|
ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ἔμοιαζαν σὰν δυὸ σταγόνες νερό.
Σὰν νὰ εἶχε διπλώσει κάποιος ἕνα ἄσπρο χαρτὶ στὴ μέση καὶ νὰ εἶχε κόψει
μὲ προσοχὴ τὸ σχέδιό τους. Μὲ ὅλες τὶς λεπτομέρειες. Μὲ μυτερὸ ψαλίδι.
Εἶχαν ἕναν τοῖχο κοινό, μιὰ λασπωμένη λουρίδα χῶμα μπροστὰ καὶ
μιὰ πιὸ μεγάλη λουρίδα πίσω σκεπασμένη μὲ γκρίζες πλάκες. Καὶ στὶς δυὸ
πίσω αὐλὲς σέρνονταν ξεχαρβαλωμένα ποδήλατα, πατίνια, μπάλες καὶ
ἄδεια μπὸλ γιὰ τὰ ἀδέσποτά της γειτονιᾶς.
Στὰ κάγκελα τοῦ ἀριστεροῦ σπιτιοῦ τυλιγόταν ἕνα γιασεμὶ μὲ
λίγα ἄσπρα λουλούδια. Ἀγριόχορτα καὶ τριφύλλι ἔπνιγαν τὰ παρτέρια.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. (ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ)
Ἡ Ἀναστασία Κάτσικα γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Εἶναι
δασκάλα καὶ διδάσκει σὲ δημόσιο σχολεῖο στὰ Βριλήσσια. Διηγήματά
της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἔντυπα καὶ ἠλεκτρονικὰ περιοδικά. Τὸ
πρῶτο της βιβλίο μὲ τίτλο «Κίτρινο σκοτάδι» θὰ ἐκδοθεῖ σύντομα ἀπὸ
τὶς Ἐκδόσεις Θράκα.
Στὸ διπλανὸ σπίτι, οἱ θάμνοι, κουρεμένοι καὶ συμμετρικοί, κάλυπταν
τὰ κάγκελα κι ἐμπόδιζαν τὸ φῶς νὰ ζεστάνει τὰ θαλασσινὰ βότσαλα ποὺ
σχεδίαζαν μονοπάτια μὲ σπεῖρες καὶ κύκλους.
Στὸ ἀριστερὸ σπίτι τὰ παράθυρα ἦταν πάντα ἀνοιχτά. Οἱ κουρτίνες
τρεμούλιαζαν καμένες ἀπὸ τὸν ἥλιο, ξεθωριασμένες καὶ βαριὲς ἀπὸ
τὴ σκόνη.
Κάθε Κυριακὴ τοῦ Καλοκαιριοῦ, ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα ἔμπαιναν
τὸ φῶς καὶ ἡ ζέστη, προχωροῦσαν στὸ διάδρομο, περνοῦσαν τὸ χὸλ μὲ τὸν ἄδειο
καλόγερο, ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὸ σαλόνι κι ἔφταναν στὴν κουζίνα, ἐκεῖ
ποὺ ἡ γυναίκα μὲ τὰ μακριὰ μαλλιὰ καὶ τὴ χρωματιστὴ ποδιὰ ἔκοβε τὰ κολοκύθια
σὲ τέλειους κύκλους, τὶς μελιτζάνες καὶ τὶς πιπεριὲς σὲ καρεδάκια,
τὶς πατάτες, τὰ κρεμμύδια καὶ τὶς ντομάτες σὲ φέτες. Τὰ ἔβαζε ὅλα στὸ
ταψί, τὸ κουνοῦσε δυνατὰ κι ἔριχνε λάδι καὶ κόκκινο πιπέρι.
Ὅση
ὥρα ψηνόταν τὸ μπριάμ, ἡ μυρωδιά του μπλεκόταν στὰ μαλλιὰ τῆς γυναίκας,
ἀγκάλιαζε τὴ φωτογραφία τοῦ ἀγοριοῦ μὲ τὸ ἀχνὸ μουστάκι καὶ ζάλιζε
τὶς μύγες ποὺ μαζεύονταν σὰν μαύρη μπάλα στὴν τρυπητὴ κουτάλα.
Στὸ διπλανὸ σπίτι, τὰ παράθυρα ἦταν πάντα κλειστὰ καὶ οἱ βαριὲς
κουρτίνες σκοτεινὲς κι ἀκίνητες. Κάθε Κυριακὴ τοῦ Καλοκαιριοῦ ἡ μυρωδιὰ
τῆς κλεισούρας προχωροῦσε στὸ διάδρομο, περνοῦσε τὸ χὸλ μὲ τὸν φορτωμένο
ροῦχα καλόγερο, ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὸν σκεπασμένο καθρέφτη καὶ ἔφτανε
στὴν κουζίνα, ἐκεῖ ποὺ ἡ γυναίκα μὲ τὸν κότσο καὶ τὰ μαῦρα ροῦχα ἔτριβε
μὲ τὸν χοντρὸ τρίφτη τὶς ντομάτες, τὰ κρεμμύδια καὶ τὶς πιπεριές. Τὰ ἔβαζε
ὅλα στὸ τηγάνι, ἀνακάτευε ἁπαλὰ κι ἔριχνε λάδι καὶ μαῦρο πιπέρι.
Ὅση
ὥρα ἔβραζε ἡ σάλτσα γιὰ τὰ μακαρόνια, ἡ μυρωδιά της μαύριζε τὴ χωρίστρα
τῆς γυναίκας, καλησπέριζε τὴ φωτογραφία τοῦ ἀγοριοῦ μὲ τὰ κατσαρὰ
μαλλιὰ καὶ ξεσήκωνε τὶς ζωγραφισμένες στὰ πλακάκια πεταλοῦδες.
Πρώτη ἔφτανε στὸ προσκυνητάρι ἀπὸ ἄσπρο μάρμαρο, ἡ γυναίκα
τοῦ ἀριστεροῦ σπιτιοῦ. Δίπλα στὴ γέφυρα ἀκουμποῦσε τὸ σκεπασμένο μὲ
χρωματιστῆ πετσέτα πιάτο κι ἔφευγε.
Σὲ λίγο, ἡ γυναίκα τοῦ διπλανοῦ σπιτιοῦ ἀκουμποῦσε τὸ σκεπασμένο
μὲ ἄσπρη πετσέτα πιάτο, δίπλα στὴ γέφυρα, στὸ προσκυνητάρι ἀπὸ μαῦρο
γρανίτη.
Τὸ ἀγόρι μὲ τὸ ἀχνὸ μουστάκι καθισμένο στὴ μηχανή, κοίταζε ψηλά.
Χαμογελοῦσε. Τὸ ἀγόρι μὲ τὰ κατσαρὰ μαλλιὰ καθόταν πίσω του. Κοίταζε
κάτω. Τὸ ποτάμι ποὺ ἄφριζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου