TΟΝ ΠΡΟΣΕΞΕ γιατὶ τὰ μάτια του βούρκωσαν καθὼς ἀκούστηκε ἡ «Διεθνής» ἀπὸ μιὰ μοναχικὴ φυσαρμόνικα. Πλησίασε προσεκτικὰ καὶ εἶδε τὸ βλέμμα του – πὼς εἶχε χαθεῖ σὰν νὰ κοίταζε ποτάμι βουερὸ καὶ ἀγριεμένο κι ἕνα κλαδὶ νὰ χτυπιέται σὲ βράχια σὰν νὰ θέλει νὰ σωθεῖ, ἀλλὰ τὸ ξέρεις πὼς τέτοιες βουλήσεις τὶς βάζουν οἱ ἄνθρωποι στὰ ἄψυχα ἐλπίζοντας. Στὰ μάγουλά του εἶχε ἁπλωθεῖ ἕνα ἐρύθημα ἁπαλὸ σὰν κοριτσίστικο κοκκίνισμα, ὅταν ἡ μικρούλα συναντᾶ αὐτὸν ποὺ νομίζει πὼς θὰ εἶναι γιὰ πάντα ὁ ἄντρας τῆς ζωῆς της, ἀλλὰ δὲν ξέρει —ὤ, τῆς νιότης ἀθώα καὶ ἀνέστια ἄγνοια εὐτυχισμένη— πὼς δὲν ἔχει φτάσει κὰν στὸν πρῶτο σταθμό. Ἴσως νὰ ντράπηκε αὐτὸς τώρα ποὺ τὸν εἶδαν τόσο εὐάλωτο, τόσο κυριαρχημένο ἀπὸ τὸ χαμένο ὄνειρο καὶ πληγωμένο τόσο… Κατέβασε τὰ μάτια καὶ μὲ τὴν ἄκρια τοῦ παλιοῦ παπουτσιοῦ του ἔξυσε ἀμήχανος τὸ σκληρό, τὸ πατικωμένο ἄνυδρο χῶμα τοῦ πάρκου.
Τὸν παντρεύτηκε μετά. Πολὺ γρήγορα τὸν παντρεύτηκε, γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ χάσει στιγμὴ ἀπὸ τὴν ἀπέραντη εὐαισθησία ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει ἀκατέργαστη δύναμη ὅλο αἴτημα καὶ θόρυβο. Τὴν ἔκανε νὰ γελᾶ, τὴν ταξίδευε σὲ ἕνα παρελθὸν ποὺ θὰ ‘θελε νὰ εἶχε ζήσει ἂν δὲν εἶχε ζήσει τὸ δικό της ποὺ δὲν τὸ ἄλλαζε. Τοῦ ἀφοσιώθηκε. Τὰ βράδια τὸν ἄφηνε νὰ ἀκούει μουσικὴ μὲ τὶς ὧρες καὶ κάπου κάπου, ὅταν κάποιο τραγούδι ἄγγιζε τὸν πόνο του, ὅταν νότες ἐπικὲς τάραζαν τὴν γαλήνη τοῦ ἔρωτά τους —καὶ πολλὲς φορὲς αὐτὴ ἦταν ποὺ τοῦ πρότεινε νὰ βάλει ἕνα τέτοιο τραγούδι νὰ τὸ ἀκούσουν μαζί, δῆθεν ποὺ τό ‘χε ἐπιθυμήσει— τότε χαιρόταν τὸ μικρὸ ἀτίθασο δάκρυ ποὺ κοκκίνιζε τὰ μάτια του καὶ καμιὰ φορά —τί εὐλογία— ἔπεφτε στοὺς ὤμους του, ἔτσι ὅπως εἶχε γυρίσει στὸ πλάι τὸ κεφάλι γιὰ νὰ μὴν τὸν δεῖ νὰ κλαίει καὶ τὸν κακοχαρακτηρίσει 60 χρόνων ἄνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου