Ο ΘΕΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ δὲν ἔκανε ποτὲ παιδιά,
εἶχε ὅμως καμιὰ τετρακοσαριὰ γιδοπρόβατα κι ἀπὸ τὶς πέντε τὰ χαράματα
ὣς τὶς ἐννιά τὸ βράδυ ἤτανε στὸ πόδι. Ἄρμεγμα τὸ πρωί, ἄρμεγμα τ’ ἀπόγευμα,
τάισμα, σάρωμα καὶ πάει κοπιάζοντας. Εὐτυχῶς τὸν βόηθαγε κι ἡ θεία
ὅλη μέρα, γιατί μονάχος του μισὲς δουλειὲς θὰ ἔκανε.
Τελευταία
φορὰ τοὺς εἶχα ἐπισκεφτεῖ, πρὶν χρόνια, κοντὰ στὴ Λαμπρή, τότε ποὺ σφάζανε
τὰ ζῶα. Τσιλιμπίθρικο φάε τίποτα, χωρὶς πιασίματα περιμένεις νὰ
βρεῖς ἄντρα μοῦ ’λεγε ὁ θεῖος καὶ τρόχιζε κάτι χαντζάρες νά. Ἔλα πάνω
γιὰ παρέα, ἀλλὰ ἐγὼ ποῦ νὰ πλησιάσω τοῦ φονικοῦ τὸν τόπο, οὔτε τὰ τομάρια
ποὺ κρέμαγε στὰ σύρματα δὲν ἄντεχα νὰ βλέπω.
Σὰν
τέλειωσε τὸ σφάξιμο καὶ κάθισε στὸ καφενεῖο, μίλαγε μὲ καμάρι γιὰ
τὰ ζωντανὰ πού ’σφαξε, γιὰ τὴ Μούσκα ποὺ τὸ ’χε σκάσει δυὸ φορές, τὴ
μιὰ εἶχε πέσει στὸ λαγκάδι, τὴν ἄλλη εἶχε τσακιστεῖ σὲ κάτι βράχια,
γιὰ τὸ Ροῦσσο πού ’πινε γάλα ἀπὸ τὸ μπιμπερό. Τέτοιες νύχτες ἔπινε
λίγο παραπάνω ὁ θεῖος κι ἡ γλώσσα του πήγαινε ροδάνι. Ποὺ καὶ ποὺ στάλες
γλίστραγαν στὸ πρόσωπό του, ἄι στὸ διάτσο ἡ βρωμοζέστη ἔλεγε, ἀλλὰ ἐγὼ
θὰ ὁρκιζόμουν πὼς δάκρυα ἦταν γιὰ τὶς κατὰ συρροὴν θυσίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου