναι­σθή­μα­τα καὶ πάν­τα ἐκ­δή­λω­ναν τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τους γιὰ νὰ τὸν βο­η­θή­σουν, ἂν τοὺς εἶ­χε ἀ­νάγ­κη. Ἦ­ταν καὶ κά­ποι­ες στιγ­μὲς ποὺ ἔ­νι­ω­θε τό­σο ἀ­σή­μαν­τος, ἕ­να ἄ­χρη­στο πλά­σμα στὸν κό­σμο, ποὺ σερ­νό­ταν σὰν σκου­λή­κι στὸ χῶ­μα.
       Ὅ­μως, δὲν ἦ­ταν ἄ­χρη­στος. Κά­θε ἄλ­λο, ἦ­ταν μο­να­δι­κὸς στὴν πε­ρι­ο­χὴ καὶ τὸ πιδ­κια­ύλιν του ξα­κου­στό. Ἔρ­χον­ταν οἱ βο­σκοὶ μα­ζὶ μὲ τὶς κου­δοῦ­νες τους καὶ πα­ράγ­γελ­ναν. Κι αὐ­τὸς ξυ­πνοῦ­σε πρὶν χα­ρά­ξει, καὶ «σύ­ρε καὶ νὰ πᾶς, λά­μνε καὶ νὰ πᾶς», ἔ­φτα­νε στὴ βρύ­ση τοῦ χω­ριοῦ, στὸν κα­λα­μι­ώ­να, δι­ά­λε­γε τὰ κα­λύ­τε­ρα κα­λά­μια καὶ με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­ρο­δάφ­νη δι­ά­λε­γε τὸ κλω­νά­ρι ποὺ θὰ ἔ­βγα­ζε τὶς κα­λύ­τε­ρες πίν­νες. Ὕ­στε­ρα, μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο, γύ­ρι­ζε στὸ σπι­τά­κι του με­τὰ ἀ­πὸ πολ­λὲς στά­σεις γιὰ ξε­κού­ρα­ση, ἔ­χον­τας δε­μέ­να στὴν πλά­τη κα­λά­μια καὶ ἀ­ρο­δάφ­νη. Τὴν τέ­χνη του, ποὺ εἶ­χε μά­θει ἀ­πὸ τὸν παπ­πού του, πο­λὺ λί­γοι τὴν ἤ­ξε­ραν. Τὰ σύ­νερ­γά του δὲν ἦ­ταν πολ­λά. Ἕ­να κα­λὰ ἀ­κο­νι­σμέ­νο μα­χαι­ρά­κι κι ἕ­να σου­βλί. Ἄ­κου­γε καὶ ξα­νά­κου­γε πολ­λὲς φο­ρὲς τὴν κου­δού­να ποὺ τοῦ ἔ­φερ­ναν γιὰ νὰ ἐμ­πε­δώ­σει τὸν ἦ­χο της, ὥ­στε τὸ πιδ­κια­ύλιν ποὺ θὰ κα­τα­σκεύ­α­ζε, νὰ βγά­ζει τὸν ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ἁρ­μο­νι­κὸ ἦ­χο. Ἔ­κα­νε στὸ μυα­λό του ὑ­πο­λο­γι­σμοὺς κι ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ με­ρι­κὲς μέ­ρες, ὅ­σο κρα­τοῦ­σε αὐ­τὴ ἡ δι­α­δι­κα­σί­α καὶ ὡ­ρί­μα­ζαν μέ­σα του τὰ δε­δο­μέ­να, ἄρ­χι­ζε δου­λειὰ καὶ ἤ­ξε­ρε ποι­ό μέ­ρος ἀ­πὸ τὸ κα­λά­μι θὰ κό­ψει, πό­σο μα­κρὺ καὶ πό­σο χον­τρὸ θὰ ἦ­ταν, πῶς θὰ ἦ­ταν ἡ πίν­να καὶ τέ­λος ποι­ές θὰ ἦ­ταν οἱ ἀ­πο­στά­σεις στὶς τρύ­πες. Δὲν ὑ­πῆρ­χε τί­πο­τε στὴν τύ­χη. Ἦ­ταν ὅ­λα με­λε­τη­μέ­να σύμ­φω­να μὲ τὶς ὑ­πο­δεί­ξεις τοῦ προ­γό­νου του· καὶ ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ λό­γος ποὺ ὅ­ταν τὰ πα­ρέ­δι­δε, ζη­τοῦ­σε νὰ μα­κα­ρί­ζουν τὸν παπ­πού.
       Εἶ­χε κι ὁ ἴ­διος πολ­λὰ γλυ­κό­λα­λα καὶ τὰ ἀ­πο­γεύ­μα­τα ἔ­παι­ζε γιὰ λί­γο, δι­α­λέ­γον­τας τὸ πιὸ κα­τάλ­λη­λο γιὰ κά­θε σκο­πό. Τέ­λος, ἔ­παιρ­νε τὸ πιδ­κια­ύλιν τοῦ παπ­ποῦ του, ποὺ ἦ­ταν ντυ­μέ­νο μὲ δέρ­μα φι­διοῦ, καὶ ἔ­παι­ζε μιὰ δι­κή του σύν­θε­ση.
       Σή­με­ρα δὲν ξύ­πνη­σε. Εἶ­χε τε­λει­ώ­σει τὸ λά­δι στὸ καν­τή­λι του. Τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ, χω­ρὶς κα­νέ­να πρό­βλη­μα, κοι­μή­θη­κε κα­νο­νι­κά, μὰ ἔ­μελ­λε αὐ­τὸς νὰ εἶ­ναι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος του ὕ­πνος, ὁ αἰ­ώ­νιος. Ἡ εἴ­δη­ση με­τα­δό­θη­κε σὲ ὅ­λο το χω­ριὸ μὲ ἕ­να συν­θη­μα­τι­κὸ σφύ­ριγ­μα ποὺ ἀ­κού­στη­κε μέ­χρι τὸ για­λὸ καὶ με­τέ­φε­ρε στοὺς ἀ­γροὺς καὶ στὰ λαγ­κά­δια τὸ δυ­σά­ρε­στο νέο.
       Ἡ κη­δεί­α ἔ­γι­νε τὸ ἀ­πό­γευ­μα καὶ ἦ­ταν ὅ­λο τὸ χω­ριό. Τὸ φέ­ρε­τρο το­πο­θε­τή­θη­κε σὲ ἕ­να εἰ­δι­κὰ κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο τρο­χή­λα­το καὶ τὸν συ­νό­δευ­αν οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ φαί­νον­ταν πιὸ λυ­πη­μέ­νοι ἀ­π’ ὅ­λους γιὰ τὸν θά­να­τό του: οἱ βο­σκοί, φυ­σι­κά, ποὺ ἔ­χα­ναν τὸν μο­να­δι­κό τους τε­χνί­τη, τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο τους φί­λο.
       Ἡ πομ­πὴ προ­χω­ροῦ­σε ἀρ­γὰ πρὸς τὸ κοι­μη­τή­ριο τοῦ χω­ριοῦ καὶ ἕ­νας ἕ­νας ἔ­βγα­ζε μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια ἀ­πὸ τὸν κόρ­φο του τὸ πιδ­κια­ύλιν του καὶ ἔ­παι­ζε ἕ­ναν σκο­πό. Μέ­χρι τὸ κοι­μη­τή­ριο πρό­λα­βαν κι ἔ­παι­ξαν ὅ­λοι. Ἔ­βγαι­νε λυ­πη­τε­ρὸς ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ τὰ ὄρ­γα­να ποὺ ὁ ἴ­διος εἶ­χε κα­τα­σκευά­σει. Κι ὅ­ταν τὸν κα­τέ­βα­σαν, ἔ­παι­ξαν ὅ­λοι μα­ζὶ μὲ τὸν τρό­πο ποὺ αὐ­τὸς ἔ­παι­ζε.
       Τὸν ἔ­θα­ψαν κα­θι­στό. Σὰν ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο. Δὲν μπο­ροῦ­σαν, ἄλ­λω­στε, νὰ κά­νουν καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ἔ­τσι μό­νο θὰ εἶ­χε αἰ­ώ­νια ξε­κού­ρα­ση.
πιδ­κια­ύλιν· αὐ­λός.
πίν­να· τὸ γλωσ­σί­δι τοῦ αὐ­λοῦ (ἀ­πὸ τὸ ἄρχ. πίν­να).
Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πηγή: ἀπὸ τὸν τόμο 20 διηγήματα, Κάρβας ἐκδόσεις, Λευκωσία, 2014.


Νί­κος Νι­κο­λά­ου-Χα­τζη­μι­χα­ήλ (Βασίλι Κύ­πρου, 1948). Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἑλ­λα­δι­κὰ καὶ κυ­πρια­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὸ χει­ρό­γρα­φο ποί­η­μα «Καρ­πα­σί­α» (1984). Ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἡ κό­ρη τοῦ Δρα­γου­μά­νου (Με­ταίχ­μιο, 2003) τι­μή­θη­κε μὲ τὸ πρῶ­το κρα­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου