Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

ΡΩΣΙΑ - ΔΙΑΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΙΒΗΡΙΑ: Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ (| Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν)

υπερσιβηρικού.


Το ταξίδι στην Σιβηρία πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο Απρίλη-Μάη 2015 





Αθήνα-Μόσχα, διεθνής πτήση τεσσάρων ωρών, περνώντας ενδιαμέσως πάνω από έξι ευρωπαϊκά κράτη, με μηδενική διαφορά ώρας μεταξύ αφετηρίας και τέρματος.

Μόσχα-Ουλάν Ουντέ, εσωτερική πτήση έξι ωρών, αλλάζοντας ήπειρο αλλά όχι χώρα, συν πέντε ώρες τζετ λανγκ για μπόνους στην άφιξη. Μόλις αρχίζουμε να ζούμε στο πετσί μας τι σημαίνει πρακτικά η μεταπήδηση στη ρώσικη κλίμακα γεωγραφικών μεγεθών. Όσο για τη μέχρι τώρα αντίληψή μας  περί των εννοιών «απόσταση»,  «επικράτεια» και «αχανές» μάλλον χρήζει ριζικής αναθεώρησης. Το λες και πολιτισμικό σοκ.

Και να σκεφτείς ότι η Ουλάν Ουντέ βρίσκεται «μόνο» στα δυο τρίτα της απόστασης Μόσχα-Βλαντιβοστόκ που καλύπτει ο περίφημος Υπερσιβηρικός. Τα κύματα του Ειρηνικού σκάνε πάνω από τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα και δυο ωριαίες ζώνες ανατολικότερα από δω...   
 


Την άφιξη μας στην ανατολική Σιβηρία, στην καρδιά της ασιατικής Ρωσίας, επισφραγίζει ο ταξιτζής με τα καθαρά μογγολικά χαρακτηριστικά που θα μας οδηγήσει μέσα σε λίγα λεπτά από το αεροδρόμιο Μπαϊκάλ  στην κεντρική συνοικία της πόλης όπου βρίσκεται το κατάλυμά μας.
Τουλάχιστον θεωρητικά. Γιατί πρακτικά δεν φαίνεται για την ώρα το παραμικρό ίχνος πινακίδας ή κάποιας άλλης ένδειξης ότι στο λασπωμένο σοκάκι όπου μόλις χωθήκαμε εδρεύει κάτι ανάλογο. «Ζντις» αποφαίνεται ωστόσο ο ταξιτζής, ο Ζυρ με κοιτάει ερωτηματικά, κι εγώ μεταφράζω «εδώ», εξόχως υπερήφανη που το εν λόγω τοπικό επίρρημα συγκαταλέγεται μεταξύ των περίπου εκατόν πενήντα ρώσικων λέξεων και εκφράσεων που πρόλαβα ν’ αποστηθίσω εν όψει του ταξιδιού.

Εδώ; Πού εδώ;

Περιβάλλοντας χώρος ψιλομίζερος. Πρόσοψη οικήματος επίσης. Μία σκάλα που αν η όψη της δεν σε τρέψει σε άτακτη φυγή, πάντως σίγουρα δεν σ’ εμπνέει να προχωρήσεις. Εμείς ωστόσο θα την ανέβουμε θαρρετά καθώς η συσσωρευμένη ταξιδιωτική εμπειρία από άλλες χώρες της πρώην Σοβιετίας μας έχει διδάξει αυτό που για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνεται μόλις ανοίγει η πόρτα του χόστελ-διαμερίσματος: Ποτέ μην πτοείσαι από την πρώτη εντύπωση. Άμα διαβείς το κατώφλι, εννιά φορές στις δέκα η εικόνα θ’ αλλάξει άρδην προς το καλύτερο.

Πράγματι.

Εντάξει, αισθητικά ο χώρος δεν λέει και τίποτε, ωστόσο είναι φρεσκοβαμμένος και καθαρός, τα σεντόνια λευκά, το μπάνιο με όλα του τα υδραυλικά εν λειτουργία και η θέρμανση σχεδόν υπερβολική. Τι παραπάνω να ζητήσει κανείς;  Να και το πρώτο τσάι από το σαμοβάρι, σερβιρισμένο καυτό από την γλυκύτατη μπάμπουσκα του σπιτιού, σε μεγάλα γυάλινα ποτήρια με την παραδοσιακή μεταλλική σκαλιστή αρματωσιά. Τώρα ναι, νοιώθω πραγματικά ότι φτάσαμε!

ΖΑΠΡΕΤΝΙΕ ΓΚΟΡΑΝΤ

Μέχρι το 1991, η Ουλάν Ουντέ ήταν αυστηρά κλειστή στους ξένους. Ζαπρέτνιε γκόραντ. Ήτοι απαγορευμένη πόλη. Τι πάει να πει «γιατί»; Γιατί έτσι! Τελεία. Δεν είναι δα μυστικό ότι οι Σοβιετικοί είχαν γενικά έναν έρωτα με τις απαγορεύσεις, επικαλούμενοι συνήθως «λόγους εθνικής ασφάλειας», μια διατύπωση επαρκώς αόριστη ώστε να μπορεί να περιλάβει από πυρηνικές εγκαταστάσεις μέχρι συνοριακές περιοχές, ακόμα και ολόκληρες πόλεις «στρατηγικής σημασίας»!  Κάπου εκεί στο τελευταίο σκέλος  χώρεσε και η Ουλάν Ουντέ.  

Ως πρωτεύουσα της αποκαλούμενης τότε «Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μπουριατίας» (και σήμερα σκέτης «Δημοκρατίας της Μπουριατίας»,  μίας εκ των είκοσι δύο της Ρώσικης Συνομοσπονδίας), με τριάντα τοις εκατό και βάλε πληθυσμό μογγολικής καταγωγής και βουδιστικής ή σαμανιστικής παράδοσης , προφανώς η Ουλάν Ουντέ θεωρήθηκε «εθνικά ευαίσθητη». 

Κι επειδή ως γνωστόν πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, ας διευκρινίσουμε ότι ακόμα και  σήμερα εξακολουθεί να υφίσταται  ευάριθμος κατάλογος κλειστών πόλεων στη Ρωσία (αλλά και σε άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ),  που αν και αισθητά συρρικνωμένος σε σχέση με το παρελθόν, ευκαταφρόνητο πάντως δεν τον λες.



- Από τζετ λανγκ πώς τα πας;
- Μια χαρά! Έτοιμος για βόλτα, αν αυτό υπονοείς.

Με τετρακόσιες χιλιάδες κατοίκους σήμερα, η Ουλάν Ουντέ συγκεντρώνει τη μερίδα του λέοντος του λιγότερου του ενός εκατομμυρίου ανθρώπων που διαβιούν συνολικά στην Μπουριατία.

Η οποία Μπουριατία καταλαμβάνει, ούτε λίγο ούτε πολύ,  μια έκταση ίση με αυτή της Γερμανίας. Η ρώσικη κλίμακα μεγεθών που λέγαμε…

H πλατεία των Σοβιέτ αποτελεί ο φυσικό σημείο εκκίνησης κάθε επίσκεψης του σύγχρονου κέντρου της Ουλάν Ουντέ. Κάτι σαν την πλατεία Συντάγματος ας πούμε. Μόνο που αντί για ευζώνους και μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, την πλατεία κοσμεί το μεγαλύτερο παγκοσμίως κεφάλι του συντρόφου Λένιν. Εφτά  μέτρα και εβδομήντα πόντους ύψος. Σαν να λέμε δυόμιση όροφοι πολυκατοικίας. Φαντάσου δηλαδή να τον είχαν φτιάξει και ολόσωμο! Κατ’ αναλογία το άγαλμα θα ξεπερνούσε τα εξήντα μέτρα.  

Η κεφαλή στήθηκε εκεί το 1971 προς τιμή των εκατό χρόνων από τη γέννηση του διασημότερου των μπολσεβίκων  ο οποίος, ένα τέταρτο του αιώνα μετά την πτώση της Σοβιετίας, δείχνει πάντως να χαίρει υψηλής δημοτικότητας όπως τουλάχιστον πιστοποιούν τα πολυάριθμα στεφάνια και τα μπουκέτα από λουλούδια που οι κάτοικοι της πόλης εναποθέτουν τακτικά στη βάση του γλυπτού.  Τα δε ελαφρώς τονισμένα προς το ασιατικότερο μάτια του ηγέτη της οκτωβριανής επανάστασης, είναι σε ευθεία συνάρτηση με την εθνολογική σύνθεση της περιοχής.
 Αφού πρώτα τίμησαν το μνημείο με λίγα χρυσάνθεμα, δυο νεαρές Μπουριάτες μας έχουν τώρα πλευρίσει κι επιχειρούν να δοκιμάσουν τις αγγλικές τους γνώσεις μαζί μας. Πόσα πολλά θα ήθελα συζητήσω μαζί τους! Αρχίζοντας από τα χρυσάνθεμα. Να καταλάβω πώς "διαβάζουν" το έργο του ιδρυτή της Σοβιετικής Ένωσης δυο φοιτήτριες που γεννήθηκαν μετά την πτώση της. Μα η σχέση τους με τη γλώσσα του Σαίξπηρ είναι δυστυχώς απολύτως στοιχειώδη – για τα δικά μου ρώσικα ας μην το συζητάμε καλύτερα! – κι έτσι περιοριζόμαστε αναγκαστικά στα τυπικά, από πού είστε, πότε ήρθατε, πόσο θα κάτσετε, τι ωραία η πόλη σας, όλα διανθισμένα με μπόλικα χαμόγελα και την πρόταση τους να μας συνοδέψουν διακόσια μέτρα πιο πέρα μέχρι το κτίριο της όπερας, από τα must see κι αυτό της Ουλάν Ουντέ. Γιατί όχι;



Ωραίo δείγμα σταλινικής αρχιτεκτονικής η όπερα, ενδιαφέρουσα η πέριξ πλατεία και τα αγάλματα, γλυκιά και η παρέα των κοριτσιών που αποχαιρετήσαμε πριν λίγο, πλην όμως ήρθε η ώρα για καφέ και κατάστημα που να σερβίρει το εν λόγω ρόφημα δεν πήρε ακόμα το μάτι μου. Τι διάολο, δεν διαθέτει καφενεία η Ουλάν Ουντέ;  Είκοσι λεπτά τριγυρνάμε επί τούτου μέσα στο κέντρο για να εντοπίσουμε κάποιο αλλά …δεν. Ούτε ίχνος. Χάσαμε.

Όχι ακόμα!

Σκαζίτιε παζάλστα γκασπαντίν, γκντιε για μαγκού πιτ κόφιε; (Πείτε μου παρακαλώ κύριε, πού μπορώ να πιω καφέ;) Το πρόφερα όλο μονορούφι, χωρίς σκονάκι, ακριβώς όπως το έμαθα παπαγαλία από το ίντερνετ, και να που η απάντηση αναβλύζει ακαριαία από το στόμα του μεγαλόσωμου Ρώσου περαστικού, μ’ ένα χείμαρρο άγνωστων λέξεων από τις οποίες ξεχωρίζω ωστόσο τη λέξη-κλειδί «ταμ» (εκεί) ενώ το δάκτυλο δείχνει προς μια συνηθισμένη πόρτα χωρίς ταμπέλα καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πέρα. Πλάκα μας κάνει;
 Δεν μας έκανε πλάκα. Πρόκειται όντως για καφέ-μπαρ, και μάλιστα ψιλοκυριλέ, με βελούδινα καθίσματα, ξύλινα τραπέζια και σερβιτόρο με μαύρο παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Ε αυτό πια!

Θα’ θελα να τον ρωτήσω μήπως τα καφέ στην Ουλάν Ουντέ τελούν σε συνθήκες παρανομίας, κι αν όχι πώς τα εντοπίζει κανείς χωρίς σήμανση αλλά άντε τώρα να συνεννοηθείς… Αντ’ αυτού λοιπόν περιορίζομαι στην παραγγελία, με συμπληρωματικό αίτημα για τασάκι, ν’ απολαύσουμε επιτέλους σαν άνθρωποι το πρώτο μας καφεδάκι στη Σιβηρία συνοδεία τσιγάρου.  Αμ δε!  

Νι κουρίτ! Νο σμόκινγκ! Κομμένο, λέει, δια νόμου το τσιγάρο σε κλειστό χώρο. Κι άντε τώρα τράβα εσύ να  καπνίσεις έξω σε συνθήκες Σιβηρίας. Εδώ σε θέλω! Κι όμως, αυτό ακριβώς θα υποχρεωθούμε να κάνουμε, κι όχι μόνο τώρα αλλά, κατά πώς φαίνεται, και όλο τον επόμενο μήνα που προβλέπεται να περάσουμε στη Ρωσία. Και καλά εγώ που είμαι ερασιτέχνης των δύο-τριών τσιγάρων αλλά ποιος ακούει την (πρόσθετη) γκρίνια του Ζυρ καμιά εικοσαριά φορές την ημέρα…

Με τον καλό μου να βγάζει καπνούς απ’ τ’ αυτιά χωρίς καν να έχει ανάψει ακόμα το τσιμπούκι του, καθόμαστε σ΄ένα βρώμικο πεζούλι, με το φλιτζάνι στο ένα χέρι και τα καπνιστικά στο άλλο. Πάλι καλά που διανύουμε τα τέλη του Απρίλη και, σήμερα τουλάχιστον , το κρύο είναι ανεκτό.



Η ούλιτσα Λένινα είναι η σπονδυλική στήλη της πόλης, ενώ από το ύψος της αψίδας του θριάμβου (αντίγραφο εκείνης που στήθηκε τον 19ο αιώνα προς τιμή του Νικολάι ΙΙ, του μοναδικού τσάρου που πάτησε ποτέ το πόδι του στην Ουλάν Ουντέ) μέχρι την πλατεία της Επανάστασης (πρώην πλατεία Παζαριού) χτυπάει η καρδιά της εμπορικής κίνησης. Γι αυτό εξάλλου και το εν λόγω τμήμα της λεωφόρου είναι γνωστό και με την ονομασία Αρμπάτ, σε αντιστοιχία με τον διάσημο ομώνυμο εμπορικό δρόμο της Μόσχας.

Κι εδώ που τα λέμε, τον θυμίζει σε αρκετά στοιχεία: πεζοδρόμηση, ιστορικά κτίρια, αυξημένη κίνηση ανθρώπων, καλλιτεχνικά δρώμενα. Όλα αυτά, εννοείται, σε compactέκδοση μινιατούρα, αλλά και με κραυγαλέα απουσία αυτού που ψάχναμε απεγνωσμένα όλη την προηγούμενη ώρα: καφέ! Από τα οποία αντιθέτως βρίθει ευτυχώς η μοσχοβίτικη οδός Αρμπάτ.

Παρά ωστόσο αυτήν την αξιοσημείωτη έλλειψη, θες ένας αέρας γνήσιου και ακομπλεξάριστου επαρχιωτισμού σε αντίθεση με το λιγάκι δήθεν κοσμοπολίτικο τουπέ της Μόσχας, θες η προσήνεια και η χαλαρότητα των Μπουριατών, θες κάτι γιορτινό που αιωρείται απροσδιόριστα στην ατμόσφαιρα,  όπως και να’χει η ασιατική Αρμπάτ κερδίζει την αγάπη μου ακαριαία.



Κι αμέσως μετά, μας ανταμείβει με τα καλύτερα.

Η ωραία φιγούρα του άντρα με το ακορντεόν που παίζει την Κατιούσα.

Η παρέα των νεαρών αγοριών και κοριτσιών που λικνίζονται αγκαλιασμένοι.

Εγώ που αρχίζω ασυναίσθητα να σιγοτραγουδάω τον ύμνο του ΕΑΜ πάνω στο ρώσικο σκοπό.

Οι περαστικοί που σταματάνε για να ρωτήσουν από πού είμαστε.

Η κοπέλα που στο άκουσμα «Γκρέτσια» με πλησιάζει χαμογελαστή για να μου χαρίσει ένα κόκκινο γαρύφαλλο.

Λες και άνοιξε ξαφνικά η ρωγμή του χρόνου κι από μέσα της ξεχύνονται ορμητικά όλες οι αρχετυπικές εικόνες του σοσιαλιστικού ονείρου. Εκείνου που πρώτη φορά έλαβε σάρκα και οστά σε τούτα δω τα χώματα, ίσα για να μπουσουλήσει, και τελικά να σκοντάψει τόσο άτσαλα στα πρώτα κι όλας βήματα…



Και να οι αφίσες! Και να οι κόκκινες σημαίες! Και να τα σφυροδρέπανα!



Μα όλα αυτά στην καπιταλιστική Ρωσία των ολιγαρχών; Ναι, σ’ αυτήν. Γιατί σε λίγες μέρες, στις 9 του Μάη,  η χώρα ετοιμάζεται να γιορτάσει τα εβδομήντα χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Και η γάτα ο Πούτιν, αντί για την βλακώδη κατεδάφιση της Ιστορίας που επέλεξαν άλλοι ξεριζώνοντας αγάλματα και αλλάζοντας οδόσημα, προτίμησε την πολύ πιο αποδοτική οδό της ενσωμάτωσης της σοβιετικής περιόδου ως τμήμα της ένδοξης διαχρονικής και αδιαίρετης πορείας της Μητέρας Ρωσίας.

Και δώσ’ του λοιπόν δόξα και τιμή στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο!  Και ζήτω η μεγάλη νίκη κατά του φασισμού! Και ζήτω ασφαλώς και ο μεγάλος Λένιν! Αλλά και ο Μεγάλος Πέτρος ζήτω επίσης! Και οι τσάροι εν γένει! Και ζήτω πάνω απ’ όλα η ορθοδοξία! Ζήτω γενικώς η Ιστορία μας, και όλα τα δικά μας τα σπουδαία!

Το λες έως και διαβολικά έξυπνο.




Η ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΙΖΜΠΑ

Λίγο μετά την πλατεία της Επανάστασης, η κίνηση αραιώνει, η Αρμπατ ξαναγίνεται Λένινα, και μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα η λεωφόρος καταλήγει στην Παναγία την Οδηγήτρια.

Κτίσμα του  18ου αιώνα, πρόκειται, λέει, για την αρχαιότερη εκκλησία της πόλης.  

Εντάξει, ενδιαφέρουσα, δεν αντιλέγω, αλλά η πραγματική αποκάλυψη είναι άλλη. Η «συνοικία με τις ίζμπα» που εκτίνεται ακριβώς παραδίπλα!

 «Ιζμπα» αποκαλείται το αραδοσιακό ξύλινο σπίτι των Ρώσων χωρικών, που αποτέλεσε και την βάση της περίτεχνης αρχιτεκτονικής των παλαιών κατοικιών των σιβηρικών πόλεων - ορισμένες εξ’ αυτών κανονικές επαύλεις, όπως κι αρκετές της Ουλάν Ουντέ που χτίστηκαν  από πλούσιους εμπόρους κατά την περίοδο ανάπτυξης και άνθισης της πόλης ως τον σημαντικότερο εμπορικό σταθμό ανάμεσα στο Ιρκούτσκ και τα μογγολικά σύνορα.



Τα ιστορικά κιτάπια καταγράφουν το 1660 ως πρώτο έτος εποίκησης της περιοχής, από Κοζάκους σε αποστολή αναζήτησης νέων εμπορικών δρόμων προς την Κίνα. Φαίνεται ότι οι εν λόγω βρήκαν το μέρος του γούστου τους και τους Μπουριάτες νομάδες μάλλον πολύ σκόρπιους για να εγείρουν αντιρρήσεις, κι έτσι έχτισαν στα γρήγορα ένα μικρό οχυρό στο σημείο συνάντησης των ποταμών Ούντα και Σελένγκα. Ο δε οικισμός που φτιάχτηκε πέριξ του κάστρου ονομάστηκε Ουντινσκόε και σύντομα αναδείχτηκε σε διοικητική έδρα της επαρχίας της Τρανσβαϊκάλης.



Εκατόν είκοσι χρόνια αργότερα, το αρχικό χωριό έχει πλέον εξελιχθεί σε ευημερούσα πόλη, μετονομάζεται σε Βερχνεουντίνσκ, ενώ κοντά στην εκπνοή του 18ου αιώνα, με διάταγμα της Αικατερίνης, της επονομαζόμενης και «Μεγάλης», αποκτάει και επίσημο πολεοδομικό σχέδιο.  Βάσει αυτού θα χτιστούν κατά τις επόμενες δεκαετίες τα  νεοκλασικά της Αρμπάτ, αλλά και οι ανυπέρβλητες ίζμπα που φωτογραφίζουμε τώρα μανιωδώς με τον Ζυρ λες και πρόκειται να εξαϋλωθούν μέσα στα επόμενα λεπτά.



Από σπίτι σε σπίτι, κι από τετράγωνο σε τετράγωνο, περιφερόμαστε μαγεμένοι σ’ αυτό το επιφανειακό κοίτασμα ατόφιας ομορφιάς, ένα ξύλινο σύμπαν φτιαγμένο από περίτεχνες πόρτες, κεντημένα παράθυρα και πολύχρωμα παντζούρια. Κάθε σκάλισμα κι ένας συμβολισμός, που έλκει την καταγωγή του από την ρώσικη παγανιστική παράδοση και του οποίου η ερμηνεία χάνεται μαζί της στα βάθη των αιώνων. 


Αλεξικέραυνο για τα κακά πνεύματα, αρωγός καλής τύχης, προστασία της σοδειάς, κάθε μοτίβο είχε τον δικό του αρχικό λόγο ύπαρξης, άσχετα αν στην πορεία ξεχάστηκε και απέκτησε κυρίως διακοσμητικό χαρακτήρα.

Όταν οι γραμμές του υπερσιβηρικού φτάνουν ως εδώ το 1899, η θέση της πόλης αναβαθμίζεται κι άλλο, ειδικότερα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση οπότε και αποκτάει  το στάτους πρωτεύουσας της ΣΣΔ Μπουριατίας το 1923. Όσο για την τωρινή ονομασία Ουλάν Ουντέ (Κόκκινη Ούντα στην τοπική γλώσσα), αυτή καθιερώνεται  έντεκα χρόνια αργότερα.



- Γκασπαντίν, φωτό;
Είναι τοσοδούλες, ολόγλυκες και τρισχαριτωμένες.  Παιδικές φατσούλες, η χαρά του Ζυρ, που δεν αφήνει ευκαιρία για πορτραίτο να πάει χαμένη.
- Κάτσε κι εσύ δίπλα τους να σε βγάλω μία μαζί τους.
- Τι να με κάνεις; Αφού συνέχεια με αποκαλείς κακό και στριμμένο!
-  Τα παραλές. Μόνο στριμμένο!

Κλικ. Ορίστε, δες. Λέω μ’ αυτή τη φωτό να κλείσω το μελλοντικό μας άρθρο για την Ουλάν Ουντέ.
Και τώρα πώς σου φαίνεται η ιδέα για ένα καλό μπουριάτικο γεύμα;  Πεινάω σαν λύκος!  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου