ΚΑΝΟΝΙΚΑ τὴ φρόντιζε ἡ ἀδελφή
μου. Καὶ λέω κανονικά, γιατὶ πολλὲς φορὲς λόγῳ τῆς δουλειᾶς της —εἶχε
ξενοδοχεῖο— ἔμενα ἐγὼ στὴ θέση της. Γιὰ νοσοκόμα οὔτε ν' ἀκούσουν.
Τί θά 'λεγε ὁ κόσμος; Τρεῖς ἄνθρωποι, ὁ πατέρας, ἐγώ, ἡ ἀδελφή μου καὶ
νὰ πέσει στὰ νύχια μιᾶς ξένης; Ὕστερα μᾶς εἶχαν ἀποθαρρύνει κι οἱ φῆμες.
Τοὺς δέρνουν τοὺς γέρους, τοὺς τσιμποῦν. Ὅταν δὲν ὑπάρχει στοργὴ συμβαίνουν
ἄγρια πράγματα.
Τά 'χε περάσει τὰ ὀγδόντα.
Σχεδὸν τυφλή – «μεγάλος καημὸς νὰ μὴ σὲ βλέπω ἀπὸ ζωντανή...». Ἀπ' τὶς
λίγες φορὲς ποὺ χρησιμοποιοῦσε τὸ πρῶτο ρηματικὸ πρόσωπο. Οἱ ἀνάγκες,
τὰ αἰσθήματά της εἶχαν πνιγεῖ μέσα στὴν ἀνωνυμία τοῦ τρίτου. «Νυστάζει,
μὴν τὸ σκώσετε! Πεινᾶ, ταΐσετέ το!» Δὲ θὰ ξαναγύριζε ποτὲ στὴν ἀγκούσα
καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ «ἐγώ».
Τὰ χέρια της, ποὺ ἦταν κάποτε ἀφράτα σὰν τὴν κουλούρα τῆς Λαμπρῆς, τὰ
μυρωδάτα της δάχτυλα ποὺ μὲ ξεμάτιαζαν μὲ τὸ μοσκοκάρφι, τὰ δάχτυλά
της τὰ ζεστά, ποὺ τὰ βουτοῦσε στὸ καυτὸ λάδι τοῦ καντηλιοῦ τὸ χειμώνα,
γιὰ νὰ μοῦ τρίψει τὰ πονεμένα μου κοντύλια καὶ τὰ γαργαλώνια στὶς διχάλες
τῆς φύσης μου, εἶναι τώρα ξερά, παγωμένα.
Σφίγγει ἕνα κουτάκι σπίρτα
στὴ χούφτα, μὴ σβήσει τὸ φῶς καὶ μείνει στὸ σκοτάδι. Καὶ μόνο πότε-πότε,
βγαίνοντας ἀπὸ τὸ πέλαο ὅπου φελλοπλέει, ἁπλώνει τὸ κρύο χέρι της
νὰ μοῦ χαϊδέψει τὸ μάγουλο. Ὕστερα, σὲ λίγο ρωτᾶ: «Ποῦ εἶμαι;».
Ξέρω πὼς σὲ λίγο δὲ θὰ γνωρίζει οὔτε ἐμένα, τὸ «σπλάχνο» της, ποὺ μ' ἀγαποῦσε
τὸ πιὸ πολύ· δὲ θὰ τὴ νοιάζει κι ἂν ἀποθάνω – αὐτὸς εἶναι καημός. Ὅμως
μεθαύριο ἡ ἀνάμνησή της θὰ μ' ἀνταμείβει μ' ἕνα δάκρυ, ποὺ θὰ φωτίζει
τὰ χαμένα χρόνια μου.
Πέντε χρόνια στὴν καρέκλα καὶ τὸ δοχεῖο ἀνελλιπῶς ἀπὸ κάτω της. Αὐτὸ
ἦταν ἡ μάνα μου. Ἀγνώριστη. Κάτι ὅμως εἶχε μείνει ἀναλλοίωτο σ' αὐτήν,
ἡ ἔγνοια της γιὰ μένα.
— Νὰ βάζεις ἕνα πιὸ χοντρὸ ροῦχο. Νὰ μὴν κάθεσαι στὰ ρέματα καὶ κρυολογήσεις.
Νὰ βρεῖς μιὰ κοπέλα νὰ νοικοκυρευτεῖς, νά 'χεις τὸ ζεστὸ καὶ τὸ πλυμένο
σου...
Τὴν τάιζα κι ἡ πρώτη κουταλιά της ἦταν προτροπή.
— Φάε κι ἐσὺ τὸ μισό.
Ἡ τελευταία, εὐχή.
— Ὁ Θεὸς νὰ σ' ἔχει καλά, μάτια μου.
Τί σημασία εἶχε πὼς ἤθελε νὰ βάψει κόκκινα ἀβγὰ τὰ Χριστούγεννα, νὰ
πλάσει χριστόψωμα τὴ Λαμπρή; Γιὰ μένα ἦταν ἡ μάνα μου.
Ἕνας αὐτοματισμὸς ἡ φροντίδα της – τόσα χρόνια. Νὰ τὴ σηκώνω ἀπ' τὸ
κρεβάτι, νὰ τὴν ἀκουμπῶ στὴν καρέκλα, νὰ τῆς βάνω τὸ ἀκουστικό, τὰ
γυαλιά, τὶς μασέλες... Χωρὶς αὐτὰ τὰ σύνεργα οἱ αἰσθήσεις της δὲ δούλευαν.
Ἐκτελοῦσα μηχανικὰ —κι ἀγόγγυστα— τὸ «καθῆκον». Μόνο ἡ φωνή της,
καμπανιστή, δούλευε χωρὶς βοηθητικὸ ἐξάρτημα· τραγουδοῦσε τὶς
μαντουνάδες τῆς νιότης της.
Τὰ μάτια μ' ἔχουν ἔρωντα καὶ μέσα ψιχαλίζουν,
καὶ μέσα στὸν ψιχαλισμὸ καράβια ἀρμενίζουν.
Μιλοῦσε μὲ τὸ χαμένο της ἐγγονό, ποὺ τὸν ἔπαιρνε ἀγκαλιὰ κάθε βράδυ
καὶ τὸν ζέσταινε – «λαλά, κρυώνω, πολὺ κρυώνω!».
Ὥσπου σήμερα ἔσπασε ἡ
ρουτίνα. Μόλις ἄνοιξα τὴν πόρτα τῆς κάμαράς της, ἀμέσως κατάλαβα.
Μιὰ ἀναπάντεχη μπόχα μ' ἅρπαξε ἀπ' τὰ ρουθούνια. Δὲ χρειάστηκε νὰ
φτάσω στὸ κρεβάτι γιὰ νὰ πιστοποιήσω τὴν ἐνοχή της· μαζεμένη, ἕνα
κουβαράκι, ἕνα ἔμβρυο, πρόσωπο γυρισμένο στὸν τοῖχο, δάχτυλα ποὺ
προσπαθοῦσαν νευρικὰ μὲ τὴν ἄκρη τοῦ νυχτικοῦ της νὰ σκεπάσουν τὸ τεκμήριο
τῆς ἐνοχῆς: ἕνα καφετί, σιχαμερὸ ποτάμι. Καὶ παραπόταμοι. Ρυάκια
καὶ διακλαδώσεις πάνω στὰ ἄσπρα σεντόνια. Εἶναι ἀπίστευτο τί λαβύρινθους
μποροῦν νὰ σχεδιάσουν τὰ ἀραιὰ σκατά.
Ἀπὸ 'δῶ καὶ πέρα εὔκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ φανταστεῖ τὰ παράθυρα ποὺ ἄνοιξα,
τὰ γάντια ποὺ φόρεσα, τὸ ζεστὸ νερὸ μὲ τὸ σαπούνι στὴν κούπα, τὰ μεγάλα
διαλείμματα τῆς ἀναπνοῆς μου, καλύτερα τὴν ἀγωνία τῆς ἀσφυξίας
μου, κι ἐκεῖνον τὸ λόξυγκα τοῦ ἐμετοῦ, ποὺ ἀνέβαινε στὸ στόμα καὶ τὸν
ἔσπρωχνα νὰ ξαναγυρίσει στὸ στομάχι, τὸν ἔσπρωχνα κι αὐτὸς ὅλο ἀνέβαινε.
Μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἀναστάτωση θυμήθηκα τὸ παράδοξο ἑνὸς ἀφορισμοῦ:
«Ἕνας γέρος χωρὶς πρωκτὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι χαριτωμένος».
Τὴ σκούπισα μὲ τὰ σεντόνια. Ἄρχισα ὕστερα νὰ τὴν πλένω. Ἡ λεκάνη
της, μιὰ λάμα τοῦ μπαλτᾶ τώρα, μωλώπιζε τὸ χωνεμένο κρέας. Δὲν ἔβγαλε
ἄχνα. Καρτερικὰ συνέχισε νὰ μένει στὴ στάση τοῦ ἔνοχου καὶ μόνο τα
δάχτυλά της πασπάτευαν τὸ νυχτικό. Ἔψαξα μήπως καὶ βρῶ τὸ θάρρος νὰ
τὴν ἐμψυχώσω.
— Κουράγιο, μάνα! Ἀπὸ 'δῶ καὶ πέρα ἡ ζωή μας θά 'ναι ἕνα ἀπέραντο
σκατό. Ἐσὺ θὰ χέζεις, ἐμεῖς θὰ τὰ μαζεύομε καὶ θὰ σὲ πλένομε. Κουράγιο!
Αὐτὰ εἶναι τὰ παιγνίδια τοῦ σώματος. Ἀρχίζουν μ' ἕνα πρελούδιο καὶ
τελειώνουν μὲ μιὰ κόντα. Ἴδια καὶ τὰ δυό. Μόνο ἡ κλίμακα τῆς μυρωδιᾶς
διαφέρει. Γιατί νὰ μοῦ στεναχωριέσαι; Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ἕνα σακὶ
μὲ σκατὰ εἶναι, τάφος κεκονιαμένος μὲ τὸν ἀσβέστη τῆς ὀμορφιᾶς.
Δὲν ἄνοιξα τὸ στόμα ἐντούτοις. Δὲν ἦταν ὥρα γιὰ μουσικὲς παρομοιώσεις
καὶ φιλοσοφήματα. Τὸ περιστατικὸ ἦταν ἀφόρητα δυσῶδες. Ξεσκάτωνα
τὴ μάνα μου, ποὺ μ' εἶχε ξεσκατώσει. Τελικά, ἔχει δίκιο ὁ κόσμος. Ὅλα
εἶναι δανεικά. Ἔμενα ὅμως ποιός θὰ μὲ ξεσκατώσει; «Νὰ βρεῖς μιὰ κοπέλα
νὰ νοικοκυρευτεῖς, νά 'χεις τὸ ζεστὸ καὶ τὸ πλυμένο σου...»
Ἄνοιξα μὲ τὸ ζόρι τὰ πόδια της, ποὺ τά 'χε γερὰ κολλημένα, καὶ φούντωσε
στὰ βουλιαγμένα μάγουλά της ἕνα παρθενικὸ ἐρύθημα. Ξαφνικὰ ἡ ἀποφορὰ
ἐξαφανίστηκε, ἡ ἀηδία μου δὲν ἦταν πιὰ ἀηδία. Τὰ πλαστικὰ γάντια
δὲν εἶχαν θέση τώρα πιά. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω τὰ πέταξα καὶ καθάρισα
μὲ γυμνὰ δάχτυλα τὸ σκοτεινὸ σημεῖο ἀπ' ὅπου, σαράντα τόσα χρόνια
πρίν, βγῆκα ἐγώ, ὁ ἀνεπανάληπτος καὶ μοναδικὸς Θανάσης Παναγιωτίδης.
Ἦταν ἡ πρώτη φορά, ἂν εἶν' ἀλήθεια ὅτι γεννιόμαστε τυφλοί, ποὺ ἔβλεπα
τὴν πύλη ἀπ' ὅπου πέρασα «ἀπ' τὸ μυστήριο τοῦ μηδενὸς» σ' αὐτὸν τὸν
κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου