ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΦΑΝΗΚΕ ἡ σκιὰ ἑνὸς σώματος ποὺ ἀκουμποῦσε
στὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ καὶ ἔσκυβε πρὸς τὰ κάτω σ’ ἕνα στενό τῆς
πόλης λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ κέντρο, μιὰ λεπτὴ σκιὰ ποὺ κινήθηκε δυὸ
τρεῖς φορὲς παλινδρομικὰ καὶ ἔγειρε ἐλαφρὰ πρὸς τὸ δρόμο ἀπὸ ὅπου
περνοῦσε ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἕνας ποδηλάτης μὲ σκοῦφο καὶ μπουφὰν καὶ
ἂν ὑπῆρχε τὸ φῶς τῆς μέρας θὰ ἔβλεπε κανεὶς τὸ μπλὲ μπουφὰν καὶ τὰ κόκκινα
ἀθλητικὰ παπούτσια ποὺ φοροῦσε, ἀλλὰ ἦταν βραδάκι ἐννιὰ ἢ ἐννιὰ
καὶ κάτι ὥστε μόνο τὰ παπούτσια του φωσφόριζαν ἐνόσω ἡ σκιὰ ἔσκυβε
θὰ ἔλεγε κανεὶς γιὰ νὰ δεῖ καλύτερα ἀλλὰ ὄχι, κοίταξε μιὰ στιγμὴ
μόνο κάτω καὶ μετὰ γύρισε πρὸς τὸν οὐρανὸ ποὺ δὲν εἶχε ἀστέρια ἀλλὰ
ἦταν γκρίζος σὰ μουτζούρα ἐνῶ ἀπὸ πίσω της ἀκουγόταν ξεψυχισμένα
καὶ κοφτὰ γιατὶ τὸν ἔπαιρνε ὁ ἀέρας ὁ ἦχος ἀπὸ μπάσο καὶ μιὰ βραχνὴ
ἀντρικὴ φωνὴ
καὶ μετὰ ἕνα πόδι ξεπρόβαλε στὸ κάγκελο καὶ ἔμεινε ἐκεῖ
ἀκίνητο λίγη ὥρα ἴσως μερικὰ λεπτά, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ περνοῦσαν
κάτω ἀπ’ τὸ μπαλκόνι ἕνα ζευγάρι ἡλικιωμένοι μὲ σακοῦλες ἀπὸ
σοῦπερ μάρκετ καὶ ἀκουμποῦσε ὁ γέρος τὴ γριὰ στὴν πλάτη ἀλλὰ δὲν πρόσεξαν
τὸ πόδι ποὺ αἰωροῦνταν πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τους καθὼς μιλοῦσαν μεταξύ
τους καὶ γελοῦσαν καὶ σὰ νὰ πείραζε ὁ γέρος τὴ γριὰ γιὰ κάτι ποὺ ἔκανε
ἢ εἶπε ἀλλὰ ἦταν γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐπάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τους τὸ πόδι
χωρὶς νὰ τοῦ δώσουν σημασία καὶ μετὰ ἔστριψαν κι ἐξαφανίστηκαν
στὴ γωνία, ἐνῶ ἡ σκιὰ κινήθηκε ἀπότομα ἐπάνω στὸ κάγκελο βγάζοντας
καὶ τὸ ἄλλο πόδι καὶ κάτι ἀκούστηκε τότε σὰ νιαούρισμα ἀπ’ τὰ
σκουπίδια ἀπέναντι ἀπὸ ὅπου μία γάτα ἔβγαλε ξαφνικά τὸ κεφάλι
μέσα ἀπὸ ἕναν πράσινο κάδο ἀπορριμμάτων γλείφοντας τὰ μουστάκια
της καὶ τότε ἡ σκιὰ μὲ μιὰ ξαφνικὴ ὤθηση πρὸς τὰ μπρὸς βρισκόταν ἤδη
στὸν ἀέρα καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ μόνο ἴσως γιὰ ἕνα δευτερόλεπτο αἰωρήθηκε
λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ κάγκελο μερικὰ ἑκατοστὰ ὄχι πιὸ πολὺ κι ἀμέσως
ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται στὶς προσόψεις καὶ τὰ τζάμια τῶν διαμερισμάτων
κι ἐνῶ ἀκούστηκε τὸ μποὺμ ἀπὸ σῶμα ποὺ πέφτει ὑπακούοντας στὸ νόμο
τῆς βαρύτητας καὶ ὅταν φτάσει κάτω προσκρούει σὲ κάτι συμπαγὲς καὶ
σκληρὸ ὅπως ἂς ποῦμε στὸ τσιμέντο ἑνὸς πεζοδρομίου ἡ σκιὰ συνέχισε
ν’ ἁπλώνεται σὲ ὅλο το στενὸ ἔτσι ποὺ ἕνας κουτσὸς σκύλος ἀπομακρύνθηκε
βιαστικὰ κι ἕνας νεαρὸς μὲ ἀκουστικὰ καὶ ρυθμικὸ περπάτημα πάγωσε
ἐπὶ τόπου καὶ στάθηκε ἐκεῖ στὴ μέση του δρόμου ἄφωνος χωρὶς νὰ ξέρει
τί νὰ κάνει, μονάχα ἔκλεισε τὴ μουσική.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Δήμητρα Παναγιωτοπούλου (Κομοτηνή, 1968). Ἐργάζοται ὡς φιλόλογος στὴ Μέση
Ἐκπαίδευση καὶ ἔχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικῆς γραφῆς.
Κείμενό της ἔχει δημοσιευτεῖ στην Book’s
Journal τχ.61, ἐνῶ τὸ διήγημά της «Τὸ τσίρκο» ἔχει διακριθεῖ
στὸ διαγωνισμὸ μὲ θέμα Hotel
XXX ἄσεμνες ἱστορίες (ψηφιακὸς τόμος, ἐκδ. Πατάκης).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου