ΤΗΝ ΛΕΞΗ «ψαλτόλυσσα» τήν ἄκουσα ἐσχάτως,
ἀλλά τό εἶδος τό γνωρίζω ἀπό παλιά. Διότι «ψαλτόλυσσα» δέν εἶναι
μόνο ἡ λύσσα πού ἔχουν ὡρισμένοι μοναχοφάηδες ψαλτᾶδες νά τά
ψάλλῃ ὅλα ἡ ἀφεντομουτσουνάρα τους, ἀλλά εἶναι καί τό εἶδος αὐτῶν
πού θά μπορούσαμε νά τούς ποῦμε «τῆς προσκολλήσεως». Στήν ἀρχή ζυγώνουν
στό ψαλτήρι σεμνά καί διστακτικά, καί ἐκτελοῦν χρέη ἰσοκράτη. Ἅμα
ὁ ψάλτης διαπιστώσῃ ὅτι δέν εἶναι παράφωνοι μπορεῖ ἐνδεχομένως
τήν τρίτη μέ τέταρτη φορά νά τούς ρίξῃ ἕνα βλέμμα συμπαθείας, νά
τούς εὐχηθῇ ἕνα καί τοῦ χρόνου ἤ νά τούς εἰδοποιήσῃ γιά μιά ἔκτακτη
περίπτωση.
Ἡ ψαλτόλυσσα κάθεται μαζεμένη σάν τό σκυλλί —πρός τό ὁποῖο
ἡ σχέση τῆς «(ψαλτο)λύσσας» δέν πρέπει νά εἶναι τυχαία— καί περιμένει
ζητιανεύοντας μέ τό βλέμμα ἕνα ἐλάχιστο ψίχουλο, μπορεῖ καί
κόκκαλο, ἀπό τήν πλούσια ψαλτική τράπεζα. Ἕνα λαχταριστό κόκκαλο
εἶναι βεβαίως ὁ Ἀπόστολος. Ἀλλά ἡ ψαλτόλυσσα πρέπει νά εἶναι ὑπομονετική
καί νά περιμένῃ πότε θά παρουσιαστῇ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία, ἡ ἀπουσία
π.χ. τοῦ «καθιερωμένου» καί «παλιότερου» διεκδικητῆ, ἕνα κρυολόγημα
τοῦ ἀνταγωνιστῆ, κ.λπ. κ.λπ.
Ἕνα ἄλλο λαχταριστό ἔδεσμα πρός τό ὁποῖο προσβλέπουν
ὅλες οἱ ἁπανταχοῦ ψαλτόλυσσες εἶναι τό «Ἄσπιλε, ἀμόλυντε, ἄφθορε,
ἄχραντε...» στούς Χαιρετισμούς, εἴτε, ἔστω, τό «Καὶ δὸς ἡμῖν Δέσποτα...»
πού θεωρεῖται —καί εἶναι— παρακατιανό, καθότι συντομώτερο ἀπό
τό «Ἄσπιλε...», ἀλλά, ἐδῶ πού τά λέμε, στήν ἀναβροχιά καλό εἶν᾿
καί τό χαλάζι πού λέει κι ὁ λαός.
Ἔπειτα ὑπάρχει καί ἡ ἀνάγνωση τῶν ψαλμῶν, τόσο στούς
Χαιρετισμούς ὅσο καί τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, πού γιά κάθε ψαλτόλυσσα
εἶναι ἕνα λαχταριστούτσικο κομματάκι· θά πῇ βέβαια κάποιος
πώς ἄλλο ἀνάγνωση κι ἄλλο ψαλτική, ὅμως ὑπάρχει κι ἐκεῖ ἡ εὐκαιρία
γιά λίγο ψάλσιμο, φερ᾿ εἰπεῖν στό «Ἐν ὀνόματι Κυρίου εὐλόγησον
πάτερ!», πού ὅλες οἱ ψαλτόλυσσες τό ταρναρίζουν δεόντως, ἄν καί, ἐδῶ
πού τά λέμε, σέ χαλάει νά διαβάζῃς μ᾿ ἕνα κάποιο μουρμουριστό
ψαλτάδικο ἦθος ἐκεῖνο τό «Οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου ἀπὸ μακρόθεν
ἤγγισαν καὶ ἔστησαν καὶ οἱ λαλοῦντές μοι κακὰ ματαιότητας καὶ δολιότητας
ὅλην τὴν ἡμέραν ἐμελέτησαν»; Σέ χαλάει; Δέ σέ χαλάει.
Ὑπάρχουν μάλιστα καί ψαλτόλυσσες τῆς μακροχρονίου
προσκολλήσεως πού πραγματοποίησαν τό ὄνειρό τους καί μετατέθηκαν
ἀπό τήν περιφέρεια στό κέντρο τοῦ ψαλτηρίου, ἔγιναν δηλαδή ἱεροψάλτες
ἀριστεροί, ἀκόμα καί δεξιοί σέ σπάνιες, πλήν ὑπαρκτές, περιπτώσεις.
Ἄ! τί ἀπόλαυση νά καθαρίζῃς συνεχῶς τή φωνή σου μ᾿ ἕνα ὀλίγον ἐξεζητημένο
βηχαλάκι, νά φυσᾷς τή διαπασῶν προκειμένου νά πιάσῃς τόν τόνο,
νά περνᾷς μέ ἄνεση ἀπό τόν πρῶτο στόν πλάγιο τοῦ τετάρτου καί τἀνάπαλιν!
Τί ἀγαλλίαση νά στραβοκυττᾷς ἕναν χαντακωμένο ἰσοκράτη κάνοντάς
του νοήματα νά πιάσῃ τόν κάτω Δή, ἤ τρίβοντας μεταξύ τους τόν δείκτη
καί τόν ἀντίχειρα, πού Κύριος οἶδε τί ἀκριβῶς σημαίνει! Καί τί ἄφατη
ἡδονή ὅταν βρεθῇς στήν θέση νά ἐπιλέγῃς ἐσύ μέ ἕνα γενναιόδωρο
νεῦμα τήν τυχερή, μεταξύ πολλῶν καραδοκουσῶν ψαλτολυσσῶν, ψαλτόλυσσα
πού θά διαβάσῃ τό «Ἄσπιλε...»!
Μιά τέτοια ψαλτόλυσσα
ἦταν καί ὁ Κώστας Κ., ὁ ὁποῖος κατώρθωσε νά περάσῃ, ἀπό τήν θέση
τοῦ ἁπλοῦ ἰσοκράτη καί εὐκαιριακοῦ ἀναγνώστη τοῦ Ἀποστόλου,
στήν θέση τοῦ ἀριστεροῦ ψάλτη τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Φανουρίου τῆς
συνοικίας μας. Ὁ ναός ἦταν σχετικά μικρός, οἱ ἀπολαβές πενιχρές,
μόλις καί μετά βίας ἀνεβάζοντας σέ ἕνα στοιχειωδῶς ἀξιοπρεπές
ἐπίπεδο τό ἐπίσης πενιχρό εἰσόδημα τοῦ ταπεινοῦ ἐμποροϋπαλλήλου,
ἀλλά ἦταν κάτι, καί τό κυριώτερο καί ἀνεκτίμητης ἀξίας: ἦταν
πλέον ψάλτης, ἀπόλυτος κυρίαρχος τοῦ ἀναλογίου, ἔστω καί τοῦ ἀριστεροῦ.
Αὐτό ὅμως τό «ἀριστεροῦ» ἄρχισε, μέ τό πέρασμα τῶν
χρόνων, νά ἐξελίσσεται σέ ἀγκάθι πού τριβέλιζε τόν Κώστα Κ., καθώς
ἀνακάλυπτε ὅτι παρέμενε «στάσιμος» ἐπί σειράν ἐτῶν. Κάθε φορά
πού ὑπῆρχε ἀνάγκη ἀντικαταστάσεως δεξιοῦ ψάλτου —καί τό πρᾶγμα
εἶχε συμβῆ πάνω ἀπό δύο φορές— ὁ Κώστας Κ. περίμενε ἐναγωνίως
νά ὑπάρξῃ κρούση ἀπό τόν ἐφημέριο τοῦ ναοῦ, ἕναν θεριακωμένο
λεβεντόπαππα, τόν παππα-Νικήτα. Περίμενε αὐτό τό «νεῦμα» εὐαρεσκείας,
αὐτήν τήν περιπόθητη χειρονομία ἀναγνωρίσεως, ὅπως ὁ σκύλλος
τό κόκκαλο, πλήν ἡ χειρονομία δέν ἐρχόταν, ἡ ὑπόθεση τῆς «ἀναβάθμισής»
του χρόνιζε ἐπικίνδυνα, κι εἶχε ἀρχίσει νά σκέπτεται σοβαρά τό
ἐνδεχόμενο νά περατώσῃ τήν ψαλτική του σταδιοδρομία ἀριστερός.
Καί νά πού γιά καλή του τύχη ὁ τελευταῖος δεξιός ψάλτης —-ἕνας Γεώργιος
Μπονάνος ἀπό τό πουθενά— λογόφερε μέ τόν παππα-Νικήτα τήν Κυριακή
τῶν Βαΐων, γιά τό ὕψος τῆς ἀμοιβῆς του ὑποθέτει, καί νά πού παρουσιάζεται
μοναδική εὐκαιρία νά ἀναβαθμιστῇ ἐπί τέλους, ἄς εἶναι καί μέ
μικρότερη ἀμοιβή ἀπό τοῦ Μπονάνου, αὐτόν τό δεξιό ἀναλόγιο τοῦ
᾿χει σκλαβώσει τήν ψυχή, καί βέβαια μέ τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα καί
τόν Νυμφίο νά ἔρχεται —τί νά ἔρχεται, νά εἶναι ἤδη φτασμένος καί
νά ἀνοίγῃ τήν θύρα τοῦ νυμφῶνος— ἡ μόνη ἐνδεδειγμένη λύση εἶναι
ὁ προβιβασμός τοῦ ἀριστεροῦ σέ δεξιό!
Ὅλο τό βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων πρός τήν Μεγάλη
Δευτέρα δέν κοιμήθηκε· ἄκουγε τό τηλέφωνο νά χτυπᾷ, ἔβλεπε τόν
παππα-Νικήτα νά τόν ὑποδέχεται στό δωματιάκι δίπλα στό ἱερό,
περισσότερο γιά νά καθορίσουν τό ὕψος τῆς ἀμοιβῆς του —ἐννοεῖται
πώς θά τό παλέψῃ γιά λελογισμένο ὕψος, ἀλλά δέν πρόκειται νά φθάσῃ
καί στά ἄκρα—, ἴσως καί νά μή χρειάζεται, ὅλοι τό ξέρουν πώς τήν Μεγάλη
Ἑβδομάδα ὁ ρόλος τοῦ ψάλτου εἶναι ἀπό κομβικός ἕως ἀναντικατάστατος.
Κι ὅμως, δέν ἦταν ἔτσι. Ὁ τραγόπαππας εἶχε συνεννοηθῆ
μ᾿ ἕναν ἀνηψιό του, ἕνα ἀνίδεο, ἀμούστακο παιδάριο, καί τώρα
πού τό σκέφτεται ὅλη ἡ λογομαχία μέ τόν ἄλλο τόν ἄσχετο, τόν Μπονάνο,
μπορεῖ νά ἦταν προσχηματική, τόν ἀνηψιό του ἤθελε νά βολέψῃ ὁ
ταβλαμπᾶς κι ἔκανε τάχαμου πώς δέν βγαίνει πέρα καί πρέπει νά προβῇ
σέ περικοπή μισθοῦ. Ὥρα εἶναι νά τόν πάρῃ κι αὐτόν ἡ μπάλλα καί ἀπό
᾿κεῖ πού ὀνειρεύεται δεξιά μεγαλεῖα νά καταβαραθρωθῇ σέ ἀκόμα
βαθύτερα ἀριστερά τάρταρα!
Καίτοι, λοιπόν, φαρμακώθηκε, δέν ἔβγαλε τσιμουδιά,
στόμα θεόκλειστο. Πάντως αὐτό τό παιδάριο τό μίσησε. Καί ντρέπεται
νά τό πῇ πώς μεγαλοβδομαδιάτικα —ἄν καί, ἐδῶ πού τά λέμε, καί ὁποιαδήποτε
ἄλλη μέρα τοῦ χρόνου εἶναι τό ἴδιο— τόν καταράστηκε αὐτόν τόν ἀνηψιό,
μαζί μέ ὅλα τά σπυριά του, νά ἀρρωστήσῃ, νά βουβαθῇ, νά βγάλῃ τό
κακό σπυρί, ναί, τέτοιες ἀκρότητες, στίς ὁποῖες ἤθελε ὁ ἀθεόφοβος
νά ἀνακατέψῃ ὄχι τόν σατανᾶ ἀλλά τόν ἴδιο τόν Θεό, σάν νά μήν ἤξερε
πώς «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους», σάν νά μήν ἤξερε πώς ὁ Θεός
«ἀγάπη ἐστίν», καί δέν εἶχε τίποτα νά κάνῃ μέ τίς δικές του μωροφιλοδοξίες
καί τά μικρομίση, αὐτήν τήν καταραμένη ψαλτόλυσσα, αὐτό τό παντοδύναμο
πάθος, δυναστικώτερο κι ἀπ᾿ τήν ψωμόλυσσα!
Τόν ἄκουσε τόν ἀνηψιό, ὀνόματι Μιχάλη, τό βράδυ τῆς
Μεγάλης Δευτέρας: ὡραία φωνή, δέ λέει, ἀλλά ἄπειρος βρέ παιδί
μου, καί τόν «Νυμφῶνά σου» τό ᾿πιασε λίγο χαμηλά, ὁ Κώστας ἔκανε ἕναν
μορφασμό, «ἄχ, βρέ Μιχάλη!», δέν προλάβανε νά γνωριστοῦν καί τόν ἔλεγε
«Μιχάλη», φιλικά ὑποτίθεται, ἀλλά μέ αὐτό τό «ἄχ, βρέ» μπροστά
πού σημαίνει «κάτσε βρέ παιδάριο ἑφτά-ὀχτώ χρόνια στό ἀριστερό ἀναλόγιο
νά λιώσῃς κἀνα δυό ράσα κι ἔπειτα διεκδίκησε τή θέση τοῦ δεξιοῦ
πού κανονικά ἀνήκει σέ πιό πεπειραμένους ἀπό σένα!». Καί μήν νομισθῇ
πώς μέ τό «πεπειραμένους» ἐννοεῖ τόν ἑαυτό του, αὐτός, ἔτσι κι ἔμπαινε
δεξιός κάποιος ἰσάξιός του πού νά ᾿χε φάει τήν ψαλτική μέ τό κουτάλι,
δέν θά ᾿χε ἀντίρρηση, τόν ἐνοχλεῖ πού δέν ἀκολουθεῖται ἡ κατά παράδοσιν
ἰσχύουσα τάξις, ἕνα εἶδος ἀτύπου πλήν ὑπαρκτῆς ἱεραρχίας.
Ἐκεῖ ὅμως πού εἶχαν φθάσει τά πράγματα, δέν κινδύνευε
πλέον μόνο ἡ ἄτυπος ἀλλά καί ἡ τυπική τάξις. Ἐξηγεῖται τί θέλει
νά πῇ: Αὔριο εἶναι Μεγάλη Τρίτη, κι ὅλοι οἱ ψαλτᾶδες ξέρουν τί σημαίνει
αὐτό. Τό μεγαλύτερο ψαλτάδικο «σουξέ», ἄν μπορῇ νά μιλήσῃ κανείς
μέ τέτοιους ἀγοραίους ὅρους, τό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, πού δικαιοῦσαι
νά τό «ταρναρίσῃς» μέχρι καί εἰκοσιπέντε λεπτά καί κανείς νά μή
σοῦ πῇ τίποτα, ἀνήκει «μέ τόν νόμο» πού λένε στόν ἀριστερό ψάλτη.
Τίς προηγούμενες χρονιές ὁ Κώστας Κ., κατά τίς ἐπιταγές ἑνός
πνεύματος κακῶς ἐννοουμένης, τώρα πού τό σκέφτεται, ταπεινοφροσύνης,
εἶχε ἐκχωρήσει τό λαχταριστό κομμάτι στόν δεξιό, κι εἶχε ἀρκεσθῆ
στόν ρόλο τοῦ κομπάρσου, φθάνοντας μάλιστα στό σημεῖο νά μετακομίσῃ
στό ἀπέναντι ψαλτήρι, ἐν εἴδει θλιβερῆς καί διακοσμητικῆς δευτεροκλασάτης
γλάστρας, περιωρισμένης σέ βοηθητικό ρόλο.
Τώρα ὅμως δέν θά τό ἄφηνε νά περάσῃ στό ντούκου, καί,
βέβαια, τέρμα ἡ μετακόμιση στό δεξί ψαλτήρι. Δέν τό δικαιοῦνταν;
Ὅλοι οἱ νόμοι καί τά διατάγματα ἦταν μαζί του. Θά ᾿λεγε τήν «Κασσιανή»
ὁ κόσμος νά χάλαγε. Κι ἅμα τοῦ κουνιόταν τό ἀπέναντι τσουτσέκι,
θά τοῦ ᾿τριβε στή μούρη τό ἰσχῦον τυπικό, πού κάτι ξέρανε ὅσοι τό
ὥρισαν ἔτσι, ταπεινοφροσύνη ἤθελαν νά διδάξουν, καί νά πού ἡ ταπεινοφροσύνη
ποδοπατεῖται παντοῦ, ἀκόμα καί στό θέμα τῆς «Κασσιανῆς» πού εἶναι
ὁλόδικιά του!
Δέν θά πῇ ὅμως τίποτα· γιατί νά πῇ κάτι γιά κάτι πού δικαιωματικά
τοῦ ἀνήκει; Θά περιμένῃ σεμνά καί ταπεινά νά ἔρθῃ ἡ ὥρα τοῦ τροπαρίου,
καί τότε σεμνά καί ταπεινά θά ξεκινήσῃ μέ τό «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ
καὶ ἁγίῳ Πνεύματι», ὁ ἄλλος, ὁ ἀπέναντι, θά πῇ ἀναγκαστικά τό
«Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ἀμήν», ὁπότε μετά
τό τροπάριο εἶναι ὁλόδικό του, νά τό ταρναρίσῃ ὅσο καί ὅπως θέλει,
ἀπ᾿ ἔξω τό ᾿χει μάθει, ἕνα σωρό χειμῶνες καί ἄνοιξες τήν προβέρνει
σχεδόν καθημερινῶς τήν ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυναῖκα.
Καί νά πού ἡ μεγάλη ὥρα
ἦρθε. Χωρίς νά διστάσῃ καθόλου, ἔβαλε μπρός τό «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ...».
Ἦταν κάπου ἐκεῖ στό «-ῷῷῷ» τοῦ «Υἱῷ» πού ἡ θεόρατη φιγούρα —ἔτσι
τοῦ φάνηκε— τοῦ παππα–Νικήτα ἔκανε τήν ἐμφάνισή της στήν ὡραία
πύλη:
— Τί κάνεις ἐκεῖ; τοῦ φώναξε ὀργισμένα, καί τό χριστεπώνυμο
πλήρωμα πάγωσε.
Δέν μπόρεσε νά πῇ τίποτα, ἔνιωσε μόνο ἕναν κόμπο νά
τοῦ κάθεται στόν λαιμό, κι ὁ δεξιός ἀνέλαβε τό «ἁγίῳ Πνεύματι».
— Τσακίσου πήγαινε στό δεξιό ψαλτήρι! παράγγειλε ὁ ἄτεγκτος
παππᾶς, ὁ ὁποῖος, ἀποσυρόμενος στά ἐνδότερα τοῦ ἱεροῦ, σφύριξε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τά δόντια του: «Βρέ ποῦ τόν βρήκαμε ἐτοῦτον!»
Ἡ προσβολή ἦταν πολύ μεγάλη· οἱ γυναικοῦλες τῶν πρώτων στασιδιῶν
δαγκώνονταν καί πρόλαβε μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του νά συλλάβῃ σκόρπια
σαρκαστικά χαμόγελα ἀπό τά ἀντρικά στασίδια. Κατάπιε κάτι
χοντρά δάκρυα πού κατέβαιναν στό λαιμό του κι ἀπόμεινε στό ἀριστερό
ψαλτήρι σά στήλη ἅλατος· καί νά ᾿θελε νά κουνηθῇ —πού δέν ἤθελε—
εἶναι ἀμφίβολο ἄν μποροῦσε, τά πόδια του εἶχαν μουδιάσει, τό κορμί
του εἶχε παραλύσει, μόλις καί μετά βίας κατώρθωνε σάν σέ ἀχλύ, ἀπό
πολύ μακριά, νά ἀκούσῃ τήν κραυγή τῆς ἄκρας γυναικείας ταπείνωσης
νά φτάνῃ θολή στ᾿ αὐτιά του: «Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα
γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα ... μῦρά σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ
κομίζει. Οἴμοι λέγουσα...». Τό πήγαινε καλά ὁ ἄτιμος, θά τό ᾿χε
κάνει κι αὐτός μπόλικες πρόβες. Κι ἔτσι ὅπως τόν ἔβλεπε, κάτω ἀπό
τό ἀσπροκίτρινο λαμπιόνι τῆς σκοτεινῆς ἐκκλησίας, μέ τά σπυριά
του νά λαμπυρίζουν λές στό ἠλεκτρικό φῶς, ἕνα ἀβυσσαλέο μῖσος
τόν πλημμύρισε καί μιά σκοτεινή βραχνή φωνή ἀναδύθηκε μέσα ἀπό
τή μαυρίλα πού ᾿χε κατακλύσει τήν αἱμάσσουσα ψυχή του: — Κόλπος
νά σοῦ ᾿ρθῃ σπυριάρη!
Εἶχε φτάσει στό «Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων...». Καί, ξαφνικά,
πάνω ἐκεῖ στό «δέεε-» τοῦ «δέξαι μου...», ἕνα ἀπίστευτο κοκκοράκι,
σάν ἡ χορδή νά εἶχε σπάσει, κατέφθασε ἀπό τό ὑπερυψωμένο ἀναλόγιο
τοῦ δεξιοῦ ψαλτηρίου καί τά συντρίμμια της σκορπίστηκαν στά μήκη
καί τά πλάτη τοῦ ναοῦ, ἀπό τά χάη τοῦ ἐρεβώδους τρούλου μέχρι τά
μυστικά σκοτάδια τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ. Τά μειδιάματα ἄλλαξαν
κατεύθυνση καί μοχθηρά δόντια ἄρχισαν νά κάνουν τήν ἐμφάνισή
τους πίσω ἀπό σαρκάζοντα χείλη. Τό κοκκοράκι πάσκισε γιά ἕνα μικρό
διάστημα νά ἁρπαχτῇ ἀπό τάς «πηγάς», καί τέλος, ὅταν ἔφτασε μέ
μύριους κόπους στό «δακρύων», ἀναλύθηκε σέ μιά ἀσυνάρτητη παραχορδία
κρωγμῶν πού σκόνταφταν πάνω στά καντήλια, τά μανουάλια, ἀκόμα ἀκόμα
καί πάνω στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού τόν κύτταζε λυπημένος – ἔτσι
τοῦ φάνηκε.
Καί τότε τήν εἶδε· ἦταν γονατισμένη μπροστά στόν Σωτῆρα,
τά μαλλιά της λυμένα μπρός στά πόδια του, οἱ μουσκεμένες της μποῦκλες
μπλεγμένες στά δάχτυλά του, κι ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, κι ἦταν
τόσο γοερό αὐτό τό κλάμα τῆς ἄκρας ταπείνωσης, πού ἔνιωσε νά μεταδίδεται
στό δικό του λαιμό, στά ρουθούνια του, στό τρέμουλο τῶν χειλιῶν του
πού πιά δέν τά ὥριζε.
Μέ μουδιασμένα πόδια, σάν αὐτόματο, σύρθηκε σκυφτός
ἀπό τό ἀριστερό στό δεξιό ψαλτήρι, στάθηκε δίπλα στόν δεξιό, φίλησε
τά σπυράκια του μέ δακρυσμένα μάτια, κι ἀνέλαβε νά συνεχίσῃ ἀπό
᾿κεῖ πού ᾿χε σταματήσει τό ξέπνοο κοκκοράκι.
Τό ἐκκλησίασμα τοῦ Ἁγίου Φανουρίου, γυναῖκες καί ἄντρες,
εἶχαν νά τό λένε καιρό πώς δέν εἶχαν ξανακούσει τέτοια Κασσιανή
στή ζωή τους. Τέτοια Κασσιανή ἀπό μιά συντετριμμένη ψαλτόλυσσα,
τέτοια ραγισμένη φωνή πού, μέσα σέ ἀσυγκράτητους λυγμούς μετανοίας,
εἶχε τελειώσει τό τροπάριο ὅπως ποτέ ἄλλοτε δέν ξανακούστηκε
σέ ὀρθόδοξη ἐκκλησία: «Μή με τὸν σὸν δοῦλον παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον
ἔχων τὸ ἔλεος...»
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.
Χρῖστος
Δάλκος (Τρόπαια Ἀρκαδίας,
1951). Σπούδασε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ ἐργάστηκε ὡς φιλόλογος
στὴ Μέση Δημόσια Ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε: Μικρὲς βιομηχανικὲς ἱστορίες (Διηγήματα,
Ἀθήνα, 1987), Τὰ ἰδεολογήματα τῆς
νέας γλωσσολογίας (Δίαυλος, 1995), Νευρόσπαστο τηλεχειριστηρίου (Ποιήματα,
Πλανόδιον, 2007) κ.ἄ. Τελευταῖο βιβλίο του τὸ πεζό Μελανθώ (Μελάνι,
2016).
Ἐδῶ
μπορεῖτε ν’ ἀκούσετε τὸ «τροπάριο τῆς Κασσιανῆς» ἀπὸ χορὸ Βατοπεδινῶν
πατέρων μὲ βάση τὸ χειρόγραφο τοῦ Σίμωνος Καρᾶ:
(1/2)
καὶ
(2/2)
καὶ
ἐδῶ νὰ πληροφορηθεῖτε σχετικὰ μὲ τὸ θρυλούμενο ἱστορικὸ περιστατικό:
Τὸ
κείμενο τοῦ ὕμνου καὶ μεταγραφή του στὰ νέα ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν Φώτη
Κόντογλου:
Κύριε,
ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν
σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη,
μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι!
λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης
τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι
μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ
νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί
μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ
κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω
τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω
τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν
ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον
τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν
μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς
ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή
με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Μεταγραφὴ
ἀπὸ τὸν Φώτη Κόντογλου:
Κύριε,
ἡ γυναίκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες,
σὰν
ἔνοιωσε τὴ θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
καὶ
σὲ ἄλειψε μὲ μυρουδικὰ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό σου
κι
ἔλεγε ὀδυρόμενη: Ἀλλοίμονο σὲ μένα, γιατὶ μέσα μου εἶναι νύχτα κατασκότεινη
καὶ
δίχως φεγγάρι, ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας.
Δέξου
ἀπὸ μένα τὶς πηγὲς τῶν δακρύων,
ἐσὺ
ποὺ μεταλλάζεις μὲ τὰ σύννεφα τὸ νερὸ τῆς θάλασσας.
Λύγισε
στ' ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου,
ἐσὺ
ποὺ ἔγειρες τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκες στὴ γῆς.
Θὰ
καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ποδάρια σου,
καὶ
θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μου·
αὐτὰ
τὰ ποδάρια, ποὺ σὰν ἡ Εὕα κατὰ τὸ δειλινό,
τ'
ἄκουσε νὰ περπατᾶνε, ἀπὸ τὸ φόβο της κρύφτηκε.
Τῶν
ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ τῶν κριμάτων σου τὴν ἄβυσσο,
ποιός
μπορεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μὴν
καταφρονέσης τὴ δούλη σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τ' ἀμέτρητο ἔλεος.
planodion | 3 Ἀπριλίου
2018, 7:05 μ.μ. | Ἐτικέττες: Ελληνικό, Λογοτεχνία, Χρίστος Δάλκος | Κατηγορίες: Αισθήματα-Πάθη, Ανατροπή, Δάλκος Χρίστος, Διακειμενικότητα, Ελληνικά, Κωμικό, Κοινωνικοί κώδικες, Περιγραφή, Χαρακτήρες, Ψυχογραφία | URL: https://wp.me/pJQxn-2Lx
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου