Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

O Σεργκέι Μπονταρτσούκ για τον Αλέξανδρο Ντοβζένκο



Γνώρισα τον ΣεργκέΪ Μπονταρτσούκ  μόνο από το έργο του «Πόλεμος και Ειρήνη» - που ήταν η σοβιετική απάντηση (1967)στο φιλμ που είχε προηγουμένως  γυριστεί και παιχθεί από «δυτικούς κινηματογραφιστές». Το φιλμ του Μπονταρτσούκ δεν μου άρεσε – είχε πολύ μπογιά και πολύ άγχος στο να φανεί υπέρτερο του αντίστοιχου καπιταλιστικού… Συνδέθηκα όμως με ένα άλλο τρόπο με τον σοβιετικό κινηματογραφιστή, όταν η κόρη του Ναταλία ήλθε   στις αρχές της δεκαετίας του 90 με ένα παιδικό θίασο στο Χόρτο του Πηλίου  και έπαιξε σε ένα  θεατράκι περικυκλωμένο  από δέντρα και θάμνους το κλασικό έργο «Λύκος και κοκινοσκουφίτσα».Διατηρώ ακόμη στο νου μου τα θαυμάσια  κοστούμια των συντελεστών του έργου και τις υπέροχες ρώσικες φωνούλες, έστω και λίγο βαριές για τα ελληνικά μας αυτιά, που εκφέρονταν αμετάφραστες στο κοινό αλλά προκαλούσαν την εκστατική προσοχή του…. Τώρα ο Ντοβζένκο παίζεται στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ...... Γ.Σχ.


O Σεργκέι Μπονταρτσούκ για τον  Αλέξανδρο Ντοβζένκο : 


"Είχα την τύχη να παρακολουθήσω το 2ο Συνέδριο συγγραφέων της ΕΣΣΔ, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Ντοβζένκο πήρε το λόγο. Είπε τότε τα εξής προφητικά λόγια: « Ο Αϊζενστάιν πήρε μια θέση στην τέχνη του παγκόσμιου κινηματογράφου χάρη στο Θωρηκτό Ποτέμκιν. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στη Διεθνή Έκθεση των Βρυξελλών, οι εκατόν πλέον εξέχοντες κριτικοί και θεωρητι­κοί του κινηματογράφου που ερωτήθηκαν σχετικά, τοποθέτησαν το Θωρηκτό Πο­τέμκιν πρώτο στον κατάλογο των καλύτερων ταινιών όλων των εποχών και όλων των λαών. Σ’ αυτόν όμως τον κατάλογο υπάρχει επίσης κι η Γη του Ντοβζένκο.
Καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί αυτή η ταινία βρίσκεται ανάμεσα στα δώδεκα άλλα αριστουργήματα. Όπως κάθε αυθεντικό καλλιτεχνικό έργο είναι απ’ άκρη σε άκρη, το ξαναλέω, απ’ άκρη σε άκρη ένα έργο απολύτως πρωτότυπο και μοναδικό. Όπως ακριβώς ένα φυσικό φαινόμενο, όπως μια μηλιά, όπως κάθε άλλο δένδρο. Σαν να το δημιούργησε η φύση η ίδια. Στα μάτια μου, αυτό είναι που χαρακτηρίζει την ανώτερη έκφραση της δημιουργικότητας.
Μπορούμε να περάσουμε ώρες θαυμάζοντας την Τζοκόντα. Ξέροντας ότι ζω­γραφίστηκε από το Λεονάρδο ντα Βίντσι, ότι έγινε με τα χέρια του, με το πινέλο του, έχουμε την επιθυμία να κοιτάξουμε πίσω από τον πίνακα για να βεβαιωθούμε ότι η γυναίκα, η ατμόσφαιρα, η προοπτική όντως έχουν αποτυπωθεί στον πίνακα και δε θα χαθούν κάποια στιγμή μέσα στο άπειρο.
Χρειάζεται να θυμηθούμε το κλίμα του καλλιτεχνικού πυρετού μέσα στο οποίο γεννήθηκε η Τζοκόντα στα 1505. Για να κάνει τα πορτραίτα του ο Λεονάρδος ντα Βίντσι είχε ένα ειδικό στούντιο, μιαν αυλή στο μήκος και το πλάτος που ήθελε. Οι τοίχοι ήταν περασμένοι με μαύρο χρώμα. Από πάνω υπήρχε μια τέντα που προστά­τευε το χώρο από τον ήλιο και η οποία μπορούσε να διπλωθεί. Ο καλλιτέχνης την είχε απλωμένη αυτή την τέντα εκτός από την ώρα του δειλινού, ή όταν είχε καιρό γκρίζο και θολό για να εξασφαλίζει έτσι το φως που θεωρούσε τέλειο.
Περιμένοντας την Τζοκόντα ο ζωγράφος ετοίμαζε τα πινέλα και τα χρώματα. Το νερό άρχιζε να τρέχει στο σιντριβάνι που ήταν στο μέσον της αυλής και οι πίδα­κες κελάρυζαν τη δική τους αρμονία. Μια γάτα ράτσας ρονρονίζει στο χαλί – είχε διαφορετικά χρώματα στα μάτια της, το ένα ήταν κίτρινο και το άλλο μπλε. Για να μην πλήττει το μοντέλο, ο Λεονάρδος προσκαλούσε τους καλύτερους μουσικούς, τραγουδιστές, αφηγητές, τους πιο πνευματικούς συνομιλητές. Προσπαθούσε ν’ ανιχνεύσει στο πρόσωπο της γυναίκας το παιχνίδι των συναισθημάτων και των σκέψεων μεσ’ απ’ όλες αυτές τις συνομιλίες και τα κοντσέρτα. Προσπαθούσε να βρει το μυστικό τους…
Μια μέρα διάβαζα ότι ο συντηρητής των εθνικών μουσείων της Γαλλίας που ήταν επίσης διευθυντής του εργαστηρίου αναλύσεων, μελέτησε τη Τζοκόντα με το μικροσκόπιο, με ακτίνες Χ, με υπέρυθρες ακτίνες και δεν βρήκε τα ίχνη της πινε­λιάς στις στρώσεις του χρώματος. Δεν είναι αυτό μαγικό;
Η Γη του Ντοβζένκο για μένα είναι όπως ένα φαινόμενο της φύσης, κάτι παρό­μοιο με αυτό που περιέγραψα. Δεν υπάρχουν «ίχνη πινελιάς»· είναι ένα τέλειο έρ­γο.
Έπαιξα ως ηθοποιός κάτω από τη διεύθυνση του στο έργο Μιτσούριν. Μου εί­χαν δώσει ένα μικρό ρόλο κάποιου που πήγαινε στο Μιτσούριν για να δει το έργο των ερευνητών.
θα μου έκαναν ένα « γκρο-πλαν» – το μοναδικό της ταινίας. Προσηλωμένος, συγκεντρωμένος, περίμενα τις υποδείξεις του σκηνοθέτη. Αυτές όμως αργούσαν. Τον ερωτώ:
– Αλέξανδρε Πέτροβιτς, επιτέλους, τι θα πρέπει τώρα να παίξω;
Η απάντηση αργούσε επίσης. Με κοίταξε, έπειτα το βλέμμα του πλανήθηκε γύ­ρω, μετά έριξε μια ματιά από το φακό της μηχανής. Ένας χρόνος-σιωπής. Με πλη­σιάζει και λέει επίσημα σαν να μου ανέθετε μια σπουδαία αποστολή.
-« θα παραστήσετε τη στάση του απλού ανθρώπου απέναντι στην επιστήμη».
Είναι μεγαλειώδες. Δεν είναι πια μια απλή σκηνοθεσία, είναι η σύνθεση των πιο καταπληκτικών ικανοτήτων του λογίου, του κινηματογραφιστή και του ίδιου του ανθρώπου. Έβαζε τόσα πράγματα μέσα στην έννοια του « γκρο-πλαν». Με το θρησκευτικό σεβασμό του απέναντι στην τέχνη, μπορούσε να πει στο όνομα της οτιδήποτε σκεφτόταν για οτιδήποτε.
Μια φορά, κατά τη διάρκεια του γυρίσματος, επισκέπτες με πανωφόρι και κα­πέλο εμφανίστηκαν στο στούντιο.
– Βγάλετε τα καπέλα σας λέγει ο Ντοβζένκο. Σας παρακαλώ να μην ξεχνάτε ότι βρίσκεστε σ’ ένα χώρο ιερό.
Κάποιαν άλλη φορά, ήταν στην πρεμιέρα της ταινίας « Μιτσούριν». Εκείνο τον καιρό μπορούσες να δεις μια ταινία καθισμένος άνετα σε μια πολυθρόνα με το τσι­γάρο στα χείλη. Φυσικά η παρουσία καπνιστών σε μια ταινία αφιερωμένη σε κείνον που θέλησε να μεταμορφώσει τη φύση δεν άρεσε στον Ντοβζένκο. Άλλωστε τα σύννεφα του καπνού θα αλλοίωναν τα χρώματα. Δεν είχαν προλάβει καν να σβήσουν τα φώτα όταν ακούστηκε η φωνή του Αλεξάνδρου Πέτροβιτς:
-«Μην καπνίζετε κατά τη διάρκεια της προβολής. Γιατί δε θα δείτε παρά λευκά σύννεφα.»
Ο Στανισλάφσκι έλεγε ότι το θέατρο αρχίζει από το βεστιάριο. Ο Ντοβζένκο είχε κι αυτός την ίδια πεποίθηση. Όταν ξαναφτιάχτηκε ο δρόμος που οδηγούσε στα στούντιο του Κιέβου, έγραψε ότι μόνον τώρα «οι σκηνοθέτες θα μπορούν να κάνουν καλό κινηματογράφο».
Πάντα μου φαινόταν ότι ο Ντοβζένκο αναζητούσε την αρμονία τόσο στη ζωή όσο και στον κινηματογράφο. Η απουσία της αρμονίας του προξενούσε οδύνη έτσι όπως πονά κι ένα εσωτερικό δράμα.
Ένα πρωινό φθάνοντας στη Μοσφίλμ παρατήρησε ένα τούβλο που το είχαν πα­ρατήσει στη μέση.
– «Γιατί βρίσκεται εδώ αυτό το τούβλο» είπε. «Πάρτε το σας παρακαλώ». Και δε βρήκε ησυχία παρά μόνον όταν το μάζεψαν.
Ποτέ δεν έκλεισε τα μάτια σε ό,τι κατά τη γνώμη του δεν ήταν καλά έτσι που ήταν, κι έπρεπε να γίνει με διαφορετικό τρόπο.
Ενδιαφερόταν για τη ζωγραφική, για την αρχιτεκτονική, για την τάξη των πραγ­μάτων, για το ένα και για το άλλο, δηλαδή για όλα. Επεξεργάστηκε τα σχέδια εκ­συγχρονισμού του δρόμου του Μπρέστ Λιτόφσκ, για αρκετές πλατείες και οδικές αρτηρίες του Κιέβου, υπέβαλλε στην κυβέρνηση υπομνήματα χωροταξίας για τις όχθες της τεχνητής λίμνης που εκτείνεται από το Ζαποροτζέ έως την Κάκοβκα, για την οικοδόμηση νέων χωριών λαμβάνοντας υπόψη τα αρδευτικά έργα κ.τλ.
Σε κάθε ταινία του βλέπουμε γέρους και παιδιά. Τους αγαπούσε. Ήταν γιατί οι ηλικιωμένοι ενσαρκώνουν τη σοφία, ενώ οι μικροί το όνειρο και το φανταστικό; «Η μήπως γιατί κι εκείνος ήταν σοφός και οραματιστής;
Ο Ντοβζένκο αγαπούσε τους ανθρώπους· ήταν η χαρά μαζί και η οδύνη του. Πόσους δεν βοήθησε….
Διαλέγοντας ερμηνευτές για μια ταινία που επρόκειτο να κάνει καλούσε ορι­σμένους ηθοποιούς και τους έλεγε:
-« Σας κάλεσα για να σας πω ότι δε θα παίξετε σ’ αυτήν την ταινία».
Γιατί αυτή η προειδοποίηση; Γιατί δεν ήθελε οι ηθοποιοί που του ήταν συμπα­θείς, οι« δικοί του» ηθοποιοί να βασανίζονται από ανησυχία έχοντας μάταιες ελπί­δες. Για να ξέρουν ότι ο σκηνοθέτης αυτή τη φορά δεν είχε δουλειά να τους προ­σφέρει.
Μια μέρα σε μια συγκέντρωση, αφού θυμήθηκε για πόσα χρόνια ήταν « στην άκρη» χωρίς να μπορεί να γυρίσει ταινίες μεγάλου μήκους, ο Αλέξανδρος Πέτρο­βιτς είπε:
– «Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας μια «ώρα Ντοβζένκο» στοιχίζει 15.000 ρούβλια. Πόσα λοιπόν έχει χάσει στο μεταξύ το κράτος;»
Αναλογιζόμαστε καμιά φορά ότι ο «νεκρός χρόνος» ενός ταλαντούχου καλλιτέχνη είναι μια απώλεια που φυσικά δεν περιορίζεται στο υλικό πεδίο;
Θυμάμαι μια βραδιά του 1952 στον Ομοσπονδιακό σύλλογο καλλιτεχνών. Εκεί­νη την εποχή είχα ήδη ερμηνεύσει τον Τσετβτσένκο. Ο Αλέξανδρος Πέτροβιτς τε­λείωνε το σενάριο στο «Ποίημα της θάλασσας» που θα του έδινε το βραβείο Λένιν στα 1959 (μετά θάνατον). Είχαν πείσει τον Ντοβζένκο να πάρει το λόγο εκείνη την βραδιά, που ήταν αφιερωμένη στην Ουκρανία. Είχα κι εγώ προσκληθεί για ν’ απαγγείλω στίχους του Τσεβτσένκο και να διαβάσω έπειτα ένα επεισόδιο από το σενάριο. Έφτασα τελικά νωρίς, ενώ ο Αλέξανδρος Πέτροβιτς ήρθε καθυστερημέ­νος. Πολύ συγκινημένος μου λέει.
– «Σας παρακαλώ να μου βρείτε ένα μικρό τραπεζάκι.» Το περιέγραψε με ακρί­βεια – να είναι οβάλ με λεία επιφάνεια και μάλλον κοντά πόδια. Μου έδειξαν αρ­κετά αλλά δεν είναι αυτό που ζητώ. Σας παρακαλώ βοηθήστε με να το βρω.
Έριξα μια ματιά σε όλα τα δωμάτια, που ήταν πολλά, και τελικά βρήκα κάτι που πλησίαζε προς αυτό που ήθελε.
– «Αυτό ίσως κάνει» σχολίασε. « Σας παρακαλώ φροντίστε να το τοποθετήσετε όχι στη μέση αλλά στο βάθος της σκηνής για να μη «κτυπάει» στα μάτια».
Έκαναν αρκετές δοκιμές. Μετακινήσαμε το τραπέζι προς τα εδώ, προς τα εκεί. Τίποτε δεν τον ικανοποιούσε.
-«Αλέξανδρε Πέτροβιτς, θα μας πείτε επιτέλους που πρέπει να το βάλουμε;»
Πήγε να κάνει μια κίνηση, μα άνοιξε το ριντώ και ανήγγειλαν την εμφάνιση του.
-« Και τώρα θα ακούσετε τον Αλέξανδρο Ντοβζένκο».
Ο Ντοβζένκο βγήκε από τα παρασκήνια κοίταξε το οβάλ τραπεζάκι, στάθηκε ακίνητος και σκεπτικός για μια στιγμή, κι έπειτα σαν να του είχε έρθει μια καλύτε­ρη ιδέα, κατευθύνθηκε στο προσκήνιο. Σκέφτηκα: « Μα γιατί έκανα τόσο κόπο για το τίποτε». Προφανώς είχα άδικο – δεν είχα κάνει αυτό που έπρεπε να κάνω. Μή­πως το τραπέζι ήταν εκεί για να δώσει στο « πλάνο» κλίμακα και βάθος; Ο Ντοβ­ζένκο στο προσκήνιο και το τραπεζάκι στο βάθος της σκηνής – μήπως ήταν αυτό που τελικά ήθελε; Ο,τι και να ήταν, αγνοώ πάντοτε πως μπορεί να το είχε φαντα­στεί. Βγήκε λοιπόν και είπε
– « Σε λίγο θα τελειώσω το σενάριο στο Ποίημα της θάλασσας.
Αυτό το είχα ήδη ξανακούσει. Στη Μοσφίλμ από το ένα καλλιτεχνικό συμβού­λιο στο άλλο τον ρωτούσαν αδιάκοπα: « Αλέξανδρε Πέτροβιτς πότε θα τελειώσετε το σενάριο σας»; Έπειτα από μια σιωπή απαντούσε: «Αυτόν το χρόνο νομίζω». Η ίδια ερώτηση επαναλαμβάνεται κάπως αγανακτισμένα: «Για πότε θα είναι αυτό το σενάριο;» Ο Ντοβζένκο σκέφθηκε και μετά απάντησε: «Στο προσεχές μέλλον».
Όταν διαβάζεται από το δημιουργό ένα σενάριο δεν προκαλεί πάντοτε σ’ αυ­τούς που το ακούνε το επιθυμητό αποτέλεσμα, γιατί δεν είναι παρά το προσχέδιο της ταινίας που ο σκηνοθέτης έχει ήδη έτοιμη στο κεφάλι του, στις σκέψεις του, στην καρδιά του. Είδα τον Ντοβζένκο – δεν θυμάμαι πια ακριβώς που, είτε θα ήταν στο Θέατρο των ηθοποιών του κινηματογράφου είτε σε κάποιο καλλιτεχνικό συμ­βούλιο – να διαβάζει ένα από τα σενάρια του που άρχιζε έτσι: « Ενα τοπίο… ένα το­πίο… Και πάλι ένα τοπίο… τοπίο… τοπίο, τοπίο…» Το βασικό πάντως ήταν ότι αυτός τα « έβλεπε» ενώ για τους άλλους το μυστήριο θα έμενε ακέραιο και θα παρέμενε τέτοιο μέχρι να βγει η ταινία στις αίθουσες.
Ο Ντοβζένκο είπε μια μέρα για τον Αϊζενστάιν. «Ως άνθρωπος υπερέβαινε πά­ντοτε το έργο του». Ήθελε μ’ αυτό να πει, κατά τη γνώμη μου, ότι ο Αϊζενστάιν είχε πάντοτε ένα απόθεμα καλλιτεχνικής δύναμης. Ίσως αυτή η έκφραση να μην είναι πολύ ακριβής, γι’ αυτό θέλω να εξηγήσω τη σημασία αυτών των λέξεων.
Έχουμε για παράδειγμα έναν καλλιτέχνη που προσπαθεί να γυρίσει μια ταινία. Καθώς εργάζεται, συνειδητοποιεί, για διάφορους λόγους που μπορούμε εδώ να παραλείψουμε, ότι το αποτέλεσμα είναι κατώτερο σε σχέση με εκείνο το οποίο είχε συλλάβει στην αρχή. Γι’ αυτό το λόγο έχει τόση σημασία να είναι ο καλλιτέχνης ανώτερος από το έργο του. Θα πρέπει σε κάθε στιγμή να αισθάνεται την ατέλεια του έργου σε σύγκριση με το αρχικό σχέδιο. Κι αυτή είναι η αιτία που μένει ανικα­νοποίητος και κατ’ ακολουθίαν η πηγή της περαιτέρω προόδου του.
Ο Ντοβζένκο δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένος με αυτό που είχε κάνει, μ’ αυτό που άρχιζε να κάνει. Όταν έβλεπε τις ίδιες του τις ταινίες βρισκόταν σε μια βασανιστι­κή δοκιμασία. Αυτό μπορούσε να κρατήσει επ’ άπειρον. Τόσο ανώτερο ήταν το σχέδιο του μεγάλου σκηνοθέτη – που φαίνεται η αξία των ταινιών του – σε σύγκριση με το αποτέλεσμα που είχε επιτευχθεί.
Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω ένα από τα γυρίσματα ενός επεισοδίου του Μιτσούριν. Κατ’ αρχήν ο Αλέξανδρος Πέτροβιτς ήρθε να επιθεωρήσει τη σκη­νογραφία που παρίστανε το γραφείο του σοφού. Έλεγε:
– « Να μεταθέσετε αυτόν τον τοίχο από δεξιά προς τ’ αριστερά. Να βγάλετε αυ­τή την πλευρά. Η διάταξη πάντως δεν είναι καλή».
Έπειτα συμπλήρωναν το σκηνογράφημα. Ξέρουμε ότι ο Μιτσούριν ήταν συλλέ­κτης ρολογιών, τα οποία μάλιστα ήξερε να επιδιορθώνει. Συγκέντρωσαν λοιπόν όλα τα ρολόγια με εκκρεμές που βρισκόταν στη Μοσφίλμ και αλλού, όλα τα είδη των μοντέλων που συχνά ήταν μοναδικά.
Ο Ντοβζένκο τα επιθεωρούσε ο ίδιος και τα τοποθετούσε, καθένα στη θέση του. Έλεγες ότι δε θα τελείωνε ποτέ.
Όταν, πια ερχόταν οι ηθοποιοί, ο Ντοβζένκο που ήταν οπλισμένος με πλήρη συλλογή εργαλείων, προσπαθούσε με μια λίμα να « φθείρει» – να παλιώσει δηλαδή – το κοστούμι του Μιτσούριν, το κασκέτο του παραδείγματος χάρη. Μόλις τα ενδύ­ματα ήταν έτοιμα, άρχιζε ν’ ασχολείται με τ’ αξεσουάρ.
Στους ίδιους κόπους έμπαινε και κατά τη διάρκεια του γυρίσματος, που έκανε πάντα με φροντίδα. « Ο κινηματογράφος» – είπε μια μέρα – «είναι μια τέχνη για όσους έχουν την εμμονή». Κι αυτό, πρώτα και κύρια, ταίριαζε σ’ αυτόν τον ίδιο.
Η ιδιαίτερη μορφή του τον έκανε να ξεχωρίζει από τους πολλούς. Ήταν πολύ ωραίος και «έφερε» με υπερηφάνεια το κεφάλι του με τ’ άσπρα μαλλιά. Ναι, «έφε­ρε» – αυτή είναι η λέξη. Είχε το μέτωπο του στοχαστή, μια ωραία, καλοκαμωμένη μύτη, μάτια καθαρά. Πολλοί γλύπτες θέλησαν ν’ αναπαραστήσουν τη μορφή του και πολλοί το έκαναν.
Το μπαστούνι του δεν ήταν στήριγμα παρά ένα πολεμικό όργανο που χρησίμευε για να δείχνει, να ιχνοθετεί, να σχεδιάζει. Τα πόδια του έμοιαζαν με γλυπτό του πρώτου Ροντέν. Σε τίποτα δεν θύμιζαν γέροντα, απεναντίας έδιναν μιαν εντύπωση ενέργειας και σφρίγους. «Πάντοτε πίστευα» γράφει «και εξακολουθώ να πιστεύω πως χωρίς μιαν αγάπη βαθειά για τη φύση ένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι καλ­λιτέχνης. Κι αυτό βέβαια δεν αφορά αποκλειστικά τους καλλιτέχνες». Εκείνος την αγαπούσε ανεπιφύλακτα.
Σ’ όλη του τη ζωή κράτησε αυτό το δεσμό με τη γη. Φύτεψε πολλά δένδρα στην έπαυλη του. Όταν πήγαινε σε αποστολές έκανε το ίδιο. Η Μοσφίλμ οφείλει σ’ αυ­τόν τους κήπους της. Αγαπούσε το αυθόρμητο που έχει η φύση και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορούσε να αποδεχτεί την αρχιτεκτονική ορισμένων κτιρίων της πόλης.
Και σήμερα ακόμα, όταν τύχει να δω το ηλιοτρόπιο στην οθόνη, μου έρχεται στη μνήμη το πρόσωπο του. Αγαπούσε τόσο πολύ τα ηλιοτρόπια…
Του άρεσε πολύ να φωτογραφίζεται στη φύση ανάμεσα σε θάμνους ή σε στάχια. Το βλέμμα του έβλεπε «μακριά» όπως το βλέμμα του γερακιού: «Γιατί να μην είμαι γεράκι, γιατί να μην ξέρω να πετώ…» (στίχοι ενός ουκρανικού λαϊκού τραγουδιού). Εάν κάποιος μπορούσε να συγκεντρώσει τις φωτογραφίες και να σχεδιάσει σ’ αυ­τές μια φανταστική γραμμή ορίζοντα, θα έβλεπε ότι τα μάτια του πάντα κατευθύνο­νται πάνω απ’ αυτή τη γραμμή, σαν να ήθελε να στρέψει το βλέμμα πέρ’ από τα όρια της γης, στον απέραντο χώρο.
Αλλά θα πρέπει να πούμε ότι του άρεσε και ότι ήξερε να κοιτά κι «εδώ κάτω». Η ικανότητα να προαισθάνεται κανείς τα μεγάλα γεγονότα είναι καθώς φαίνεται σημάδι μιας ιδιοφυΐας. Ο Ντοβζένκο είχε αυτήν την ικανότητα.
Πολλοί έχουν τώρα λησμονήσει αυτά που είπε ο Αλέξανδρος Πέτροβιτς στο δεύτερο Συνέδριο συγγραφέων σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης της επιστή­μης: ότι πριν το έτος 2000, «η ανθρωπότητα θα έχει εξερευνήσει το σύνολο του ηλιακού συστήματος»…». «Τι άλλο, λοιπόν μπορεί να είναι, αν δεν είναι ο κινημα­τογράφος αυτός ο οποίος μέσω της εικόνας θα μας μεταφέρει σε άλλους κόσμους, σε άλλους πλανήτες; Τι άλλο λοιπόν μπορεί να είναι αυτό που θα δώσει στον πνευ­ματικό μας κόσμο και στις γνώσεις μας μια κλίμακα πραγματικά φανταστική; Θα είναι ο κινηματογράφος».
Ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Ντοβζένκο δεν υπήρχε πια, ο πρώτος μας σπούτ­νικ είχε απογειωθεί για το Διάστημα.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Ντοβζένκο θέλησε να κάνει μια ταινία για το Διάστημα. Κατέθεσε μάλιστα αρκετά σχέδια σεναρίου που τιτλοφορούνται: «Στο βάθος του Διαστήματος. Σύνοψη μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας για μια πτήση προς τον Άρη και άλλους πλανήτες».
Σε μια συνεδρίαση του Καλλιτεχνικού Συμβουλίου της Μοσφίλμ εκμυστηρεύθηκε τα σχέδια του.
– «Θέλω να πάω σε άλλους πλανήτες. Ίσως στον Άρη…»
Ο ποιητικός κινηματογράφος του Ντοβζένκο εκφράζει το βάθος με το οποίο ο ποιητής συλλαμβάνει τη ζωή. Βάθος σύλληψης και όχι διερεύνησης. Το λέγω αυτό διότι συμβαίνει καμιά φορά να λογίζεται ως ποιητικός κινηματογράφος η κατανομή χρωματικών κηλίδων σε μια επίπεδη επιφάνεια. Μα δεν είναι αλήθεια πως η χρήση ενός τηλεφακού μας επιτρέπει να παράξουμε αυτό το αποτέλεσμα; Παλιότε­ρα αυτό δεν υπήρχε ακόμα, υπήρχε όμως ο Ντοβζένκο, ο ποιητής. Ορισμένοι χρη­σιμοποιούν τον τηλεφακό, κοιτάνε μεσ’ απ’ αυτόν την ίδια γη που κοίταξε και ο Ντοβζένκο μα το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό: δεν βλέπουμε να διακρίνονται παρά κηλίδες χρωμάτων. Αυτό λένε μας προσεγγίζει στην αφηρημένη τέχνη· είναι πολύ μοντέρνο και μέσα στη μόδα. Δεν λαμβάνουν όμως υπόψη τους ότι αυτό εξα­φανίζει τους πόρους της επιδερμίδας μας, τους πόρους της γης, τη δροσιά, τις λευ­κές και κηρώδεις επιχρώσεις των φρούτων κι έτσι τα κάνουν όλ’ αυτά «κηλίδες» σε μια επιφάνεια.
Τα χρωματιστά εθνικά κοστούμια δε φτάνουν κατά τη γνώμη μου για να χαρα­κτηριστεί μια ταινία ως ποιητική. Βέβαια τέτοια ζωηρόχρωμα ενδύματα είναι χαρά για τα μάτια, μα η εθνογραφία από μόνη της δεν αρκεί για να δημιουργηθεί ποίηση. Είναι λυπηρό που όλ’ αυτά ανάγονται σε χρωματικές κηλίδες (που δεν έχουν μάλι­στα βάθος).
Πως βλέπουμε τον κόσμο; Τι μας εντυπωσιάζει στη φύση; Ο αέρας – λέμε- που δημιουργεί την προοπτική και που οι μεγάλοι ζωγράφοι κατόρθωσαν να συλλά­βουν δεν ξέρει κανείς με ποιο θαύμα. Είναι επίσης η ποικιλία της φύσης – που συ­νεισφέρει στο πολυσύνθετο του κόσμου. Όλο αυτό χάνεται στην ταινία εκείνη στην οποία ο διευθυντής φωτογραφίας έχει τα πρωτεία, ενώ εκλείπει η « ζωή του αν­θρώπινου πνεύματος».
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε τις υπαρκτές παραδόσεις του κινηματογράφου μας. Το νέο στη φύση ούτε δια μιας εμφανίζεται, ούτε διαγράφει τελείως το παλιό. Ο σπόρος του καινούργιου μαζεύεται σιγά-σιγά κι εκτείνει τις ρίζες του μέσα στο παλιό. Να μην ξεχνάμε άρα και τους λίθους που ο Ντοβζένκο έβαλε στα θεμέλια του ποιητικού κινηματογράφου. Έγραφε: « Όσον αφορά το έργο μου εγώ ήμουν από τη γενιά των ποιητών». Υπάρχουν πολλοί που μπορούν να το πουν αυτό για τον εαυτό τους;
Εάν τα σενάρια του Ντοβζένκο,οι περίφημες παρεκβάσεις και απαντήσεις του ήταν συγκεντρωμένα σ’ ένα τομίδιο, αυτό το πρωτότυπο έργο θα μας έκανε να γνω­ρίσουμε καλύτερα τις απόψεις του για την τέχνη και την πραγματικότητα, για την αισθητική, για τη θεωρία και την πρακτική του κινηματογράφου. Εκείνος που θα έκανε αυτή την εργασία θα προσέφερε μιαν μεγάλη υπηρεσία, κατά κύριο λόγο στους κινηματογραφιστές, θέτοντας στη διάθεση τους ένα πραγματικό, θεωρητικό και πρακτικό εγχειρίδιο για τα επαγγέλματα του σεναριογράφου και του σκηνοθέ­τη.
Να τώρα και κάτι απ’ αυτά που ο κριτικός Μαξίμ Ρόλσκι ονομάζει« τα απίθα­να» του Ντοβζένκο. Ανάμεσα στ’ άλλα ζώα που βλέπουμε στη Μαγεμένη Ντέσνα, εμφανίζεται ξαφνικά ένα βρυχώμενο λιοντάρι. Ένα λιοντάρι! Δεν ξέρω αν στην αρχή του αιώνα τα λιοντάρια συχνάζανε στο ποτάμι πιστεύω μάλλον ότι εδώ και δύο αιώνες δεν υπάρχουν πια. Αλλά τι πείραζε! Ο καλλιτέχνης έχει δικαίωμα στο μύθο, όταν μάλιστα η πλοκή περιστρέφεται γύρω από ένα παιδί – ένα μελλοντικό ζωγράφο.
Εκεί που ο Ντοβζένκο είδε ένα λιοντάρι άλλοι δεν μπορούν να δουν ούτε ένα βάτραχο, παρότι υπάρχουν πολλοί που κράζουν στους γύρω βάλτους.
Τα σενάρια του Ντοβζένκο αποτελούν μέρος του λογοτεχνικού θησαυρού. Έχουν ζωή μπροστά τους, που πάει πολύ πιο πέρα από τις εκδόσεις των «Απάντων» του. Πόσες και πόσες διασκευές δεν γνώρισαν ο Πόλεμος και Ειρήνη και η Άννα Καρένινα! Και πόσες δε θα γνωρίσουν ακόμα! Το ίδιο και τα σενάρια του Ντοβζέν­κο που δεν μπόρεσε να γυρίσει ο ίδιος. Θα γνωρίσουν χωρίς αμφιβολία αναρίθμη­τες διασκευές.
Έχουν πει πολλά και λεπτομερειακά για την επίδραση του πάνω στον σοβιετικό κινηματογράφο. Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε επίσης τη μεγάλη σπουδαιότητα του έργου του για τον παγκόσμιο κινηματογράφο.
Η εργασία του αφιερώθηκε εξ’ ολοκλήρου στο να ξυπνήσει και να δυναμώσει την αγάπη του ανθρώπου για τη ζωή – κι αυτή είναι η πιο ψηλή αποστολή της τέχνης. Για να μπορεί να την εκπληρώσει ένα καλλιτέχνης, εκτός από το ταλέντο, την τεχνι­κή του κτλ, θα πρέπει να έχει για τους ανθρώπους απεριόριστη αγάπη. Αυτό το αί­σθημα κατοικούσε μέσα στο Ντοβζένκο.
Έπειτα από μιαν επίσκεψη στους οικοδόμους της Κάκοβκα είπε κατά την διάρ­κεια μιας σκηνοθεσίας στη Μοσφίλμ: « Αγάπησα αυτούς τους ανθρώπους, τους αγάπησα τόσο πολύ – ίσως τώρα γελάσετε μαζί μου – τόσο πολύ που έφτασα να κλάψω».
Ένα από τα σπουδαιότερα μαθήματα που μας έδωσε είναι ίσως αυτή η αγάπη προς τους ανθρώπους για τους οποίους έζησε και δούλεψε…
Μετάφραση: Γιάννης Οικονόμου
* 0 Ρώσος σκηνοθέτης Σεργκέι Μπονταρτσούκ ασχολήθηκε κυρίως με κινηματογραφικές διασκευές λογοτεχνικών έργων (Σολόχωφ, Τολστόι, Τσέχωφ). Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έδωσε μια δική του κι­νηματογραφική εκδοχή στην επαναστατική δημοσιογραφία του αμερικανού Τζων Ρήντ, γυρίζοντας το Επα­ναστατημένο Μεξικό και τις 10 μέρες που συγκλόνισαν το κόσμο.
Στο άρθρο που μεταφράσαμε, ο σκηνοθέτης που χάθηκε πρόσφατα, αναθυμάται με νοσταλγία και σε­βασμό τον νεκρό δάσκαλο του ρωσικού κινηματογράφου, Αλέξανδρο Ντοβζένκο. Βέβαια ο Ντοβζένκο ήταν ένας ποιητής του κινηματογράφου ενώ ο Μπονταρτσουκ ήταν ένας « πεζογράφος». Αλλ’ έχει και κεί­νος κάτι για το οποίο αξίζει να τον θυμόμαστε: την αγάπη του για την ιστορία, τον ενθουσιασμό του με τι: μεγάλες κινήσεις των μαζών.
Ουτοπία, τεύχ. 14 (Ιαν.- Φεβρ. 1995)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου