Για τη μελέτη του Στέλιου Παπαθανασίου «Η λογιοσύνη του πένητος και ο δημοτικισμός των βολεμένων – Γλωσσικά και άλλα στον Παπαδιαμάντη, στην κοινωνία και στην Εκπαίδευση» (εκδ. Δόμος).
Του Διονύση Στεργιούλα
Η μελέτη του Στέλιου Παπαθανασίου με τον εκτενή τίτλο Η λογιοσύνη του πένητος και ο δημοτικισμός των βολεμένων (εκδ. Δόμος) είναι γραμμένη με αγάπη και ταυτόχρονα με διάθεση πολεμικής. Η αγάπη αφορά τον Παπαδιαμάντη και η πολεμική διάθεση όσους δεν αποδέχτηκαν τη μεγάλη αξία του έργου του ή την αποδέχτηκαν «θέτοντας αστερίσκους». Ανάμεσά τους παλαιότεροι λογοτέχνες όπως ο Γιάννης Ψυχάρης και ο Κωστής Παλαμάς, φιλόλογοι του ΑΠΘ όπως ο Εμμανουήλ Κριαράς, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο Παναγιώτης Μουλλάς, ο Λίνος Πολίτης και ο Κ. Θ. Δημαράς, κριτικοί όπως ο Γιάννης Χατζίνης και ο Μάρκος Αυγέρης και αριστεροί διανοούμενοι όπως ο Γιάννης Κορδάτος.
Το γλωσσικό ζήτημα είχε απασχολήσει στο παρελθόν και τους λογοτέχνες και όχι μόνο τους φιλολόγους και γλωσσολόγους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Διάλογος του Σολωμού, έργο που αποτυπώνει τους προβληματισμούς του για τη γλώσσα σε μια κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο.
Πολύ αργότερα ο Γιάννης Ψυχάρης θα παρουσίαζε το δικό του γλωσσικό μοντέλο ως «γλώσσα του λαού». Ο Ψυχάρης (επηρεασμένος και από τον γλωσσολόγο Saussure, που υπήρξε δάσκαλός του) βρήκε στην ελληνική γλώσσα και στον ελληνικό λαό το πεδίο εφαρμογής μίας δικής του επινόησης θεωρίας, που εν μέρει είχε επιστημονική βάση και εν μέρει χαρακτηριζόταν από γλωσσικές αυθαιρεσίες, εμμονές και ιδεολογήματα. Δεν αρκέστηκε όμως στη διατύπωση των επιστημονικών του απόψεων περί συγχρονίας και διαχρονίας της γλώσσας, αλλά έδινε και αναλυτικές οδηγίες για τον τρόπο που θα έπρεπε να μιλούν και να γράφουν οι Έλληνες της εποχής του.Ο Παπαδιαμάντης δεν διαχώρισε ποτέ την ελληνική γλώσσα σε υποκατηγορίες. Γνώριζε άριστα τη δημοτική και ταυτόχρονα διάβαζε τους αρχαίους συγγραφείς και έψαλλε στους ναούς τους βυζαντινούς ύμνους.
Ο Παπαδιαμάντης δεν διαχώρισε ποτέ την ελληνική γλώσσα σε υποκατηγορίες. Γνώριζε άριστα τη δημοτική και ταυτόχρονα διάβαζε τους αρχαίους συγγραφείς και έψαλλε στους ναούς τους βυζαντινούς ύμνους. Χρησιμοποιούσε με ευκολία λόγιους τύπους λέξεων, θεωρώντας ότι λειτουργούν θετικά στο τελικό αισθητικό αποτέλεσμα των διηγημάτων του ή ότι σε κάποιες περιπτώσεις αποδίδουν τη σκέψη του με μεγαλύτερη ακρίβεια. Για τον Ψυχάρη δεν είχε καλή άποψη. Πίστευε ότι «η μονομανία του αύτη, του να αποκτήση όνομα εις την Ελλάδα, κατέστη δι’ αυτόν ψύχωσις, την οποίαν δυστυχώς δεν απέφυγον και παρ’ ημίν πλείστοι όσοι καλοί ποιηταί και λογογράφοι, οίτινες, διακαιόμενοι θερμώς υπό του πόθου της ρεκλάμας του ονόματός των εις την Ευρώπην υπό του ιεροφάντου Ψυχάρη, προσεκολλήθησαν στερρώς και τυφλότατα προς αυτόν». Την άποψή του αυτή εξέφρασε προφορικά το 1893 στον Δημήτρη Χατζόπουλο (Μποέμ), στον οποίο είπε ακόμη ότι «η Ψυχάρειος δόξα θα εξατμισθή ως πομφόλυξ».
Ανάλογη άποψη για τον Ψυχάρη είχε και ο Καβάφης, σύμφωνα με την καταγραφή του Ι. Α. Σαρεγιάννη. Με τη διαφορά ότι ο Καβάφης βάζει στο κάδρο και τον «γλωσσαμύντορα» Μιστριώτη: «Ήλθε μία μέρα, ας πούμε, ο Μιστριώτης, και μας είπε “ετούτο δεν είναι ευγενικό, το άλλο δεν αρμόζει στους προγόνους”. Και τί μας συνεβούλευσε; Να ρίξομε τη μισή μας γλώσσα άχρηστη στη θάλασσα. Τα ίδια κι’ ο Ψυχάρης έκανε για την άλλη μισή. Εις το ποτάμι, φώναξε κι’ αυτός, πρέπει να ρίξομε τη μισή μας γλώσσα. Όλα αυτά είναι γελοία. Τη γλώσσα μας πρέπει να τη μελετήσομε γιατί δεν την ξεύρομε. Έχει κρυμμένους μέσα της θησαυρούς· και τί θησαυρούς! Η έννοια μας πρέπει να είναι πώς θα την πλουτίσομε, πώς θα φέρομε στο φως αυτό που κρύβει εκείνη μέσα της». Ο Καβάφης είχε εκφραστεί επιγραμματικά και για το έργο του Παπαδιαμάντη: «Εις όσα έργα του εδιάβασα μ’ έκαμεν εντύπωσιν η περιγραφική του δύναμις. Με φαίνεται ότι είναι λαμπρά ασκημένος στης περιγραφής την τριπλήν ικανότητα – το ποια πρέπει να λεχθούν, το ποια πρέπει να παραλειφθούν και εις το ποια πρέπει να σταματηθεί η προσοχή».
Ο Καβάφης είχε εκφραστεί επιγραμματικά και για το έργο του Παπαδιαμάντη: «Εις όσα έργα του εδιάβασα μ’ έκαμεν εντύπωσιν η περιγραφική του δύναμις. Με φαίνεται ότι είναι λαμπρά ασκημένος στης περιγραφής την τριπλήν ικανότητα – το ποια πρέπει να λεχθούν, το ποια πρέπει να παραλειφθούν και εις το ποια πρέπει να σταματηθεί η προσοχή».
Ο συγγραφέας ασχολείται εκτενώς με τις ακρότητες ορισμένων προβεβλημένων δημοτικιστών, θέλοντας να δείξει ότι η αρνητική στάση τους προς τον Παπαδιαμάντη υπήρξε αποτέλεσμα ενός ελλιπούς πλαισίου απόψεων ή και ότι απλώς επρόκειτο για προβληματικούς χαρακτήρες. Σε μερικές περιπτώσεις η επιχειρηματολογία του μπορεί εύκολα να γίνει αποδεκτή. Όπως για παράδειγμα σε ό,τι αφορά τον Πέτρο Βλαστό (σύζυγο της κόρης του Αλέξανδρου Πάλλη), ο οποίος, εκτός από τα απορριπτικά του σχόλια για τους Παπαδιαμάντη, Κάλβο και Καβάφη, έγραφε και θεωρητικά κείμενα που συνόψιζαν τις πιο αποκρουστικές φυλετικές θεωρίες του καιρού του. Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο με τίτλο «Η Φυλή», που δημοσιεύτηκε το 1908 στον Νουμά και το 1912 (ξαναδουλεμένο) στο βιβλίο του Κριτικά ταξίδια, όπου συναντάμε απόψεις που αργότερα έγιναν σημαία των ναζιστών.
Κάθε φορά που ο συγγραφέας αναφέρεται στους επικριτές του Παπαδιαμάντη παραθέτει τεκμήρια της αναξιοπιστίας τους, που δεν είναι πάντα σχετικά με το θέμα που πραγματεύεται. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όταν μεταφέρει τα θετικά λόγια του Σπύρου Μελά, του οποίου η πνευματική διαδρομή στιγματίστηκε από τη δουλοπρεπή στάση του κατά τη γερμανική κατοχή. Ο Μελάς θεωρεί τον Παπαδιαμάντη πρότυπο αξιοπρέπειας. Άλλοι τον αντιμετωπίζουν ως άγιο της Εκκλησίας. Άλλοι πάλι (ως έναν βαθμό και ο Οδυσσέας Ελύτης) τον περιγράφουν ως μία γραφική φιγούρα των ελληνικών γραμμάτων, φορτώνοντάς του συμπεριφορές και χαρακτηριστικά που είναι αμφίβολο αν είχε. Τίθεται επομένως εδώ ένα ακόμη ζήτημα: Μήπως πολλοί από τους θαυμαστές του Παπαδιαμάντη τον διάβασαν εξίσου λανθασμένα με κάποιους επικριτές του;
Κατά την άποψή μου η ουδέτερη ή αρνητική στάση προς τον Σκιαθίτη δεν οφείλεται σε όλες τις περιπτώσεις σε γλωσσικές εμμονές και κρυφές σκοπιμότητες ή στη στρεβλή ερμηνεία του λογοτεχνικού φαινομένου, αλλά μπορεί να είναι και αποτέλεσμα προσωπικών αισθητικών αντιλήψεων και ελεύθερης σκέψης. Όσο σπουδαίος συγγραφέας και αν υπήρξε ο Παπαδιαμάντης (κάτι που σήμερα σχεδόν όλοι αποδέχονται), υπάρχει πάντα περιθώριο –και πρέπει να υπάρχει– για διαφορετικές αναγνώσεις και προσεγγίσεις. Οι διαφορετικές και οι αντίθετες απόψεις, ιδιαίτερα όταν προέρχονται από γνώστες της γραμματολογίας και συνοδεύονται από επιχειρήματα, έχουν αποδειχθεί στο παρελθόν πολύ χρήσιμες.
Άλλοι τον αντιμετωπίζουν ως άγιο της Εκκλησίας. Άλλοι πάλι (ως έναν βαθμό και ο Οδυσσέας Ελύτης) τον περιγράφουν ως μία γραφική φιγούρα των ελληνικών γραμμάτων, φορτώνοντάς του συμπεριφορές και χαρακτηριστικά που είναι αμφίβολο αν είχε. Τίθεται επομένως εδώ ένα ακόμη ζήτημα: Μήπως πολλοί από τους θαυμαστές του Παπαδιαμάντη τον διάβασαν εξίσου λανθασμένα με κάποιους επικριτές του;
Ο Παπαδιαμάντης είχε απέναντί του πολλούς δημοτικιστές, αλλά σίγουρα δεν υπήρξαν σύμμαχοί του οι εκπρόσωποι του τότε «γλωσσικού κατεστημένου». Δίπλα του, όσο ζούσε, στάθηκαν λίγοι μόνο φίλοι του, που και αυτοί πιθανώς εκτιμούσαν περισσότερο τον χαρακτήρα του και όχι το διάσπαρτο τότε σε εφημερίδες και περιοδικά έργο του. Ο συγγραφέας της μελέτης γράφει ότι «προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι η κριτική γενικώς, ενώ στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη ήταν συνήθως επιφυλακτική και ενίοτε εχθρική, στην περίπτωση του Ψυχάρη υπήρξε διθυραμβική». Ο Κωστής Παλαμάς είχε χαρακτηρίσει «επαναστατικό» το μυθιστόρημα Το ταξίδι μου, ενώ αργότερα έγραψε ότι, αν και σέβεται τον Παπαδιαμάντη, προτιμά ως πεζογράφο τον Ανδρέα Καρκαβίτσα.
Τι από το έργο του Παπαδιαμάντη δεν άρεσε στους δημοτικιστές επικριτές του; Μόνο η γλώσσα που χρησιμοποιεί ή μήπως και η θεματολογία του; Αυτό είναι ένα ακόμη ερώτημα που περιμένει την απάντησή του. Ο Παπαδιαμάντης δέχτηκε κατά καιρούς τα πυρά και θεολόγων ή ανθρώπων της Εκκλησίας, όπως του μοναχού Θεόκλητου Διονυσιάτη, που έγραψε και βιβλίο για το θέμα (Ο κοσμοκαλόγηρος Παπαδιαμάντης). Ο λόγιος μοναχός μοιράζεται με τους αναγνώστες την αδυναμία του να ερμηνεύσει την απήχηση που έχει στους πιστούς χριστιανούς ένας συγγραφέας που ασχολήθηκε με άσημους και ταπεινούς ανθρώπους και με την «αμαρτωλή» ζωή τους και όχι με αγίους ή με τις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας. Παραβλέποντας το γεγονός ότι οι αναφορές του Παπαδιαμάντη σε φτωχούς ψαράδες και σε αφελείς λαϊκούς ανθρώπους μπορεί να μη θυμίζουν τα θεολογικά κείμενα, θυμίζουν όμως απευθείας τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελιστών.
Η μελέτη του Στέλιου Παπαθανασίου δεν είναι μια τυπική φιλολογική εργασία. Αποκαλεί τον Παπαδιαμάντη «γέροντα» και δεν κρύβει την έντονη συναισθηματική του φόρτιση, κάνοντας σαφές ήδη από τον τίτλο ότι αισθάνεται και λειτουργεί ως υπερασπιστής του έργου και της μνήμης του συγγραφέα που θαυμάζει.
Η μελέτη του Στέλιου Παπαθανασίου δεν είναι μια τυπική φιλολογική εργασία. Αποκαλεί τον Παπαδιαμάντη «γέροντα» και δεν κρύβει την έντονη συναισθηματική του φόρτιση, κάνοντας σαφές ήδη από τον τίτλο ότι αισθάνεται και λειτουργεί ως υπερασπιστής του έργου και της μνήμης του συγγραφέα που θαυμάζει. Υπερασπιστής βέβαια αυτόκλητος, αλλά με ευρεία εποπτεία στο θέμα του, που προϋποθέτει πολύχρονη ενασχόληση με τη σχετική βιβλιογραφία. Το χιούμορ και τα στοιχεία προφορικότητας στην εκφορά του γραπτού λόγου καθιστούν τη μελέτη ευκολοδιάβαστη, παρά τη σχετική δυσκολία του θέματος και το «καταγγελτικό» ύφος του συγγραφέα.
Ακόμη και αν όροι όπως «δημοτικισμός», «καθαρεύουσα» και «λογιοτατισμός» μοιάζουν σήμερα κάπως μακρινοί, το γλωσσικό ζήτημα μεταμορφώνεται, αλλάζει όψεις και θα το βρίσκουμε πάντα μπροστά μας. Δεν έχει λυθεί ούτε φαίνεται πιθανό να λυθεί κάποτε οριστικά στη χώρα μας. Με την παραμικρή αφορμή άνθρωποι γενικώς αδιάφοροι για άλλα εξίσου σοβαρά ζητήματα είναι έτοιμοι να αντιπαρατεθούν –ξεχνώντας κάθε κανόνα ευγένειας– για τη σωστή γραφή ή για την ακριβή σημασία μιας λέξης ή ακόμη για την ετυμολογία και την ορθή θέση και σύνταξή της σε ένα γραπτό κείμενο ή στον προφορικό λόγο. Ο τεράστιος πλούτος της ελληνικής γλώσσας επιτρέπει συχνά την άντληση αντικρουόμενων μεταξύ τους επιχειρημάτων, με αποτέλεσμα όλοι να αισθάνονται δικαιωμένοι και να αναμένουν με αγωνία την επόμενη «μάχη».
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Καβάφης και Πατριάρχης – Μια πρόταση ερμηνείας» (εκδ. Οδός Πανός).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου