Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

"Μιὰ λέ­ξη ποὺ δὲν ἤ­ξε­ρα", του Δημήτρη Λεβέντη


ΠΡΕΠΕΙ, ΝΑ ΗΤΑΝ ΤΟ 1987, δεύ­τε­ρη χρο­νιὰ πα­ρα­μο­νῆς μου στὰ Κύ­θη­ρα. Τό­τε συ­νή­θι­ζα νὰ πη­γαί­νω μιὰ φο­ρὰ τὴ βδο­μά­δα στὴ βρύ­ση στὰ Βι­α­ρά­δι­κα καὶ νὰ γε­μί­ζω μπου­κά­λια μὲ νε­ρὸ γιὰ τὸ σπί­τι. Τὸ ἔ­κα­να ἀ­πὸ τὴ μιὰ για­τί εἶ­χα πει­στεῖ ὅ­τι τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο νε­ρὸ ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ αὐ­τὸ τῆς ὕ­δρευ­σης, καὶ ἦ­ταν, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ὅ­μως, καὶ κα­τὰ κύ­ριο λό­γο, γιὰ τὴ γα­λή­νια ὀ­μορ­φιὰ τῶν ἤ­χων καὶ τῶν ὀ­σμῶν γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν πη­γή.
       Τὴν πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ πῆ­γα, καὶ μό­λις εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ γε­μί­ζω τὰ πρῶ­τα μπου­κά­λια, ἐμ­φα­νί­στη­κε σὰν ἀ­πὸ τὸ που­θε­νά —το χω­ριὸ ἦ­ταν καὶ τό­τε σχε­δὸν ἀ­κα­τοί­κη­το— ἕ­νας μι­κρό­σω­μος καὶ ἐν­τυ­πω­σια­κὰ εὐ­κί­νη­τος γέ­ρον­τας. Ἰ­σχυ­ρί­στη­κε ὅ­τι πή­γαι­νε γιὰ δου­λειὰ στὰ πε­ρι­βό­λια του, στὴν οὐ­σί­α ὅ­μως μὲ ὑ­πέ­βα­λε σὲ μιὰ ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κὰ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὴ ἀ­νά­κρι­ση, μα­θαί­νον­τας ὄ­χι ἁ­πλά τὸ λό­γο τῆς ἐ­κεῖ πα­ρου­σί­ας μου, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ μέ­να ἴ­σως καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π' ὅ­σα κά­ποι­οι κα­λοί μου φί­λοι ἤ­ξε­ραν.
       Ἡ ὅ­λη δι­α­δι­κα­σί­α δὲν μὲ ἐ­νό­χλη­σε. Ἀ­πὸ τὴ με­ριά του φαί­νε­ται ὅ­τι καὶ ἐ­κεῖ­νος μὲ ἐ­νέ­κρι­νε. Τὸν κέρ­δι­σα ἐ­παι­νών­τας, μὲ εἰ­λι­κρί­νεια καὶ ἐν­θου­σια­σμό, τὸ νη­σί, τὸ χω­ριὸ καὶ τὸ νε­ρό του. Ὁ γέ­ρον­τας ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε στὸ πυ­κνὸ πρά­σι­νο καί, λί­γο πρὶν φύ­γω, ἐ­πα­νεμ­φα­νί­στη­κε, καὶ πά­λι σὰν ἀ­πὸ τὸ που­θε­νά, φι­λεύ­οντάς μὲ κάμ­πο­σα σκαν­δα­λω­δῶς νό­στι­μα πε­τρο­κέ­ρασα. Μοῦ ἔ­δω­σε νὰ κα­τα­λά­βω, χω­ρὶς νὰ μοῦ τὸ πεῖ, ὅ­τι πο­τὲ δὲν ἔ­πρε­πε νὰ πά­ω νὰ κό­ψω μό­νος μου κε­ρά­σια. Τοῦ ἔ­δω­σα νὰ κα­τα­λά­βει, λέ­γον­τάς το, ὅ­τι δὲν θὰ τὸ ἔ­κα­να. Τὸ μέλ­λον ἀ­πέ­δει­ξε πὼς ἤ­μουν ψεύ­της.
Ὅ­πο­τε ἀ­να­με­τρή­θη­καν ἡ νο­στι­μιὰ τῶν κε­ρα­σι­ῶν μὲ τὸν κώ­δι­κα τι­μῆς μου, ὁ δεύ­τε­ρος ἡτ­τή­θη­κε κα­τὰ κρά­τος, κα­τα­δει­κνύ­ον­τας ὅ­τι τό­τε ζοῦ­σα σὲ ἕ­να σύμ­παν στιγ­μῶν ἀρ­χέ­γο­νης εὐ­τυ­χί­ας.
       Κα­τὰ τὶς ἑ­πό­με­νες ἐ­πι­σκέ­ψεις μου, ἐ­κεῖ­νος ἄλ­λο­τε ἐμ­φα­νι­ζό­ταν καὶ ἄλ­λο­τε ὄ­χι. Περ­νού­σα­με ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα μα­ζί, ἀλ­λὰ οἱ κου­βέν­τες μας ἤ­τα­νε λι­γο­στές. Δύ­ο πράγ­μα­τα θυ­μᾶ­μαι πιὸ πο­λύ. Τὸν ἀ­βί­α­στα ἁρ­μο­νι­κὸ τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο συμ­πλέ­κον­ταν καὶ συγ­χρο­νί­ζον­ταν τὸ τέμ­πο καὶ ὁ τό­νος τῆς φω­νῆς του μὲ τ' ἀ­κού­σμα­τα τοῦ ἀ­νέ­μου, τοῦ νε­ροῦ καὶ τῶν ὄν­των, καὶ ποὺ συ­νέ­θε­ταν μιὰν ἀ­ξέ­χα­στα εὐ­ή­κο­η ἐμ­πει­ρί­α, καὶ τὴν ὑ­πέ­ρο­χη μο­να­δι­κό­τη­τα τῶν συ­ναι­σθη­μά­των μου ποὺ ἀ­να­δύ­ον­ταν στὰ με­σο­δι­α­στή­μα­τα τῆς σι­ω­πῆς. Δὲν θυ­μᾶ­μαι κα­θό­λου τί λέ­γα­με.
       Τὴ μέ­ρα ἐ­κεί­νη δὲν εἶ­χε ἔρ­θει. Εἶ­χα ἀ­φή­σει στὶς τρεῖς βρυ­σοῦ­λες ἰ­σά­ριθ­μα μπου­κά­λια νὰ ξε­χει­λί­ζουν, εἶ­χα ἀ­νά­ψει τσι­γά­ρο καὶ χά­ζευ­α. Καὶ τό­τε εἶ­δα τὸν Νί­κο. Στε­κό­ταν ἀ­νά­με­σα στὰ φυλ­λώ­μα­τα, σὲ μιὰν ἀρ­κε­τὰ μα­κρι­νὴ ἀ­πό­στα­ση, ὄ­χι ὅ­μως τό­σο ποὺ νὰ μὲ κά­νει νὰ ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι πὼς ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος. Μὲ κοι­τοῦ­σε κα­τά­μα­τα, ἀ­νέκ­φρα­στος καὶ ἀ­μί­λη­τος. Τοῦ ἔ­κα­να νό­η­μα μὲ τὸ χέ­ρι καὶ τὸν φώ­να­ξα μὲ τὸ ὄ­νο­μά του, πι­στεύ­ον­τας πὼς ἴ­σως καὶ νὰ μὴ μὲ εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθεῖ. Κα­μί­α ἀλ­λα­γή. Θε­ώ­ρη­σα ὅ­τι θὰ ἦ­ταν μᾶλ­λον ἀ­γε­νὲς νὰ ἐ­πι­μεί­νω. Πῆ­γα λοι­πὸν πρὸς τὴ βρύ­ση νὰ μα­ζέ­ψω τὰ γε­μά­τα μπου­κά­λια καί, σβή­νον­τας τὸ τσι­γά­ρο, ἔ­ρι­ξα μιὰ μα­τιὰ πρὸς τὸ μέ­ρος ποὺ εἶ­χα δεῖ πιὸ πρὶν τὸν φί­λο μου. Δὲν ἦ­ταν πιὰ ἐ­κεῖ.
       Ὁ Νί­κος δὲν ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς φί­λος μου. Εἴ­χα­με βρε­θεῖ μα­ζὶ τὴν πε­ρα­σμέ­νη χρο­νιά, Κυ­ρια­κὴ τῆς Τυ­ρι­νῆς, μὲ τὸν Τά­σο ἀρ­χη­γό, νὰ τρα­γου­δᾶ­με καν­τά­δες στὰ «καν­τού­νια», ἀλ­λὰ καὶ σὲ σπί­τια τῆς Χώ­ρας, ὅ­που ἔκ­πλη­κτοι οἱ νοι­κο­κυ­ραῖ­οι, με­ρι­κοὶ μά­λι­στα φο­ρών­τας τὶς πι­τζά­μες τους, μᾶς σέρ­βι­ραν κα­λο­συ­νά­τα τσί­που­ρο ἐ­κλε­κτὸ καὶ λι­κὲρ φτη­νό. Ὁ Νί­κος ξε­χώ­ρι­ζε για­τί ἦ­ταν κά­πως με­γα­λύ­τε­ρος καὶ ντό­πιος, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν πλει­ο­ψη­φί­α τῆς ὑ­πό­λοι­πης πα­ρέ­ας. Ται­ρι­ά­ξα­με καὶ ἀ­φή­νον­τας κα­τὰ μέ­ρος τὶς ση­μαν­τι­κές μας δι­α­φο­ρές, βρε­θή­κα­με ἀρ­κε­τὲς φο­ρές, ἄλ­λο­τε σα­χλα­μα­ρί­ζον­τας καὶ ἄλ­λο­τε συ­ζη­τών­τας σο­βα­ρά. Περ­νού­σα­με κα­λὰ ἀ­νι­χνεύ­ον­τας καὶ ἀ­να­κα­λύ­πτον­τας ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λον πράγ­μα­τα ἁ­πλὰ μὰ καὶ ἀ­πρό­σμε­να.
       Τὸ τε­λε­τουρ­γι­κό μας ἦ­ταν νὰ μοῦ κά­νει ἐ­κεῖ­νος νό­η­μα, ὅ­ταν μὲ ἔ­βλε­πε νὰ δι­α­σχί­ζω μὲ τὸ αὐ­το­κί­νη­το τὸν κεν­τρι­κὸ δρό­μο, ἐ­γὼ νὰ στα­μα­τάω καὶ νὰ τὸν ἀ­κο­λου­θῶ σὲ κά­ποι­ο τρα­πε­ζά­κι τοῦ «Πι­έρ­ρου», ποὺ τό­τε ἦ­ταν τὸ μο­να­δι­κὸ στέ­κι τοῦ Λι­βα­διοῦ. Κερ­νοῦ­σε πάν­τα ἐ­κεῖ­νος, κι ἐ­γὼ τὸ ἀ­πο­δε­χό­μουν, νι­ώ­θον­τας πὼς ἂν δὲν τὸ ἔ­κα­να, θὰ χα­λοῦ­σα κά­τι στὴν ἰ­σορ­ρο­πί­α αὐ­τῆς τῆς σχέ­σης.
       Γυρ­νών­τας ἀ­πὸ τὰ Βι­α­ρά­δι­κα, ἀ­πό­γευ­μα πιά, ἐ­κεί­νη τὴ μέ­ρα τὸ τε­λε­τουρ­γι­κὸ πα­ρα­βι­ά­στη­κε. Τὸν εἶ­δα νὰ κά­θε­ται μό­νος στὸ τρα­πε­ζά­κι, ἔ­ξω ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα τοῦ κα­φε­νεί­ου. Πάρ­κα­ρα ἀ­πέ­ναν­τι καὶ πῆ­γα νὰ τὸν συ­ναν­τή­σω. Μὲ πῆ­ρε εἴ­δη­ση ὅ­ταν πιὰ εἶ­χα φτά­σει πο­λὺ κον­τά. Κά­θι­σα χω­ρὶς νὰ μοῦ τὸ προ­τεί­νει. Μοῦ χα­μο­γέ­λα­σε κά­πως νευ­ρι­κὰ καὶ μεί­να­με γιὰ λί­γο ἀ­μί­λη­τοι. Ἐν τῷ με­τα­ξύ, ἦρ­θε καὶ ὁ κύ­ριος Γιά­ννης, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἀ­φοῦ, ὅ­πως πάν­τα, εἶ­πε κά­τι γου­στό­ζι­κο, ταυ­τό­χρο­να, γρή­γο­ρα καὶ ἀ­λάν­θα­στα, ἀν­τι­λή­φθη­κε τὴν ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα μιᾶς ἐν ἀ­να­μο­νῇ λαν­θά­νου­σας κα­τάρ­ρευ­σης καί, παίρ­νον­τας τὴν πα­ραγ­γε­λί­α μου, ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε σὲ ἐ­λά­χι­στο χρό­νο. Ἔ­νι­ω­θα κά­πως ἀ­μή­χα­νος μὲ τὴν κα­τά­στα­ση, ξε­περ­νών­τας ὅ­μως τὶς ἀ­να­στο­λές μου, καὶ ἀ­πο­φεύ­γον­τας ἐ­σκεμ­μέ­να νὰ ρω­τή­σω τί στὸ κα­λὸ γύ­ρευ­ε στὶς ἐ­ρη­μι­ές, τὸν ρώ­τη­σα πῶς τὰ κα­τά­φε­ρε νὰ ἔρ­θει πρὶν ἀ­πὸ μέ­να ἀ­πὸ τὰ Βι­α­ρά­δι­κα ποὺ τὸν εἶ­χα δεῖ στὸ Λι­βά­δι, καὶ νὰ ἔ­χει κι­ό­λας πι­εῖ τὸν μι­σὸ κα­φέ του. Γύ­ρι­σε ἀρ­γὰ τὸ κε­φά­λι καὶ μὲ κοί­τα­ξε ὁ­λο­φά­νε­ρα τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος. «Καὶ σύ;» ρώ­τη­σε. Ἔ­πει­τα ση­κώ­θη­κε καὶ ἔ­φυ­γε χω­ρὶς νὰ πεῖ τί­πο­τε ἄλ­λο καὶ χω­ρὶς νὰ πλη­ρώ­σει. Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη καὶ ἡ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ τὸν κέ­ρα­σα, πι­θα­νό­τα­τα ἐν ἀ­γνοί­α του, καὶ ἡ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ τὸν εἶ­δα.
       Τὴν ἑ­πό­με­νη βδο­μά­δα στὴν κη­δεί­α του, στὶς πα­ρά­ται­ρα ἀ­νά­λα­φρες συ­ζη­τή­σεις ποὺ συ­νη­θί­ζον­ται στὸν γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σί­α χῶ­ρο σὲ τέ­τοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις, καὶ ποὺ εἶ­ναι ἕ­νας πιὸ ἀ­νε­πί­ση­μος ἀλ­λὰ ὁ­πωσ­δή­πο­τε οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρος ἐ­πι­κή­δει­ος γιὰ τὸν νε­κρό, ἔ­μα­θα πὼς του­λά­χι­στον ἄλ­λοι δύ­ο εἴ­χα­νε δεῖ τὸ ἀ­νά­ρα­χο τοῦ Νί­κου. Ὁ ἕ­νας κον­τὰ στὴν Ὁ­δη­γή­τρια, νὰ ξε­μα­κραί­νει ἀ­πὸ τὸ δρό­μο, καὶ ὁ ἄλ­λος στὸ πα­ζά­ρι τοῦ Πο­τα­μοῦ, ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος.
       Δὲν ἤ­ξε­ρα τό­τε τί θὰ πεῖ ἀ­νά­ρα­χο. Τώ­ρα ξέ­ρω, κι ἔ­χω κι ἄλ­λα δεῖ. Μὰ πιὰ δὲν τὸ συ­ζη­τά­ω. Ὄ­χι πὼς ἔ­τσι ἀ­πο­τρέ­πω τὸ μοι­ραῖ­ο. Ἁ­πλῶς ἀρ­νοῦ­μαι νὰ πα­ρα­δε­χτῶ ὅ­τι κά­τι τέ­τοι­ο ἀ­νάρ­μο­στο συμ­βαί­νει σ' ἐ­μέ­να, ἕ­ναν ἄρ­ρω­στα κολ­λη­μέ­νο τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου ζη­λω­τῆ.

Πη­γή [ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ]: Οὐ παν­τὸς πλεῖν ἐς Κύ­θη­ρα (δε­κα­ο­κτὼ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, 2010).


Δη­μή­τρης Λε­βέν­της (Ἀ­λε­ξάν­δρεια τῆς Αἰ­γύ­πτου, 1957). Διήγημα. Ἦρ­θε στὴν Ἑλ­λά­δα τὸ 1961. Με­γά­λω­σε στὸ Πα­λαι­ὸ Φά­λη­ρο καὶ σπού­δα­σε χη­μι­κὸς στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α εἴ­κο­σι πέν­τε χρό­νια ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὰ Κύ­θη­ρα ὡς κα­θη­γη­τὴς δευ­τε­ρο­βάθ­μιας ἐκ­παί­δευ­σης. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Οὐ παν­τὸς πλεῖν ἐς Κύ­θη­ρα (δε­κα­ο­κτὼ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, 2010).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου