ΠΡΕΠΕΙ,
ΝΑ ΗΤΑΝ ΤΟ 1987, δεύτερη χρονιὰ παραμονῆς μου στὰ Κύθηρα. Τότε συνήθιζα
νὰ πηγαίνω μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα στὴ βρύση στὰ Βιαράδικα καὶ νὰ γεμίζω
μπουκάλια μὲ νερὸ γιὰ τὸ σπίτι. Τὸ ἔκανα ἀπὸ τὴ μιὰ γιατί εἶχα πειστεῖ
ὅτι τὸ συγκεκριμένο νερὸ ἦταν καλύτερο ἀπὸ αὐτὸ τῆς ὕδρευσης, καὶ
ἦταν, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, καὶ κατὰ κύριο λόγο, γιὰ τὴ γαλήνια ὀμορφιὰ
τῶν ἤχων καὶ τῶν ὀσμῶν γύρω ἀπὸ τὴν πηγή.
Τὴν
πρώτη φορὰ ποὺ πῆγα, καὶ μόλις εἶχα ἀρχίσει νὰ γεμίζω τὰ πρῶτα μπουκάλια,
ἐμφανίστηκε σὰν ἀπὸ τὸ πουθενά —το χωριὸ ἦταν καὶ τότε σχεδὸν ἀκατοίκητο—
ἕνας μικρόσωμος καὶ ἐντυπωσιακὰ εὐκίνητος γέροντας. Ἰσχυρίστηκε
ὅτι πήγαινε γιὰ δουλειὰ στὰ περιβόλια του, στὴν οὐσία ὅμως μὲ ὑπέβαλε
σὲ μιὰ ἀριστοτεχνικὰ ἀποτελεσματικὴ ἀνάκριση, μαθαίνοντας ὄχι
ἁπλά τὸ λόγο τῆς ἐκεῖ παρουσίας μου, ἀλλὰ καὶ γιὰ μένα ἴσως καὶ περισσότερα
ἀπ' ὅσα κάποιοι καλοί μου φίλοι ἤξεραν.
Ἡ ὅλη
διαδικασία δὲν μὲ ἐνόχλησε. Ἀπὸ τὴ μεριά του φαίνεται ὅτι καὶ ἐκεῖνος
μὲ ἐνέκρινε. Τὸν κέρδισα ἐπαινώντας, μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἐνθουσιασμό,
τὸ νησί, τὸ χωριὸ καὶ τὸ νερό του. Ὁ γέροντας ἐξαφανίστηκε στὸ πυκνὸ
πράσινο καί, λίγο πρὶν φύγω, ἐπανεμφανίστηκε, καὶ πάλι σὰν ἀπὸ τὸ
πουθενά, φιλεύοντάς μὲ κάμποσα σκανδαλωδῶς νόστιμα πετροκέρασα.
Μοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβω, χωρὶς νὰ μοῦ τὸ πεῖ, ὅτι ποτὲ δὲν ἔπρεπε νὰ πάω
νὰ κόψω μόνος μου κεράσια. Τοῦ ἔδωσα νὰ καταλάβει, λέγοντάς το, ὅτι
δὲν θὰ τὸ ἔκανα. Τὸ μέλλον ἀπέδειξε πὼς ἤμουν ψεύτης.
Ὅποτε ἀναμετρήθηκαν
ἡ νοστιμιὰ τῶν κερασιῶν μὲ τὸν κώδικα τιμῆς μου, ὁ δεύτερος ἡττήθηκε
κατὰ κράτος, καταδεικνύοντας ὅτι τότε ζοῦσα σὲ ἕνα σύμπαν στιγμῶν ἀρχέγονης
εὐτυχίας.
Κατὰ
τὶς ἑπόμενες ἐπισκέψεις μου, ἐκεῖνος ἄλλοτε ἐμφανιζόταν καὶ ἄλλοτε
ὄχι. Περνούσαμε ἀρκετὴ ὥρα μαζί, ἀλλὰ οἱ κουβέντες μας ἤτανε λιγοστές.
Δύο πράγματα θυμᾶμαι πιὸ πολύ. Τὸν ἀβίαστα ἁρμονικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο
συμπλέκονταν καὶ συγχρονίζονταν τὸ τέμπο καὶ ὁ τόνος τῆς φωνῆς του μὲ
τ' ἀκούσματα τοῦ ἀνέμου, τοῦ νεροῦ καὶ τῶν ὄντων, καὶ ποὺ συνέθεταν
μιὰν ἀξέχαστα εὐήκοη ἐμπειρία, καὶ τὴν ὑπέροχη μοναδικότητα τῶν
συναισθημάτων μου ποὺ ἀναδύονταν στὰ μεσοδιαστήματα τῆς σιωπῆς.
Δὲν θυμᾶμαι καθόλου τί λέγαμε.
Τὴ
μέρα ἐκείνη δὲν εἶχε ἔρθει. Εἶχα ἀφήσει στὶς τρεῖς βρυσοῦλες ἰσάριθμα
μπουκάλια νὰ ξεχειλίζουν, εἶχα ἀνάψει τσιγάρο καὶ χάζευα. Καὶ τότε
εἶδα τὸν Νίκο. Στεκόταν ἀνάμεσα στὰ φυλλώματα, σὲ μιὰν ἀρκετὰ μακρινὴ
ἀπόσταση, ὄχι ὅμως τόσο ποὺ νὰ μὲ κάνει νὰ ἀναρωτιέμαι πὼς ἦταν ἐκεῖνος.
Μὲ κοιτοῦσε κατάματα, ἀνέκφραστος καὶ ἀμίλητος. Τοῦ ἔκανα νόημα
μὲ τὸ χέρι καὶ τὸν φώναξα μὲ τὸ ὄνομά του, πιστεύοντας πὼς ἴσως καὶ νὰ
μὴ μὲ εἶχε ἀντιληφθεῖ. Καμία ἀλλαγή. Θεώρησα ὅτι θὰ ἦταν μᾶλλον ἀγενὲς
νὰ ἐπιμείνω. Πῆγα λοιπὸν πρὸς τὴ βρύση νὰ μαζέψω τὰ γεμάτα μπουκάλια
καί, σβήνοντας τὸ τσιγάρο, ἔριξα μιὰ ματιὰ πρὸς τὸ μέρος ποὺ εἶχα δεῖ
πιὸ πρὶν τὸν φίλο μου. Δὲν ἦταν πιὰ ἐκεῖ.
Ὁ
Νίκος δὲν ἦταν ἀκριβῶς φίλος μου. Εἴχαμε βρεθεῖ μαζὶ τὴν περασμένη
χρονιά, Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, μὲ τὸν Τάσο ἀρχηγό, νὰ τραγουδᾶμε καντάδες
στὰ «καντούνια», ἀλλὰ καὶ σὲ σπίτια τῆς Χώρας, ὅπου ἔκπληκτοι οἱ νοικοκυραῖοι,
μερικοὶ μάλιστα φορώντας τὶς πιτζάμες τους, μᾶς σέρβιραν καλοσυνάτα
τσίπουρο ἐκλεκτὸ καὶ λικὲρ φτηνό. Ὁ Νίκος ξεχώριζε γιατί ἦταν κάπως
μεγαλύτερος καὶ ντόπιος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πλειοψηφία τῆς ὑπόλοιπης
παρέας. Ταιριάξαμε καὶ ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὶς σημαντικές μας διαφορές,
βρεθήκαμε ἀρκετὲς φορές, ἄλλοτε σαχλαμαρίζοντας καὶ ἄλλοτε συζητώντας
σοβαρά. Περνούσαμε καλὰ ἀνιχνεύοντας καὶ ἀνακαλύπτοντας ὁ ἕνας
στὸν ἄλλον πράγματα ἁπλὰ μὰ καὶ ἀπρόσμενα.
Τὸ
τελετουργικό μας ἦταν νὰ μοῦ κάνει ἐκεῖνος νόημα, ὅταν μὲ ἔβλεπε νὰ
διασχίζω μὲ τὸ αὐτοκίνητο τὸν κεντρικὸ δρόμο, ἐγὼ νὰ σταματάω καὶ
νὰ τὸν ἀκολουθῶ σὲ κάποιο τραπεζάκι τοῦ «Πιέρρου», ποὺ τότε ἦταν τὸ
μοναδικὸ στέκι τοῦ Λιβαδιοῦ. Κερνοῦσε πάντα ἐκεῖνος, κι ἐγὼ τὸ ἀποδεχόμουν,
νιώθοντας πὼς ἂν δὲν τὸ ἔκανα, θὰ χαλοῦσα κάτι στὴν ἰσορροπία αὐτῆς
τῆς σχέσης.
Γυρνώντας ἀπὸ τὰ Βιαράδικα, ἀπόγευμα πιά, ἐκείνη τὴ μέρα τὸ
τελετουργικὸ παραβιάστηκε. Τὸν εἶδα νὰ κάθεται μόνος στὸ τραπεζάκι,
ἔξω ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ καφενείου. Πάρκαρα ἀπέναντι καὶ πῆγα
νὰ τὸν συναντήσω. Μὲ πῆρε εἴδηση ὅταν πιὰ εἶχα φτάσει πολὺ κοντά. Κάθισα
χωρὶς νὰ μοῦ τὸ προτείνει. Μοῦ χαμογέλασε κάπως νευρικὰ καὶ μείναμε
γιὰ λίγο ἀμίλητοι. Ἐν τῷ μεταξύ, ἦρθε καὶ ὁ κύριος Γιάννης, ὁ ὁποῖος,
ἀφοῦ, ὅπως πάντα, εἶπε κάτι γουστόζικο, ταυτόχρονα, γρήγορα καὶ ἀλάνθαστα,
ἀντιλήφθηκε τὴν ἐπικίνδυνη ἀβεβαιότητα μιᾶς ἐν ἀναμονῇ λανθάνουσας
κατάρρευσης καί, παίρνοντας τὴν παραγγελία μου, ἐξαφανίστηκε σὲ ἐλάχιστο
χρόνο. Ἔνιωθα κάπως ἀμήχανος μὲ τὴν κατάσταση, ξεπερνώντας ὅμως
τὶς ἀναστολές μου, καὶ ἀποφεύγοντας ἐσκεμμένα νὰ ρωτήσω τί στὸ καλὸ
γύρευε στὶς ἐρημιές, τὸν ρώτησα πῶς τὰ κατάφερε νὰ ἔρθει πρὶν ἀπὸ
μένα ἀπὸ τὰ Βιαράδικα ποὺ τὸν εἶχα δεῖ στὸ Λιβάδι, καὶ νὰ ἔχει κιόλας
πιεῖ τὸν μισὸ καφέ του. Γύρισε ἀργὰ τὸ κεφάλι καὶ μὲ κοίταξε ὁλοφάνερα
τρομοκρατημένος. «Καὶ σύ;» ρώτησε. Ἔπειτα σηκώθηκε καὶ ἔφυγε χωρὶς
νὰ πεῖ τίποτε ἄλλο καὶ χωρὶς νὰ πληρώσει. Ἦταν ἡ πρώτη καὶ ἡ τελευταία
φορὰ ποὺ τὸν κέρασα, πιθανότατα ἐν ἀγνοία του, καὶ ἡ τελευταία φορὰ
ποὺ τὸν εἶδα.
Τὴν
ἑπόμενη βδομάδα στὴν κηδεία του, στὶς παράταιρα ἀνάλαφρες συζητήσεις
ποὺ συνηθίζονται στὸν γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία χῶρο σὲ τέτοιες περιπτώσεις,
καὶ ποὺ εἶναι ἕνας πιὸ ἀνεπίσημος ἀλλὰ ὁπωσδήποτε οὐσιαστικότερος
ἐπικήδειος γιὰ τὸν νεκρό, ἔμαθα πὼς τουλάχιστον ἄλλοι δύο εἴχανε
δεῖ τὸ ἀνάραχο τοῦ Νίκου. Ὁ ἕνας κοντὰ στὴν Ὁδηγήτρια, νὰ ξεμακραίνει
ἀπὸ τὸ δρόμο, καὶ ὁ ἄλλος στὸ παζάρι τοῦ Ποταμοῦ, ἀνάμεσα στὸ πλῆθος.
Δὲν
ἤξερα τότε τί θὰ πεῖ ἀνάραχο. Τώρα ξέρω, κι ἔχω κι ἄλλα δεῖ. Μὰ πιὰ δὲν
τὸ συζητάω. Ὄχι πὼς ἔτσι ἀποτρέπω τὸ μοιραῖο. Ἁπλῶς ἀρνοῦμαι νὰ παραδεχτῶ
ὅτι κάτι τέτοιο ἀνάρμοστο συμβαίνει σ' ἐμένα, ἕναν ἄρρωστα κολλημένο
τοῦ ὀρθοῦ λόγου ζηλωτῆ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου