ΚΟΥΒΑΛΟΥΣΕ
ἀπὸ γεννησιμιοῦ του μιὰ πάθηση στὴ μέση καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ σταθεῖ
ὄρθιος, οὔτε βέβαια νὰ περπατήσει. Τὶς πιὸ πολλὲς ὧρες καθότανε σ’ ἕνα
χαμηλὸ σκαμνάκι μὲ τὰ πόδια τεντωμένα μπροστά. Τὸ μικρὸ σπιτάκι του
ἦταν πλάι στὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ του, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχαν ἄριστες σχέσεις.
Ὅλη τὴν περιουσία ποὺ εἶχε, τὴν εἶχε ἐκχωρήσει σ’ αὐτὸν γιὰ νὰ τὴ
δουλεύει, μὰ κι ὁ ἀδελφός του, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πράξη
του αὐτή, θεωροῦσε πὼς ἦταν χρέος του νὰ βοηθᾶ ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα
τὸν βασανισμένο ἀδελφό του. Ἦταν μιὰ ὑπόσχεση ποὺ εἶχε δώσει στὸν
πατέρα του καὶ τὴν κρατοῦσε.
Ἕνα χαμηλὸ τραπεζάκι ποὺ ἦταν δίπλα του εἶχε πάνω μιὰ μικρὴ λάμπα
τοῦ πετρελαίου καὶ μιὰ νεροκολοκύθα. Ἐκεῖ ἔτρωγε τὸ λιγοστὸ φαγητὸ
ποὺ τοῦ ἔφερνε ὁ ἀδελφός, ἡ νύφη ἢ τὰ ἀνίψια του καὶ τοῦ γέμιζαν τὴ νεροκολοκύθα
του μὲ μαῦρο στερκὸ κρασὶ ποὺ τὸ ἀπολάμβανε κάθε βράδυ. Τὸ κρεβάτι
του, κι αὐτὸ χαμηλό, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ξαπλώνει χωρὶς βοήθεια. Τί ὕπνο
ἔκανε, ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει: σὲ ὀρθὴ γωνία πάντα κι ὅταν ἤθελε νὰ γυρίσει
ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρὸ μπερδεύονταν οἱ κουβέρτες καὶ τὰ σεντόνια καὶ τὸν
κούραζαν πιὸ πολύ. Εἶχε πολὺ λίγα ἔπιπλα στὸ μικρὸ σπιτάκι, ἕνα
ντουλαπάκι, στὸ ὁποῖο ἔβαζε τα ροῦχα του, ποὺ τὰ μάζευε μιὰ φορὰ τὴ
βδομάδα χρόνια τώρα μιὰ γυναίκα τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ ἔπλενε ἐπὶ πληρωμῇ,
κι ἕνα αἰωρούμενο μικρὸ ντουλαπάκι, μέσα στὸ ὁποῖο φύλαγε λίγα
χαλούμια ποὺ τοῦ ἔφερναν οἱ βοσκοὶ τοῦ χωριοῦ. Τὸ ἀνεβοκατέβαζε μὲ
τὴ βοήθεια ἑνὸς λεπτοῦ σχοινιοῦ ποὺ τὸ στερέωνε σὲ ἕνα μεγάλο καρφὶ
στὸν τοῖχο.
Ἡ μετακίνησή του γινόταν πολὺ δύσκολα καὶ μὲ πολὺ μεγάλη προσπάθεια.
Τραβοῦσε τὴν ἄκρη τῆς μαύρης βράκας του μπροστὰ καὶ τὴν στερέωνε, ἀφοῦ
τὴν περνοῦσε μέσα στὴν πολύφυλλη ζώστρα του, μετὰ ἄφηνε τὰ χέρια κάτω
στὴ γῆ, ἔβαζε δύναμη στοὺς καρποὺς κι ἔσπρωχνε τὸ σῶμα του λίγο μπροστὰ
μέχρι ἐκεῖ ποὺ τὰ γόνατα μποροῦσαν νὰ καμφθοῦν, πρὶν ἀρχίσει ὁ πόνος.
Ἔκανε τὸ ἴδιο ξανὰ καὶ ξανά, μέχρι νὰ φτάσει στὸν προορισμό του. Αὐτὸ
ὅμως τοῦ προκαλοῦσε πολλὴ κούραση, κυρίως στὰ χέρια κι ἔτσι ἀπέφευγε
τὶς μετακινήσεις. Ὅταν συναντοῦσε κάποιον στὸ δρόμο του, καθὼς ἦταν
χαμηλά, ἔπρεπε νὰ βγάλει τὸ πλατύγυρο ψάθινο καπέλο του, γιὰ νὰ μπορέσει
νὰ τὸν δεῖ. Ἀγαποῦσε τοὺς συγχωριανούς του ἀλλὰ κι αὐτοὶ εἶχαν τὰ ἴδια
συναισθήματα καὶ πάντα ἐκδήλωναν τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν,
ἂν τοὺς εἶχε ἀνάγκη. Ἦταν καὶ κάποιες στιγμὲς ποὺ ἔνιωθε τόσο ἀσήμαντος,
ἕνα ἄχρηστο πλάσμα στὸν κόσμο, ποὺ σερνόταν σὰν σκουλήκι στὸ χῶμα.
Ὅμως, δὲν ἦταν ἄχρηστος. Κάθε ἄλλο, ἦταν μοναδικὸς στὴν περιοχὴ καὶ
τὸ πιδκιαύλιν του ξακουστό. Ἔρχονταν οἱ βοσκοὶ μαζὶ μὲ τὶς κουδοῦνες
τους καὶ παράγγελναν. Κι αὐτὸς ξυπνοῦσε πρὶν χαράξει, καὶ «σύρε καὶ νὰ
πᾶς, λάμνε καὶ νὰ πᾶς», ἔφτανε στὴ βρύση τοῦ χωριοῦ, στὸν καλαμιώνα,
διάλεγε τὰ καλύτερα καλάμια καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀροδάφνη διάλεγε τὸ
κλωνάρι ποὺ θὰ ἔβγαζε τὶς καλύτερες πίννες. Ὕστερα, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο,
γύριζε στὸ σπιτάκι του μετὰ ἀπὸ πολλὲς στάσεις γιὰ ξεκούραση, ἔχοντας
δεμένα στὴν πλάτη καλάμια καὶ ἀροδάφνη. Τὴν τέχνη του, ποὺ εἶχε μάθει
ἀπὸ τὸν παππού του, πολὺ λίγοι τὴν ἤξεραν. Τὰ σύνεργά του δὲν ἦταν πολλά.
Ἕνα καλὰ ἀκονισμένο μαχαιράκι κι ἕνα σουβλί. Ἄκουγε καὶ ξανάκουγε
πολλὲς φορὲς τὴν κουδούνα ποὺ τοῦ ἔφερναν γιὰ νὰ ἐμπεδώσει τὸν ἦχο
της, ὥστε τὸ πιδκιαύλιν ποὺ θὰ κατασκεύαζε, νὰ βγάζει τὸν ἴδιο ἀκριβῶς
ἁρμονικὸ ἦχο. Ἔκανε στὸ μυαλό του ὑπολογισμοὺς κι ὕστερα ἀπὸ μερικὲς
μέρες, ὅσο κρατοῦσε αὐτὴ ἡ διαδικασία καὶ ὡρίμαζαν μέσα του τὰ δεδομένα,
ἄρχιζε δουλειὰ καὶ ἤξερε ποιό μέρος ἀπὸ τὸ καλάμι θὰ κόψει, πόσο μακρὺ
καὶ πόσο χοντρὸ θὰ ἦταν, πῶς θὰ ἦταν ἡ πίννα καὶ τέλος ποιές θὰ ἦταν οἱ
ἀποστάσεις στὶς τρύπες. Δὲν ὑπῆρχε τίποτε στὴν τύχη. Ἦταν ὅλα μελετημένα
σύμφωνα μὲ τὶς ὑποδείξεις τοῦ προγόνου του· καὶ ἦταν αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ
ὅταν τὰ παρέδιδε, ζητοῦσε νὰ μακαρίζουν τὸν παππού.
Εἶχε κι ὁ ἴδιος πολλὰ γλυκόλαλα καὶ τὰ ἀπογεύματα ἔπαιζε γιὰ λίγο,
διαλέγοντας τὸ πιὸ κατάλληλο γιὰ κάθε σκοπό. Τέλος, ἔπαιρνε τὸ πιδκιαύλιν
τοῦ παπποῦ του, ποὺ ἦταν ντυμένο μὲ δέρμα φιδιοῦ, καὶ ἔπαιζε μιὰ δική
του σύνθεση.
Σήμερα δὲν ξύπνησε. Εἶχε τελειώσει τὸ λάδι στὸ καντήλι του. Τὸ προηγούμενο
βράδυ, χωρὶς κανένα πρόβλημα, κοιμήθηκε κανονικά, μὰ ἔμελλε αὐτὸς
νὰ εἶναι ὁ τελευταῖος του ὕπνος, ὁ αἰώνιος. Ἡ εἴδηση μεταδόθηκε σὲ
ὅλο το χωριὸ μὲ ἕνα συνθηματικὸ σφύριγμα ποὺ ἀκούστηκε μέχρι τὸ
γιαλὸ καὶ μετέφερε στοὺς ἀγροὺς καὶ στὰ λαγκάδια τὸ δυσάρεστο νέο.
Ἡ κηδεία ἔγινε τὸ ἀπόγευμα καὶ ἦταν ὅλο τὸ χωριό. Τὸ φέρετρο τοποθετήθηκε
σὲ ἕνα εἰδικὰ κατασκευασμένο τροχήλατο καὶ τὸν συνόδευαν οἱ ἄνθρωποι
ποὺ φαίνονταν πιὸ λυπημένοι ἀπ’ ὅλους γιὰ τὸν θάνατό του: οἱ βοσκοί,
φυσικά, ποὺ ἔχαναν τὸν μοναδικό τους τεχνίτη, τὸν ἀγαπημένο τους
φίλο.
Ἡ πομπὴ προχωροῦσε ἀργὰ πρὸς τὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ καὶ ἕνας ἕνας ἔβγαζε
μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἀπὸ τὸν κόρφο του τὸ πιδκιαύλιν του καὶ ἔπαιζε ἕναν
σκοπό. Μέχρι τὸ κοιμητήριο πρόλαβαν κι ἔπαιξαν ὅλοι. Ἔβγαινε λυπητερὸς
ὁ ἦχος ἀπὸ τὰ ὄργανα ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κατασκευάσει. Κι ὅταν τὸν κατέβασαν,
ἔπαιξαν ὅλοι μαζὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ αὐτὸς ἔπαιζε.
Τὸν ἔθαψαν καθιστό. Σὰν ἀρχιεπίσκοπο. Δὲν μποροῦσαν, ἄλλωστε, νὰ
κάνουν καὶ διαφορετικά. Ἔτσι μόνο θὰ εἶχε αἰώνια ξεκούραση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου