|
Η ΚΥΡΙΑ ΜΕΡΦΥ εἶναι ἡ σύζυγος τοῦ κυρίου
Μέρφυ.
Ἡ κυρία Μέρφυ, ποὺ εἶναι βιβλιοφάγος, μαλώνει πάλι μὲ τὸν κύριο Μέρφυ.
Ἡ κυρία Μέρφυ δὲ μαγειρεύει, δὲ συγυρίζει καὶ ἀποφεύγει τὶς μπουγάδες,
ἐπειδὴ διαβάζει συνεχῶς μὲ τὰ γυαλιὰ πρεσβυωπίας ποὺ δὲν ἀποχωρίζεται
ποτέ. Δὲν πηγαίνει γιὰ ψώνια οὔτε γιὰ καφεδάκι, ἀφοῦ ὑπάρχει πάντα ἕνα
κεφάλαιο ποὺ τὴν περιμένει.
Ἀπόψε τῆς λέει: Μάρθα, εἶναι ὥρα νὰ φύγουμε.
Εἶναι ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ τοὺς ἔχουν προσκαλέσει σὲ γεῦμα οἱ Ἀττένμπορο.
Ἡ Μάρθα προφασίστηκε ἀδιαθεσία τὴν πρώτη φορὰ καὶ τελείωσε τὸν
τόμο Μ τῆς ἐγκυκλοπαίδειας Μπριτάννικα.
Τοῦ ἀπαντᾶ σὰν αὐτόματος τηλεφωνητής: Τοὺς βαριέμαι. Θὰ εἶμαι στὴν
κεντρικὴ βιβλιοθήκη τῆς πόλης. Θὰ σᾶς συναντήσω ἀργότερα.
Ἡ κυρία Μέρφυ βρισκόταν στὸ ὑπόγειο ἀρχεῖο τῆς βιβλιοθήκης, ὅταν
ὁ Βορειοκορεάτης πρόεδρος πάτησε τὸ κόκκινο κουμπὶ μίλια μακριὰ ἀπὸ
τὸ Οὐϊσκόνσιν. Ἕνα πυρηνικὸ οὐρλιαχτὸ βρυχήθηκε πάνω ἀπὸ τὶς βορειοανατολικὲς
πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς. Τὸ Ἰλινόϊ, ἡ Ἰντιάνα καὶ τὸ Ὀχάϊο μπουκώθηκαν
μὲ σκόνη καὶ σιγή. Ἄνθρωποι καὶ ζῶα ἐξαερώθηκαν, σπίτια καὶ αὐτοκίνητα
ἔγιναν χαλκομανίες σὲ κλάσματα δευτερολέπτου. Δὲν ἀκουγόταν τίποτα
πιά, γιατί δὲν εἶχε μείνει κανεὶς νὰ ἀκούσει κάτι.
Τὸ ἔδαφος δονήθηκε μέχρι τὶς πατοῦσες τῆς κυρίας Μέρφυ, ποὺ ἔκλεισε
ἀπορημένη τὸ τρίτο βιβλίο γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν Ἀζτέκων πενήντα μέτρα
κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Δειλὰ-δειλά, ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ ἀρχείου. Βιβλία καὶ
χαρτιὰ ἀνακατεμένα μὲ μπάζα καὶ τοῦβλα εἶχαν φράξει τὴ μισὴ σχεδὸν
εἴσοδο τῆς σκάλας πρὸς τὴν ἔξοδο. Βήχοντας, σκαρφάλωσε πάνω ἀπὸ τὶς
πέτρες γιὰ νὰ ἀνέβει στὸ ἰσόγειο. Οἱ ὑπάλληλοι τῆς βιβλιοθήκης ἔλειπαν,
ὁ φύλακας ἐπίσης. Ἔξω δὲν κυκλοφοροῦσε τίποτα, οὔτε πουλὶ οὔτε μύγα.
Θρυμματισμένα τζάμια, ξεχαρβαλωμένες καρέκλες καὶ σπασμένοι ὑπολογιστὲς
ἀκόμη ἀνέδυαν σκόνη. Μόνο κάτι σπινθῆρες ἀπὸ καλώδια διέκοπταν
τὴ νεκρικὴ ἡσυχία.
Θεόρατα ράφια μὲ βιβλία, ἀντίγραφα ἀρχαίων παπύρων, χάρτες καὶ
λευκώματα, δοκίμια καὶ παραμύθια, ὅλα βρίσκονταν στὰ πόδια της. Ὅλη
ἡ σοφία τοῦ κόσμου ἦταν τώρα στὴ διάθεσή της. Μποροῦσε νὰ πάρει ὅ,τι
ἤθελε ἀπὸ κάτω καὶ νὰ τὸ διαβάσει ἀπερίσπαστη. Ἐπιτέλους, δὲν ὑπῆρχε
ψυχὴ γιὰ νὰ τὴν ἐνοχλήσει.
Καὶ ἐκεῖ, πάνω σὲ μιὰ κοτρώνα ἀπὸ μπετόν, ἡ κυρία Μέρφυ παραπατᾶ.
Στὴν ἄχαρη μανούβρα γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὴν ἰσορροπία της, τῆς γλιστροῦν
τὰ γυαλιὰ ἀπὸ τὴ μύτη. Ἡ καρδιὰ της γίνεται ὅσα κομμάτια ἔγιναν οἱ
δυὸ φακοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου