|
|
Ο ΑΠΟΓΡΑΦΕΑΣ περνᾶ ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ καταγράφει
κεφάλια, ἀνθρώπους, ζωές, ψυχές. Χτυπάει πόρτες καὶ τὶς ἀνοίγουν φοβισμένες
γριοῦλες, θυμωμένοι πενηντάρηδες, κακοποιημένες σύζυγοι, χωρισμένοι
πατεράδες, ἐργένηδες γυναικολόγοι, πιστοὶ ποὺ θεωροῦν χρέος τους
νὰ τῆς χαρίσουν τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Πληρώνεται μὲ τὸ κεφάλι. Ὅσες περισσότερες ψυχὲς καταγραφοῦν
στὸ ἔντυπο, τόσα περισσότερα χρήματα θὰ κερδίσει. Ὁδὸς Ταλιαδούρου.
Τῆς ἀνοίγει μιὰ ἡλικιωμένη κυρία. Πάντα ἔχει λίγη ἀμηχανία μὲ
τοὺς ἡλικιωμένους, τοὺς προτιμᾶ ὅμως ἀπὸ τοὺς ἐκνευρισμένους πενηντάρηδες.
Λὲς καὶ στὰ γεράματα νὰ σταματάει ὁ θυμὸς καὶ ἐπέρχεται ἡ κούραση ἀπ’
ὅσα ἔχεις ζήσει, σὰν νὰ ἔχεις παραδοθεῖ στὸ τέλος μιᾶς μοίρας ποὺ δὲν
μπόρεσες νὰ ἀλλάξεις. Ἡ ἡλικιωμένη τῆς χαμογελάει καὶ τὴν βάζει
στὸ σπιτικό της: ἕνα χαμόσπιτο μὲ 2 δωμάτια, μιὰ κουζινούλα, ἕνα
μπάνιο καὶ ἕνα χώλ. Κάθονται στὰ παλιὰ ἔπιπλα. Τῆς βάζει νὰ πιεῖ νερὸ
καὶ τὴν κερνᾶ γλυκὸ βύσσινο. Ἡ ἀπογραφέας δὲν εἶναι ἄνετη μὲ κάτι
τέτοια. Θέλει ἁπλῶς νὰ κάνει τὴ δουλειά της καὶ νὰ φύγει. Ἡ ἡλικιωμένη
ὅμως θέλει ἐπιτέλους νὰ μιλήσει. Δὲν μπαίνει καὶ κανεὶς στὸ σπίτι της
πέρα —ἴσως— ἀπὸ τὴ γειτόνισσα.
— Ὄνομα;
— Ὄλγα Π.
— Πόσο χρονῶν εἶστε, κα Ὄλγα;
— 72
— Ὄνομα πατρός:
— Δημήτριος
— Ὄνομα μητρός: Ἀγορίτσα
— Ἀδέρφια ἔχετε;
— Πρώτη ἦταν ἡ Σοφία, μετὰ οἱ γονεῖς μου ἔκαναν τὴν Ἑλένη. Ὕστερα
τὸν Παῦλο μας, τὸν χάσαμε στὸ ἀντάρτικο, μετὰ ἐγώ.
— Λυπᾶμαι γιὰ τὸν ἀδερφό σας… Οἰκογενειακὴ κατάσταση; Τὰ δικά
σας παιδιά;
— Ἔμεινα ἀνύπαντρη. Στὸ ράφι ὅπως ἔλεγαν τότε. Γεροντοκόρη.
Τώρα εὐτυχῶς ἐσεῖς οἱ νέοι δὲν τὸ λέτε. Ἔπρεπε βλέπεις, κορίτσι μου,
νὰ φροντίσω τοὺς γονεῖς μου. Παντρεύτηκαν τὰ ἀδέρφια μου. Ὁ πατέρας
μας δὲν εἶχε ἄλλη προίκα νὰ μοῦ δώσει καὶ ἔτσι ἔμεινα ἀνύπαντρη. Μετὰ
πέρασαν τὰ χρόνια, ἔπρεπε νὰ φροντίζω τοὺς γονεῖς μου ποὺ μεγάλωναν,
τὰ ἀδέρφια μου ποὺ ἀρρώσταιναν. Δὲν ἔκαναν παιδιά. Ὁ ἀδερφός μου, ὅπως
σου εἶπα, σκοτώθηκε. Τοὺς φρόντισα ὅλους. Πάντα τοὺς φρόντιζα ὅλους.
Δὲν παντρεύτηκα γιὰ νὰ τοὺς φροντίζω ὅλους. Πέθαναν ὅλοι. Δὲν ἔχω κανέναν.
Εἶμαι μόνη μου. Ἔμεινα μόνη μου. Περιμένω νὰ φύγω μὲ τὴ σειρά μου.
Ἡ ἀπογραφέας δὲν ξέρει
τί νὰ πεῖ, πῶς νὰ τὴν παρηγορήσει. Μὰ θέλει τὴν παρηγοριά της; Ὄχι.
Φεύγοντας, συνειδητοποιεῖ πὼς αὐτὸ ποὺ ἔνιωσε ἦταν φόβος καὶ λύπη.
Εἴκοσι χρόνια μετά, ἡ ἀπογραφέας
ποῦ καὶ ποῦ θυμᾶται ἐκεῖνο τὸν φόβο ποὺ σωματοποίησε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει,
ἐκεῖνο τὸ αἴσθημα ποὺ τὴν ἀκολουθεῖ ἕως σήμερα. Ἡ ἀπογραφέας τώρα
κοιμᾶται καὶ ξυπνᾶ μόνη. Παίρνει τὸ πρωινό της σὲ ἕνα τραπέζι ποὺ δὲν
μοιράζεται μὲ κανένα. Ἀλλάζει σπίτια καὶ δὲν ἔχει μιὰ μόνιμη κατοικία.
Ἀπογράφεται πάντα ὡς φιλοξενούμενη στὸ σπίτι τῶν γονιῶν της. Οἱ γονεῖς
της ζοῦν, εὐτυχῶς. Εὐτυχῶς δὲν ἔχει κάποιον νὰ φροντίσει γιὰ τὴν ὥρα.
Δὲν ἔχει παιδιὰ καὶ ἀνίψια νὰ φροντίσει. Βιώνει ἕνα εἶδος ἐλευθερίας
ποὺ ὅμως τὴν κατατρώει. Ἀπὸ πότε ἡ ἐλευθερία σὲ τυραννάει; Κι ἔτσι
ἡ ἀπογραφέας, θὰ συνεχίσει μὲ ματαιώσεις, φόβους καὶ ἀρνήσεις νὰ
σκέφτεται αὐτὸ ποὺ ἦταν κάποτε καὶ νὰ τὸ συγκρίνει μὲ αὐτὸ ποὺ μοιραῖα
ἄφησε νὰ γίνει: Μία ἐν δυνάμει κυρία Ὄλγα, ποὺ θὰ περιμένει τὴν ἀπογραφέα
γιὰ νὰ δηλώσει τὴν οἰκογενειακή της κατάσταση. Εὐτυχῶς, δὲν θὰ εἶναι
μιὰ «γεροντοκόρη», ἀλλὰ μιὰ θλιμμένη γυναίκα ποὺ ἀφιερώθηκε στὴ
δουλειὰ καὶ ὄχι στὴ ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου