|
ΕΙΜΑΙ ΠΕΝΗΝΤΑ ΕΝΝΙΑ ἐτῶν. Μὲ βεβαρημένο ἱστορικὸ
ὑγείας ἀπὸ τὸ πολὺ ἀλκοὸλ καὶ τὸ πολὺ τσιγάρο. Πέρασα ὡραῖα τὴ ζωή
μου παρέα καὶ μὲ τὰ δύο. Πνευμόνια μαῦρα καὶ συκώτι κατεστραμμένο.
Μὲ δῶρο ἕναν καρκίνο ποὺ κάνει πάρτι σιγὰ-σιγὰ πάνω στὰ ταλαιπωρημένα
μου κύτταρα.
Δὲν τὸν περίμενα τόσο σύντομα, ἀλλὰ μᾶλλον εἶδε αὐτὴν τὴν τέλεια μέρα
καὶ ἦρθε. Ὁ Ἄγγελος μὲ ἐπισκέφτηκε. Καθόταν στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ
μου, ἀμίλητος, μὲ μιὰ ζεστασιὰ ὅμως στὸ βλέμμα, γιὰ νὰ μὴν τρομάξω. Τί
νὰ τρομάξω; Ἔχω βρεθεῖ πολλὲς φορὲς ἀπέναντί του στὴν καθικίσια ζωή
μου. Τὸν κοίταξα καὶ ἐγὼ μὲ τεμπέλικη διάθεση καὶ μετὰ γύρισα λίγο
στὸ παράθυρο καὶ εἶπα μέσα μου, τί ὡραία μέρα γιὰ νὰ ζήσει κανείς.
* Τίτλος ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ὁμότιτλο
τραγούδι τοῦ Lou Reed.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Πηγὴ Κούτση (Ζάκυνθος, 1972). Ζεῖ στὴν Ἀθήνα καὶ ἐργάζεται
στὸ Μητροπολιτικὸ Κολέγιο. Ἔχει σπουδάσει Κοινωνικὴ Ἀνθρωπολογία
στὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ψυχολογία.
Τοῦ ζήτησα λοιπὸν μιὰ χάρη. Νὰ βγοῦμε ἔξω μιὰ βόλτα. Μιὰ τελευταία
βόλτα. Νὰ ἀναπνεύσω τὰ μόρια ἀέρα ποὺ θὰ ἀφήσουν τὸ τελευταῖο ἀποτύπωμα
ζωῆς.
Φόρεσα τὸ ἀγαπημένο μου ξεβαμμένο μπλουζάκι, τὸ σκισμένο μου
τζὶν ποὺ φοροῦσα παλιὰ ὅταν γυρνοῦσα σὲ διάφορα μέρη, κακόφημα θὰ
μποροῦσε νὰ τὰ πεῖ κανείς. Ἀκόμα μοῦ κάνει, εἰδικὰ τώρα ποὺ ἔχασα μερικὰ
κιλὰ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Πῆρα μαζί μου καὶ ἕνα μπουκάλι οὐίσκι γιὰ νὰ
τὸ πιοῦμε μὲ τὸν φίλο μου στὸ πάρκο.
Βγήκαμε ἔξω στὸν δρόμο καὶ πῆρα μιὰ βαθιὰ ἀναπνοή. Ὁ Ἄγγελος μὲ ἀκολούθησε
διστακτικὰ ἀλλὰ μὲ μιὰ μικρή, κρυφὴ χαρὰ καὶ ἐκεῖνος γιὰ αὐτὴν τὴ βόλτα.
Τί ὡραία ποὺ μύριζε ὁ ἀέρας. Ἡ μυρωδιὰ τῶν λουλουδιῶν ἀνακατευόταν
μὲ τὶς μυρωδιὲς ἀπὸ τὶς ἀνάσες τῶν κοριτσιῶν ποὺ περπατοῦσαν λαχανιασμένα
γιὰ νὰ προλάβουν τὰ ραντεβού τους.
Ἡ αἴσθηση τοῦ θανάτου δίπλα μου ὄξυνε τὶς αἰσθήσεις μου καὶ τὰ μάτια
μου ἔβλεπαν πιὸ ἔντονά τα χρώματα, τὶς ἐκφράσεις τῶν προσώπων τῶν περαστικῶν.
Βοήθησα μιὰ γιαγιὰ νὰ περάσει τὸν δρόμο καὶ ἔκλεισα τὸ μάτι σὲ ἐκείνη
τὴν πιτσιρίκα ποὺ ξεροστάλιαζε κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο περιμένοντας κάποιον
ἡ κάποια.
Χάνω σιγὰ-σιγὰ τὶς δυνάμεις μου. Εὐτυχῶς φτάσαμε στὸ πάρκο. Ἔκατσα
κάτω καὶ μὲ μιμήθηκε καὶ ὁ Ἄγγελός μου ἣ ὁ μοναδικὸς καὶ πιστὸς φίλος
ποὺ εἶχα ποτὲ μὲ τὴ ζωὴ ποὺ ἔκανα. Εἶναι θαῦμα ποὺ ἔφτασα μέχρι ἐδῶ.
Κάνα δυὸ φορὲς εἶχα πιεῖ τόσο πολὺ ποὺ εἶχα πολλὲς πιθανότητες νὰ
τὴν εἶχα κάνει νωρίτερα ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο. Ἡ πρώην μου μὲ ἔσωσε
τελευταία στιγμή. Φοβερὸ κορίτσι. Δυνατὸ ποτήρι.
Ἄνοιξα τὸ μπουκάλι, ἔβγαλα καὶ ἀκούμπησα τὰ δυὸ ποτήρια στὸ γρασίδι.
Μύρισα τὸ οἰνόπνευμα τὴν ὥρα ποὺ ἀναδυόταν ἀπὸ τὸ στόμιο. Γαμῶτο,
εἶναι κάτι ποὺ πραγματικὰ θὰ μοῦ λείψει. Ἤπια μιὰ δυνατὴ γουλιά, τὸ ἴδιο
ἔκανε καὶ ὁ φίλος μου. Σὲ αὐτὴν τὴ γουλιὰ ἀγάπησα ὅλες μου τὶς ἁμαρτίες
καὶ ἔδωσα τὴν εὐχή μου στὸ πρώην κορίτσι μου νὰ προσέχει τὴν ὑγεία
της μὲ τὶς μπόμπες ποὺ πίνει.
Ὁ ἥλιος ἔκαιγε εὐχάριστά το μέτωπό μου. Τὸ τραγούδι μιᾶς ρὸκ παρέας
πιὸ πέρα μοῦ θύμισε τὰ ξύδια στὶς συναυλίες ποὺ πηγαίναμε καὶ εἴχαμε
τὰ μπουκάλια κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὶς μπλοῦζες μας. Μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ
μου ἔπιασα τὸν μπαγάσα τὸν φίλο μου νὰ σιγοτραγουδάει. Θὰ τοῦ ἔλεγα
στὴν ὑγειά σου, ἀλλὰ ἔτσι ὅπως εἶναι τὰ πράγματά μοῦ φάνηκε ἀστεῖο σὰν
ἰδέα. Ἄς μὴν τὸν ἀφήσω νὰ περιμένει.
Ξάπλωσα στὸ γκαζόν. Ἡ ζωὴ ξεκινᾶ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια καὶ τελειώνει μὲ
κλειστά. Στὸ ἐνδιάμεσο τὰ ἀνοίγεις γιὰ νὰ ζήσεις πίνοντας μιὰ γουλιὰ
ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο σου οὐίσκι. Ἦταν μιὰ τέλεια μέρα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου