|
|
ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ, ΟΙ ΦΤΕΡΩΤΕΣ, δὲν θά ‘πρεπε ὑποτίθεται νὰ μᾶς ἀνησυχοῦν – εἶναι ἁπλοὶ ἐπισκέπτες, καθὼς λένε οἱ εἰδικοί. Οἱ τσοῦλες οἱ μικρὲς εἶναι ποὺ κάνουνε φωλιὲς καὶ θέλουν ἐπειγόντως ἐξολόθρευση.
Δὲν ξέρω βέβαια ἂν θὰ συμφωνοῦσε σὲ αὐτὸ ὁ Ἀντωνάκης, ἀφοῦ —Βουδιστὴς
γὰρ— πίστευε πὼς ἀνεξαρτήτως τοῦ μεγέθους πρόκειται γιὰ ἀτυχεῖς μετενσαρκώσεις
ἀκόμα καὶ οἰκείων —ἀγαπημένων, ἐνδεχομένως— προσώπων, βάναυσα
χτυπημένων ἀπ' τὸ κάρμα.
Ὅπως καὶ νά ‘χει, ὁ Μῆτσος —ὡς συνήθως κυνικός— τόνιζε πὼς τὸ ἐνενῆντα
ἐννέα τοῖς ἑκατὸ ἀπ’ τὶς ρημάδες δὲν τὶς βλέπουμε.
Βλέπουμε —ἐνίοτε— ἀραχνοῦλες, ἀλλὰ συχνότερα μονάχα τοὺς ἱστούς
τους στὶς γωνιές. Δὲν βλέπουμε ὅμως —εὐτυχῶς— οὐδέποτε τὰ ἀκάρεα,
παρόλο ποὺ ἰσοβίως συμβιώνουμε παρέα.
Ἴσως αὐτὰ σκεφτόταν καὶ ἡ Μαριλοῦ σὰν τῆς καρφώθηκε ἡ ἰδέα ὅτι μοιραζόταν
τὴ γκαρσονιερούλα μὲ φαντάσματα. Ἦταν ὡραῖο κορίτσι ἡ Μαριλοῦ, μὰ
ξεροκέφαλο. Χρυσὴ τὴν κάναμε πὼς δὲν ὑπάρχει μεταφυσικὸ οὐδὲν ποὺ
νὰ τὴν ἀπειλεῖ, αὐτὴ ἐκεῖ, νὰ σκιάζεται καὶ νὰ σκηνοθετεῖ τὸ θρίλερ
τῆς ζωῆς της.
Μᾶς παρουσίαζε μιὰ σειρὰ ἀπὸ ὕποπτα συμβάντα ὡς πασιδήλως ἐνδεικτικά
τῆς ὕπαρξης μίας ἤ περισσότερων ὀντοτήτων ἀπὸ τὸ ὑπερπέραν στὴν οἰκία
της.
Κατ’ ἀρχὴν —λέει— ἄκουγε βήματα, συρσίματα, ψιθύρους καὶ φωνές. Τὸ
γεγονὸς πὼς οἱ τοῖχοι τῶν διαμερισμάτων οὐδεμίαν ἠχομόνωση παρέχουν
διόλου δὲν τὴν πτοοῦσε.
Βέβαια εἶχε κάποια βάση αὐτή της ἡ ἀγωνία, ἀφοῦ —ἀπὸ τὴν τρέλα
της— εἶχε ἀποσυνδέσει ραδιόφωνα, τηλεοράσεις καὶ λοιπὰ (γιὰ τὸ φόβο
τῶν δαιμόνων), ὁπότε ζώντας στὴ σιωπὴ πῶς νὰ μὴν μεγαλοποιεῖ καὶ τὸ ἀπειροελάχιστο
ἠχάκι;
Τὸ σπίτι —ἀπὸ τὴν ἄλλη— εἶναι ἀλήθεια τὴν ἀνακαινισούλα του τὴν ἤθελε
καὶ βέβαια οὔτε λόγος γιὰ πιστοποιητικὸ ἐνεργειακῆς ἀπόδοσης σὲ ἕνα
κτίσμα συνομήλικο μέ μᾶς – καὶ κάτι παραπάνω. Πῶς νὰ μὴν τρίζουν πιὰ
τὰ ἕρμα πορτοπαράθυρα;
Ἔπειτα ἡ καημένη ἡ Μαριλοῦ ἔχανε διαρκῶς πράγματα. Πασμίνες, κάλτσες
κι ἀναπτῆρες δηλώνονταν συχνὰ πυκνὰ στὴ λίστα ἀπωλεσθέντων. Ἐγὼ ὡς
ἄπιστος Θωμᾶς τὴ θεωροῦσα φυσικὰ ἁπλῶς ἀλλοπαρμένη.
Ὅμως —σὰν βρώμικο μυαλό— προσπάθησα σκληρὰ νὰ τῆς βάλω ψύλλους στ’ αὐτιὰ
μήπως ἡ κολλητή της, αὐτὴ ἡ Μίρκα ἡ παρδαλή, τῆς βούταγε τὰ διάφορα
– ἔτσι γιὰ χάρη γούστου.
Κι ἴσως ἦταν οἰκόσιτα τὰ πνεύματα στὸ σπίτι, ὅμως τὸ σύνδρομο τῆς Μαριλοῦ
εἶχε ἐπεκταθεῖ καὶ σὲ ἐξωτερικοὺς χώρους, ὥστε παντοῦ πλέον ἔνιωθε
πὼς παρακολουθεῖται.
Ὅσο καὶ ἂν προσπάθησα νὰ ὀρθώσω τεῖχος λογικῆς γιὰ νὰ τὴν χαλαρώσω,
ἐκείνη δὲν ξεχνιότανε λεπτό. Κι ἐνῶ ἐγὼ παραμυθιαζόμουν διακαῶς
μήπως κάτι παιζόταν μεταξύ μας, τὸ ἀγύριστο μυαλό της σκάλωνε στὰ ἀόρατα
κατοικίδια. Ἔψαχνε καὶ μετροῦσε τὶς σκιές, διαβλέποντας παντοῦ ἄλλες
διαστάσεις.
Ἀφοῦ εἶχε σπουδάσει ἐνδελεχῶς τὰ ἅπαντα τῆς ἀξιότιμης Μαντὰμ μὲ
τ’ ὄνομα Μπλαβάτσκυ ἡ Μαριλοῦ δὲ σήκωνε οὔτε μύγα στὸ σπαθί της. Ἦταν
καθόλα ἕτοιμη νὰ συστηθοῦν ἐνώπιος ἐνωπίῳ μὲ τὸ στοιχειό. Ἐπίμονα
προσέγγιζε τοὺς φίλους της —κι ἐμένα— νὰ κάνουμε ἐπιτέλους μιὰ σεάνς.
Ὁμολογῶ ποθοῦσα σὰν τρελός τὰ τρυφερὰ χεράκια της νὰ ἄγγιξω – ἀλλὰ
γιὰ ἐπικλήσεις καὶ τοιοῦτα ἐξωτικὰ δὲν ἤμουν ὁ κατάλληλος καθόλου.
Παρόλα αὐτὰ κάποια στιγμὴ τὴν πάτησα ὁ βλάκας κι ἀφοῦ τὸ ὑποσχέθηκα
ὄφειλα νὰ τὸ κάνω.
Στὴν ὥρα ποὺ ὑπέδειξε ἤμασταν ὅλοι ἐκεῖ. Στὸ χῶρο μόνο δυὸ κεριά. Εἶχε
ἑτοιμάσει τὸ τραπέζι, τὸ ποτήρι, τὸ χαρτί. Πιανόμαστε κι ἀρχίζουμε
τὴν ὅλη τελετή. Κρύωσα ἀπότομα ἀλλὰ ἤτανε καὶ ἄγρια χαράματα.
Τὸ ποτήρι κουνήθηκε κι ἡ Μαριλοῦ ἄρχισε νὰ ρωτᾶ γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ
ἄγνωστού της φίλου. Ἐγὼ τὰ εἶχα ἤδη χρειαστεῖ μὰ τὰ χειρότερα δὲν εἶχαν
φτάσει ἀκόμα. Ἦρθαν ὅταν τὰ γράμματα ποὺ ἑνώνονταν γοργὰ σχημάτισαν
στὰ μάτια μου μπροστὰ τὸ ὄνομά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου