Ο ελληνοαυστριακής καταγωγής Σουηδός συγγραφέας Άρης Φιορέτος (Aris Fioretos) γεννήθηκε στο Γκέτεμποργκ το 1960 από πατέρα Έλληνα και μητέρα Αυστριακή. Ζει μεταξύ Στοκχόλμης και Βερολίνου. Στο σπίτι έμαθε πρώτα τα γερμανικά και ύστερα τα ελληνικά. Σπούδασε Ιστορία της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Γέιλ των ΗΠΑ και στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Εργάστηκε ως μεταφραστής, ως επιμελητής κειμένων και ως αρθρογράφος για διάφορα σουηδικά περιοδικά. Ως συγγραφέας έκανε την εμφάνισή του το 1991 με τα πεζοτράγουδα Delandets bok και τα δοκίμια Det kritiska ögonblicket: Hölderlin, Benjamin, Celan. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του Στοκχόλμη νουάρ, Η αλήθεια για τον Σάσα Κνις, Ο τελευταίος Έλληνας, Μαίρη και Ο μισός ήλιος, το οποίο μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη. Υπήρξε ένας από τους 13 συγγραφείς που συνέγραψαν το Global Novel (2003). Το 2010, επιμελήθηκε την πρώτη πλήρη και σχολιασμένη έκδοση των έργων της Nelly Sachs και εξέδωσε την εικονογραφημένη βιογραφία της. Για το έργο του έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το βραβείο Jeanette-Schochen το 2017 στη Γερμανία και το Βραβείο Δοκιμίου της Σουηδικής Ακαδημίας το 2018. Από το 2011 είναι αντιπρόεδρος της Γερμανικής Ακαδημίας.
Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε το βιβλίο σας Ο μισός ήλιος από τις Εκδόσεις Πατάκη (σε μετάφραση του Κώστα Κοσμά). Αλήθεια, ποια ήταν η αφορμή για να γραφτεί;
Ξεκίνησα με μια απλή απαρίθμηση όλων των αντικειμένων στο παρεκκλήσι όπου είδα τον πατέρα μου νεκρό για πρώτη και τελευταία φορά. Κεριά, ένα μεταλλικό φορείο, κουβέρτες, ένα κουτί με σπίρτα… Δεν ήθελα να ξεχάσω εκείνα τα αντικείμενα, έτσι έσκισα ένα κομμάτι χαρτί από μια Βίβλο που υπήρχε στο παρεκκλήσι και τα κατέγραψα. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ξεκίνησα να μαζεύω τις αναμνήσεις που είχα από τα πενήντα χρόνια ζωής μαζί του, μαζί με σκόρπιες εικόνες, όνειρα, αποσπάσματα κι άλλα πολλά, έγραψα ακόμα και κάποιους διαλόγους. Ωστόσο, έπρεπε να περάσει ένας χρόνος για να καταλάβω τι ήταν αυτό που έκανα, τότε άρχισα να νιώθω ότι όλα αυτά αποτελούσαν το σχέδιο κάποιου βιβλίου που σιγά σιγά έπαιρνε σχήμα. Θυμήθηκα το σπιρτόκουτο που είχα δει στο παρεκκλήσι – όπως όλα τα σουηδικά σπιρτόκουτα Solstickan, είχε ένα σκίτσο που έχω βάλει και στο βιβλίο μου, ένα αγόρι που περπατά με ανοιχτά, άδεια χέρια από τα δεξιά προς τα αριστερά της εικόνας, προς την κατεύθυνση του στρογγυλού ήλιου στην άνω αριστερή γωνία. Βλέποντας εκείνη την εικόνα, είχα την αίσθηση ότι έπρεπε να κάνω κάτι παρόμοιο. Έπρεπε να αφηγηθώ την ιστορία του πατέρα μου από την αρχή ως το τέλος, όχι όμως στην κατεύθυνση που κινούνταν το παιδί στην εικόνα αλλά αντίστροφα, δηλαδή προς τα πίσω, ο ήλιος στο βιβλίο μου είναι παρόμοιος μ’ αυτόν της εικόνας, αφετηρία και προορισμός ταυτόχρονα. Μόνο αφού ολοκλήρωσα το αρχικό προσχέδιο κατάλαβα τη μαγεία του εγχειρήματος, είχα οδηγήσει νοητικά τον πατέρα μου μέσα στο διάστημα πενήντα χρόνων μέχρι πριν από τη στιγμή που γεννήθηκε το πρώτο του παιδί, τότε που δεν είχε γίνει ακόμα πατέρας κι έτσι δεν μπορούσε να πεθάνει όντας πατέρας.
Δεν είναι δύσκολο να γράφει κανείς για τον πατέρα του;
Φυσικά και είναι δύσκολο, άλλωστε όλοι έχουμε κάποιον πατέρα, οπότε κάποια στιγμή ίσως βιώσουμε τον θάνατό του. Ωστόσο, κάθε πατέρας είναι μοναδικός για το παιδί του, οπότε πώς είναι δυνατόν να συμβιβάσεις μια έννοια τόσο γενική με κάτι τόσο μοναδικό; H λύση που βρήκα ήταν να μελετήσω το είδος εκείνου του πατέρα που ήξερα, αυτού δηλαδή που για το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής μου ήταν ένας «ξένος», με την έννοια ότι είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια χώρα διαφορετική από αυτή των παιδιών του. Αυτοί οι κατά κάποιον τρόπο ξεριζωμένοι πατέρες είναι συνήθως διαφορετικοί, κατά μια έννοια λίγο μεγαλύτεροι από τη ζωή που έζησαν. Έτσι, οι σαράντα «θέσεις πάνω σ’ έναν ξένο πατέρα» του βιβλίου μου (τόσες όσες οι μέρες πένθους σύμφωνα με την ορθόδοξη Εκκλησία ή, συμπτωματικά, τόσες όσες τα σουηδικά σπίρτα στο κουτί που ανέφερα) δημιουργούν ένα είδος αντίστροφης μέτρησης από το σαράντα μέχρι το ένα, μέχρι την αρχή. Κι εφόσον χρησιμοποίησα τη λατινική αρίθμηση, η πρώτη απ’ αυτές τις θέσεις έχει τον αριθμό ΧL.
Όταν ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει πότε τα γεγονότα είναι πραγματικά και πότε έχουν επινοηθεί, έχω την ελπίδα ότι οι ήρωες αναπνέουν με περισσότερη ελευθερία.
Κατά πόσο η πραγματικότητα συμβαδίζει με τη φαντασία στη διήγησή σας;
Το προηγούμενο βιβλίο μου, Ο τελευταίος Έλληνας, ήταν αληθινή ιστορία σ’ ένα ποσοστό 3,5%, το υπόλοιπο ήταν δική μου επινόηση. Όμως δεν θα βρείτε στις σελίδες του αυτό το ασήμαντο ποσοστό, όπως θα βρείτε τα κεφτεδάκια και τις πατάτες σ’ ένα πιάτο, είναι διάσπαρτα στοιχεία όπως τα μπαχαρικά σε όλο το φαγητό. Με τον Μισό ήλιο συνέβη το ακριβώς αντίθετο, το κείμενο περιέχει 96,5% αυθεντικά γεγονότα, όμως το υπόλοιπο 3,5% ήταν απαραίτητο ώστε να ζωντανέψει το υλικό. Δίνει στον πρωταγωνιστή μου χώρο για να κινηθεί. Όταν ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει πότε τα γεγονότα είναι πραγματικά και πότε έχουν επινοηθεί, έχω την ελπίδα ότι οι ήρωες αναπνέουν με περισσότερη ελευθερία.
Ο πατέρας σας ως Οδυσσέας βρέθηκε για σπουδές στη ιατρική στη Βιέννη και έπειτα στη Σουηδία ως γιατρός. Δεν είναι σπουδαία αυτή η διαδρομή για έναν νέο που φεύγει από την Ελλάδα;
Κάθε ταξίδι που δεν γίνεται για τουριστικούς σκοπούς, πόσο μάλλον όταν πραγματοποιείται στον απόηχο του ελληνικού Εμφυλίου, είναι ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο. Δεν μπορώ να σας πω αν το ταξίδι του πατέρα μου από τη δυτική Πελοπόννησο μέχρι τη μακρινή Σουηδία στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έμοιαζε με το δεκάχρονο ταξίδι του Οδυσσέα καθώς επέστρεφε από τις ακτές της Τροίας στην Ιθάκη. Είχε όμως κι εκείνο τις δικές του παγίδες, τις εξόδους διαφυγής και τα τέρατά του.
Ο πατέρας σας διακρίθηκε όχι μόνο στη Σουηδία, αλλά βοήθησε στο τέλος και στην Ελλάδα. Γιατί οι μετανάστες νοσταλγούν πάντα τον γενέθλιο τόπο;
Αμφιβάλλω αν υπάρχουν άλλοι τόσο τυχεροί όσο ο πατέρας μου. Ως την πτώση της δικτατορίας το καλοκαίρι του 1974, δεν μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα όπου γεννήθηκε, έμεινε μακριά από την Ελλάδα για περίπου είκοσι πέντε χρόνια. Αντίθετα όμως με πολλούς από τους σημερινούς πρόσφυγες, ο πατέρας μου θα είχε φυλακιστεί αν επέστρεφε νωρίτερα, αλλά δε νομίζω ότι θα βασανιζόταν ή θα εκτελούνταν. Με την πτώση της δικτατορίας και τις πρώτες ελεύθερες εκλογές, άρχισε να επισκέπτεται την Ελλάδα συχνά μόνος του, άλλες φορές με την οικογένειά του. Όπως γνωρίζετε, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου ήρθε στη εξουσία, λειτουργώντας έξυπνα έφερε στην Ελλάδα τους Έλληνες που ζούσαν στο εξωτερικό είτε από επιλογή είτε επειδή αναγκάστηκαν, για να τον βοηθήσουν στο έργο του. Αυτοί οι εξόριστοι είχαν συγκεντρώσει τις γνώσεις και την εμπειρία που χρειαζόταν η νεοσύστατη δημοκρατία για την οικοδόμηση αυτού που στην Ευρώπη θεωρούνταν δεδομένο, του κράτους πρόνοιας. Από τον πατέρα μου ζητήθηκε να θεμελιώσει την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κρήτης κι αργότερα έγινε ο πρώτος διευθυντής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου που ιδρύθηκε. Αυτά τα χρόνια ήταν τα καλύτερα της ζωής του, ελάχιστα πράγματα θα μπορούσαν να τον κάνουν πιο χαρούμενο από το να είναι μέρος μιας συντονισμένης προσπάθειας για την παροχή περίθαλψης και ιατρικής εκπαίδευσης.
Μου άρεσαν οι περιγραφές που κάνατε για το Μοναστηράκι και την Πλάκα. Τι άλλο σας άρεσε από αυτούς τους περιπάτους στην Αθήνα;
Μου είναι τόσο ευχάριστη η πόλη της Αθήνας, ώστε δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιες συγκεκριμένες περιοχές. Καθώς σκέφτομαι την πόλη όπου έζησα στην ηλικία των είκοσι ενός χρόνων και στην οποία ξαναγύρισα άπειρες φορές, βλέπω μια πόλη με απελπιστική κυκλοφορία αυτοκινήτων αλλά και εκπληκτικές εκρήξεις καινοτομίας. Ίσως είναι παράξενο, αλλά έχω την εντύπωση ότι η Αθήνα μοιάζει να υποφέρει από θρόμβωση του μυοκαρδίου και την ίδια στιγμή εμφανίζεται με καινούργιους και καλογυμνασμένους μυς.
Αναφέρεστε και σε μια παθογένεια της Ελλάδας, το «φακελάκι». Πώς το σχολίαζε ο πατέρας σας;
Ακόμα δεν έχω συναντήσει αυτό που λέγεται «μέσος Έλληνας» – πώς να είναι, άραγε; Κατασκευάζεται σε κάποιο εργοστάσιο;
Όλες οι σελίδες του βιβλίου ξεχειλίζουν από τρυφερότητα και αγάπη. Πόσο σημαντικοί είναι οι γονείς μας για τη ζωή μας;
Είναι προφανές ότι δεν θα υπήρχαμε δίχως τους γονείς, που μας φέρνουν στον κόσμο και μας ανατρέφουν, υπό αυτή την έννοια η ύπαρξή τους είναι ανεκτίμητη. Όντας όμως πατέρας, γνωρίζω πια και τις δυο όψεις του νομίσματος κι έχω καταλάβει ότι υπάρχει κάποια στιγμή στη ζωή που το παιδί πρέπει να απομακρυνθεί, όχι για να απορρίψει τους γονείς ή να τους αμφισβητήσει, αλλά για να μπορέσει να σταθεί στα δικά του πόδια. Στη δική μου περίεργη περίπτωση αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να περάσω εννιά μήνες πρώτα στη Βιέννη, κι έπειτα έναν χρόνιο στην Ελλάδα, ενώ βίωνα το δύσκολο πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Ζώντας μόνος μου στις χώρες της μητέρας και του πατέρα μου και γράφοντας πρώτη φορά, πότε μεθοδικά και πότε σε στιλ ελεύθερο, αντιλήφθηκα το περίγραμμα του εαυτού μου με περισσότερη ενάργεια.
Ακόμα δεν έχω συναντήσει αυτό που λέγεται «μέσος Έλληνας» – πώς να είναι, άραγε;
Πώς ένιωθε ο πατέρας σας βλέποντας την άνοδό σας συγγραφικά;
Ω, ήταν πολύ χαρούμενος! Παρόλο που ήταν ένας γιατρός δοσμένος ψυχή τε και σώματι στο λειτούργημά του, έχω την υποψία ότι κατά βάθος αγαπούσε τη λογοτεχνία. Όταν κατάλαβε ότι πια ήμουν χαμένος στην ανατομία των λέξεων, έπαψε πια να με συμβουλεύει ότι θα έπρεπε να σπουδάσω ιατρική.
Έχετε βραβευτεί και είστε γνωστός συγγραφέας. Πώς νιώθετε για όλη αυτή την ανταπόκριση στο έργο σας;
Θα ήταν κουτό να αρνηθώ την ευχαρίστηση που σου παρέχει η αναγνώριση για τη δουλειά σου, όμως την ίδια στιγμή αληθεύει εξίσου ότι αυτό δεν βοηθά σε τίποτα όταν κάθεσαι να γράψεις στο γραφείο σου. Κάθε βιβλίο είναι διαβολεμένα δύσκολο να τελειώσει, όπως ακριβώς και το προηγούμενο. To μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι με τον χρόνο μαθαίνεις να αποδέχεσαι την πρόκληση. Φαίνεται ότι «πείρα» είναι ένας άλλος τρόπος να ονομάσεις την αυξανόμενη εξοικείωση με την απελπισία σου.
Είστε αντιπρόεδρος της Γερμανικής Ακαδημίας. Ποιες είναι οι δραστηριότητες αυτού του ιδρύματος;
Παρακολουθούμε ζητήματα που σχετίζονται με τη γερμανική γλώσσα και όλα τα είδη φιλολογίας και λογοτεχνίας που αναπτύσσονται γύρω της. Κάθε χρόνο απονέμουμε πέντε βραβεία – αυτό με το μεγαλύτερο κύρος είναι το Βραβείο Γερμανικής Γλώσσας, το λεγόμενο Büchner Prize. Τα μέλη της Ακαδημίας συναντώνται δύο φορές τον χρόνο, μία φορά στο Darmstad και μία φορά στο εξωτερικό. Συνήθως πίνουμε πολύ και μιλάμε ακόμα περισσότερο. Κάποια από τα παλαιότερα μέλη έχουν εξαιρετική αντοχή και συνεχίζουν μέχρι τις πρωινές ώρες, όταν τα μάτια των νεότερων όπως εγώ έχουν αρχίσει να βαραίνουν από την αϋπνία.
Μπορείτε να μας πείτε μια αγαπημένη φράση του πατέρα σας, που τη χρησιμοποιείτε και εσείς σήμερα;
Ελπίζω ότι οι αναγνώστες σας δεν θα προσβληθούν, αλλά η φράση που χρησιμοποιώ πιο συχνά είναι η μετάφραση μιας όχι και τόσο εύηχης ελληνικής παροιμίας. Ας αφήσουμε τη φράση αμετάφραστη στη γλώσσα σας, ώστε να μην ξυπνήσουμε τους λογοκριτές από τον απαραίτητο ύπνο και τη χαλάρωσή τους: «Du schwellst mir den Hoden».
Μετάφραση από τα αγγλικά: Απόστολος Σπυράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου