Στὴν
Παναγιώτα Μαρκαναστασάκη
ΧΑΡΑΓΑ σηκώθηκε ὁ ἐπίτροπος ἀνήμερα
τῶν Φώτων. Ἔπρεπε νὰ πάρει ὅλα τα χρειαζούμενα ἀπ’ τὸν Ἁγιώργη,
τὸν πολιοῦχο τοῦ χωριοῦ, καὶ νὰ τὰ πάει μέχρι τ’ ἀπάνου χωριὸ στὸν
Ἁγιάννη. Ἐκεῖ γιορτάζανε κάθε χρονιὰ τὰ Φῶτα.
Σὰν ξεκλείδωσε τὴν ἐκκλησὰ κι ἔκανε νά ’μπει
μέσα, ἕνας κρύος βοριὰς τοῦ ’ρθε κατάμουτρα καὶ σὰ νὰ τὸν τύλιξε
νιὰ μυρουδιὰ ἀπὸ κρίνους. «Ποιός ἀσυλλόιστος νὰ ξέχασε τὸ βορινὸ
παράθερο ἀνοιχτό;» ἀναρωτήθηκε κι ἔκανε τὸ σταυρό του. Ἔσκυψε
στὸ προσκυνητάρι, ἀλλὰ προτοῦ προλάβει νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι
του, τὴν εἶδε μὲ τὸ λοξοδρομισμένο του βλέμμα. Μέσα στὸ πρωινὸ
μισοσκόταδο στὴ μέση τῆς ἐκκλησᾶς νιὰ κάσα καὶ γύρω-γύρω κρίνοι.
«Σουβή μου. Θὰ ὀνειρεύομαι» σκέφτηκε. «Πῶς φύτρωσαν στὴν ἐκκλησὰ
κάσα καὶ κρίνοι;» Κι ἀνοιγόκλεισε μὲ τρόμο τὰ μάτια του. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια,
τὰ ἔκλεισε μὲ μεγάλη εὐκολία, ἀλλὰ δὲν κόταγε νὰ τὰ ξανανοίξει.
Οὔτε κι ὅταν ἄκουσε τὸν πεθαμένο ν’ ἀναστενάζει καὶ τὴν κάσα
νὰ τρίζει. Ἔκανε νὰ βγεῖ μὰ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα. Τὸ αἷμα
του πάγωσε. Ὁ παγωμένος ἀέρας τὸν πλησίαζε. Φαίνεται ὅτι ὁ
πεθαμένος κατόρθωσε νὰ βγεῖ ἀπ’ τὴν κάσα. Ἔκανε νὰ φωνάξει βοήθεια,
ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο. Δὲν τολμοῦσε ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια του. Ἔκανε
νά ’βγει στὰ τυφλὰ ἀπ’ τὴν ἐκκλησά. Πεντέξι βήματα θά ’ταν ὅλα
κι ὅλα. Κι ὕστερα θά ’ταν ὄξω. Μὰ ὁ πεθαμένος τόνε κράταγε γερὰ
ἀπὸ τὸ μανίκι καὶ δὲν ἔλεγε νὰ τὸν ἀφήσει. Μὲ κλειστὰ τὰ μάτια ἄρχισε
νὰ τὸν παρακαλεῖ. «Ἄσε με, ἄσε μὲ καὶ δὲ θὰ εἰπῶ τίποτα σὲ κανένα.
Κι ἂν ξαναμπεῖς στὴν κάσα θὰ σοῦ ἀνάβω τὸ καντήλι ἀνελλιπῶς.» Ὅσο
κι ἂν ἤθελε ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια του, τὰ βλέφαρά του ἤτανε κολλημένα.
Κρύος ἵδρωτας τὸν ἔκοψε. Εἶπε ἀπὸ μέσα του ἕνα πατερημὸ καὶ
μ’ ὅλη του τὴ δύναμη ὅρμηξε κατὰ ὄξω. Ὁ Ἁγιώργης τόνε λυπήθηκε
καὶ ἡ ἔξοδος ὑπῆρξε ἐπιτυχής, μὲ μόνη ἀπώλεια τὸ ἀριστερό
του μανίκι. Αὐτό, ποὺ εἶχε πιαστεῖ στὸ χερούλι τῆς ἐξώπορτας καὶ
τόση ὥρα δὲν τὸν ἄφηνε νὰ κάνει ρούπι.
Ἄφησε τὰ κλειδιὰ στὴν πόρτα, ἄφησε τὴν πόρτα ἀνοιχτὴ
κι πῆρε τρέχοντας τὴν κατηφόρα νὰ τὰ ἱστορήσει οὗλα στὴ γυναίκα
του, ποὺ ἦταν σίγουρος πὼς θὰ τὸν κορόιδευε. Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ δὲ
θὰ τὸν πίστευε, παρὰ θὰ τοῦ ’λεγε ὅτι τὰ βγάζει ὅλα ἀπ’ τὸ μυαλό
του κι ἀπ’ τὴ σκιάχτρα του.
Ἀπὸ τὶς σκέψεις του τὸν ἔβγαλε μιὰ σκυφτὴ φιγούρα,
ποὺ ἀνηφόριζε κατὰ τὴν ἐκκλησά.
Ἦταν ὁ Θανάσης π’ ἄνοιγε τὶς γοῦβες. «Ἄσχημα νέα,
μπονόρα-μπονόρα» τοῦ ’πε. «Χτὲς ἀργὰ φέρανε τὸ Φώτη ἀπ’ τὴν Ἀθήνα
καὶ οἱ ξεχασμένοι οἱ δικοί του δὲ βρίσκανε τὰ κλειδιὰ τοῦ σπιτιοῦ
καὶ τόνε πήγανε στὴν ἐκκλησά. Πάω τώρα νὰ χτυπήσω τὶς καμπάνες
λυπητερά, μέρα πού ’ναι, καὶ μετὰ ν’ ἀνοίξω τὴ γούβα. Ποιός νὰ
τὸ ’λεγε; Νὰ μπεῖ στὸ χῶμα ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του! Πῶς μᾶς μπῆκε
ἡ χρονιὰ φέτος! Ἔμ, τί νὰ περιμένει κανεὶς ποὺ κάναμε Πρωτοχρονιά,
Θεούλη μου, μὲ δυὸ κηδεῖες, ὄξω ἀπὸ κοντά μας. Πάει ὁ Βασίλης
τῆς Ἀλέξαινας κι ὁ Βάσιλας τοῦ Ντούμου. Τολάχιστο δὲν τὸν ἄφηνε
τὸ μακαρίτη μέχρι αὔριο νὰ κάνει τὴ γιορτή του;»
Ὁ ἐπίτροπος ἔφτυσε τρεῖς φορὲς στὸν κόρφο
του. «Πρέπει νὰ φύγω» εἶπε ἔντρομος. «Μὲ περιμένει ἡ Γιάνναινα.»
«Ἀλίμονος. Νὰ πᾶς καὶ μὴ χασομερᾶς καθόλου. Νὰ
τὴ βοηθήσεις. Τόσες ἑτοιμασίες θά ’χει νὰ κάνει γιὰ τὴ γιορτή
σου αὔριο. Νὰ τῆς δώκεις πολλὰ χαιρετίσματα. Ἄιντε καὶ καλὴ αὐριανή.»
«Εὐχαριστῶ, Θανάση, μὰ δὲ γιορτάζω αὔριο.»
«Ἄλλο καὶ τοῦτο! Ἀφοῦ οὖλοι οἱ Γιάννηδες σὰν
αὔριο γιορτάζουν στὸ χωριό μας.»
«Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ δῶ. Μ’ ἔχουνε πάρει ἀπὸ κάτι
κατσιβέλους.»
«Πάει τὰ ’χασε ὁ Γιάννης» ἐσκέφτη ὁ Θανάσης,
μὰ εἶπε μόνο «Ἒμ κανέμ, καλὴ σημερινή. Γεια καὶ χαρά σου.»
«Οὔφ, τὸ Θάνο τὸν ξεγέλασα! Νὰ δῶ ὡς αὔριο τί θὰ
κάνω μὲ τὸ Χάρο» εἶπε ὁ Γιάννης καὶ σκαπέτησε στὴν κατηφόρα. Ἔπρεπε
ὁπωσδήποτε νὰ βρεῖ μὲ τὴ γυναίκα του ὣς αὔριο μιὰ λύση.
Πηγή:
Ἀπὸ τὸν τόμο Γιὰ μιὰ χούφτα
ζωή, Δεκαεφτά Διηγήσεις (ἐκδ. Γαβριηλίδης, 2015).
Φωτεινή
Βασιλοπούλου. Σπούδασε
Ἀγγλικὴ καὶ Ἑλληνικὴ Φιλολογία. Ζεῖ στὴν Καλαμάτα καὶ ἐργάζεται στὴν
Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση. Πρῶτο της βιβλίο Γιὰ μιὰ χούφτα ζωή, Δεκαεφτά Διηγήσεις (ἐκδ.
Γαβριηλίδης, 2015).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου