Toυ Μιχάλη
Μιχελή
Το
περιβόλι, ο κήπος, ο παράδεισος, το άλσος, το πάρκο, ο ελεύθερος χώρος, μέσα
στον αστικό ιστό, ήταν ανέκαθεν σημείο αναφοράς για την βιοποριστική, για τη διατροφική, για
την αισθητική, την οικολογική και την ψυχαγωγική ενασχόληση των ανθρώπων, ιδίως
εκείνων που ανέπτυξαν μια πολιτιστική και κοινωνική ζωή (προσδοκιών), υψηλού
επιπέδου, σε σύγκριση με το υποβαθμισμένο περιβάλλον των άσχημων και
κακοσχεδιασμένων πόλεων.
Από τον φωτογράφο και τον κουλουρά, μέχρι τον
ζωγράφο, τον μουσικό, τον υπαίθριο ταβλαδόρο, τον περιπατητή, τον μικρό εξερευνητή στην
λιλιπούτεια φύση, το παιδί στο παιγνίδι, την μητέρα στην αναμονή, τον
ηλικιωμένο στην αναπόληση, τον ασθενή
που αναρρώνει, τον διαβαστερό στην απόλαυση του βιβλίου, ο δημόσιος κήπος είναι μια mini ανθρωπογεωγραφία, ένα ερευνητικό ψυχογράφημα, μια εικόνα
της ζωής της πόλης, που βρίσκεται σε τούτο τον χώρο, αργόσυρτα, χωρίς πιέσεις
να περπατά και να προσέχει αυτοκίνητα και φανάρια. Η ζωή στο πάρκο, είναι ένας
αστικός ρυθμός slow motion.
Ανασυντάσσονται εκεί οι άνθρωποι, είναι άλλωστε αυτό που τους κρατάει το
κουράγιο, τους ξεκουράζει, για το υπόλοιπο κομμάτι της καθημερινής εντατικής
επιβίωσης.
Στην Ελλάδα της αρχαιότητας, ο κήπος ως
γενικότερη έννοια, χώρου περιπάτου και φυτικών καλύψεων, συνδέθηκε με το
προνόμιο το ιδιοκτήτη να παρέχει στους
φιλοξενούμενούς του, τις δυνατότητες όχι μόνο να περνάνε ωραία, αλλά και να
εμπνέονται στις φιλοσοφικές συζητήσεις και στις αισθητικές εμπνεύσεις τους.
Κάθε
διακεκριμένη εγκυκλοπαιδική σχολή της αρχαιότητας, είχε τον ιδιόκτητο κήπο της, αυτό που
σε γενικές γραμμές παρατηρούμε σήμερα στα μεγάλα πνευματικά ιδρύματα του
εξωτερικού, που φροντίζουν στα λεγόμενα πανεπιστημιακά campus, τους, να
συμπεριλαμβάνουν χώρους αθλοπαιδιών και
βοτανικής κάλυψης, γιατί οι δυό συγκεκριμένες γνωσιολογικές/πρακτικές πρόνοιες,
η εκγύμναση του σώματος και η καλλιέργεια της αισθητικής, πάνε πακέτο με την
προσφορά οποιασδήποτε γνώσης, ανεξάρτητα της θεωρητικής ή πρακτικής κατεύθυνσης των
εγκυκλοπαιδικών σπουδών.
Δυστυχώς και σ’ αυτό τον τομέα, η σύγχρονη
ελληνική ζωή, μας απογοητεύει, γιατί χωροταξικά, μόνο το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο
έχει αυτή τη δυνατότητα, ενώ όλα σχεδόν τα λοιπά ανώτατα πνευματικά ιδρύματα
της χώρας, φτιάχτηκαν όπως πολλά άλλα
αντίστοιχα δημόσια κτίρια, με τη λογική της κλασικής οικοδομής, που δεν
παρέχουν αρχιτεκτονικό ύφος. Δεν διδάσκουν την κοινωνική συναναστροφή. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε. Η δημόσια
αρχιτεκτονική, δεν είναι καλλωπιστικό βίτσιο ενός κράτους, ενός άρχοντα που
έχει (ή είχε και σκόρπαγε λεφτά), αλλά αποτελούσε σημείο αναφοράς, συμπύκνωση
της κουλτούρας ενός τοπικού πολιτισμού.
Το δημόσιο κτίριο, ο δημόσιος χώρος, μέσα από τις εικόνας που διανέμει
σε όλους μας, εμπνέει αισθητικό σεβασμό. Το θέλουμε, το ποθούμε, γιατί είναι
ένα κομμάτι της ψυχής μας. Η Ακρόπολης
λ.χ. τ’ αρχαία που την περιβάλλουν, δεν είναι μόνο ορθωμένα μάρμαρα, λαξευμένα
με μαεστρία, δεν είναι ένα σύμπλεγμα ναών.
«Εκεί πάνω, βρίσκεται συμπυκνωμένο το αττικό τοπίο», έλεγε ο Πικιώνης. «Πάνω
στην Ακρόπολη, αναπαύεται η ψυχή του πεντελικού μαρμάρου. Εκεί έχει εναποτεθεί ο πλούτος και ο κάματος
από τη Λαυρεωτική. Ο ιδρώτας των μαστόρων, ενώ το χώμα είναι σημαδεμένο από τα ίχνη
των βημάτων (των βαστάζων και των ζώων), τα μονοπάτια στολίστηκαν από τ’
αγριολούλουδα του τόπου μας, οι πελεκημένες πέτρες είναι σημαδεμένες όψεις των
εντοπίων βράχων της αττικής γης. Αλλά
και το περίγραμμα του ιερού βράχου, το
βάθος του τοπίου του, περικλείεται από τον ορίζοντα της ανατολής από τον Υμηττό και του ηλιοβασιλέματος στο Σαρωνικό. Οι βουνοκορφές
της Πάρνηθας αγναντεύουν τη θάλασσα και το όρος Αιγάλεω από τα δυτικά,
παρατηρεί ποια από τα λοφάκια της Αθήνας, είναι το πιο γραφικό».
Με δυό λόγια, κάθε ελεύθερος χώρος αναφοράς
μας, κάθε στοιχείο υπαίθριου πολιτισμού, δεν είναι μόνο το τετράγωνο που το
περικλείει, αλλά η τοπική ζωή των πολιτών, με τις χαρές και τις λύπες τους,
εκτεθειμένες προς το συνάνθρωπο. Αυτό
που ορίζεται ως κοινωνικότητα. Αυτό που έχουμε ως παλιά παράσταση από τις
αναφορές και τις εικόνες τούτης της πόλης, όταν η βεγγέρα, δηλαδή η
απογευματινή συνάντηση με τις καρέκλες έξω από τις πόρτες, έφερνε τη
συναναστροφή της γειτονιάς, που ο κόσμος επικοινωνούσε/δένονταν μεταξύ τους κι
έτσι δεν φοβόνταν ο ένας τον άλλο.
Για να κερδίσουμε τον χώρο, πρέπει να τον αγαπήσουμε. Για να βάλουμε
την αισθητική στη ζωή μας, πρέπει να την ενσωματώσουμε μέσα στη συμπεριφορά
μας. Για να αγωνιστούμε για τους ελεύθερους χώρους, πρέπει να τους ονειρευτούμε,
ως στοιχεία ψυχικής και βιολογικής αποκατάστασης.
Ο κήπος λοιπόν, το άλσος, το πάρκο, δεν είναι
ένα απομεινάρι αδόμητης έκτασης, που το
γλιτώσαμε από την τσιμεντοποίηση, που το
κερδίσαμε με τους αγώνες μας, για μια ανάσα ζωής. Ο ελεύθερος χώρος δεν είναι
δημόσιο κτήμα, που μας κάνει τη χάρη και δεν το εκμεταλλεύεται ο επενδυτής ,
ανεξάρτητα αν λέγεται ιδιώτης ή κράτος. Ο ελεύθερος χώρος είναι κοινωνικό αγαθό,
κομμάτι της ψυχής μας και εφάμιλλης φυσικά αξίας με την υγεία, την εκπαίδευση,
τη σωματική άσκηση. Διότι η στενωπός της αστικής ζωής, η συσσώρευση στις πόλεις
για εργασία, έχει την αναγκαστική της διέξοδο σε χώρους γειτονικούς με την
κατοικία μας, για να επανακάμψομε βιολογικά και ψυχικά από το καθημερινό
stress.
Οι σύγχρονες πόλεις σχεδιάζονται στη βάση των ανοικτών
χώρων, που δεν είναι μόνο οι πλατείες και τα παρκάκια, ως διακοσμητικά στοιχεία
χωροταξίας, αλλά οριοθετούνται με
βάση τη φέρουσα ικανότητα μιας περιοχής,
στο κατά πόσο δηλαδή δίνει διέξοδο στον πολίτη, χωρίς να κάνει μεγάλες
διαδρομές, να έχει εκεί κοντά του, την οικολογική, την φυσική του αποκατάσταση.
Από τα
ονομαστά μποστάνια των Ασσυρίων «Ζιγκουράτ», που τους ξέρουμε ως κρεμαστούς
κήπους της Βαβυλώνας και τον βιβλικό κήπο της Εδέμ (που στα εβραϊκά σημαίνει
απόλαυση-εντέν), μέχρι την Ακαδημία του Πλάτωνα, τον κήπο του Αριστοτέλη, πλάι
στον Ηριδανό ποταμό (στη Βασιλίσσης
Σοφίας παρά το Βυζαντινό Μουσείο) και
τον κήπο των Μουσών, εκεί περίπου που βρίσκεται σήμερα ο Εθνικός κήπος, ο
πολιτισμός σημειολογικά πήρε μυθικές διαστάσεις στην Αναγέννηση, όταν το
περιώνυμο «άλσος του Παρνασσού», δηλαδή ο ιδεατός χώρος του λόγου, της
μουσικής, του χορού και εν γένει της αισθητικής, έγινε ο πυλώνας της αρχαιολατρίας
και του κλασικού esthete, πολύ πιο πριν
προχωρήσουν οι επισκέψεις στη χώρα μας
των τρελαμένων με τις αρχαιότητες Ευρωπαίων.
Και φυσικά γεννιέται το ερώτημα, στο γιατί ο
παράδεισος, έγινε συνώνυμο της μεταθανάτιας αποκατάστασης των ψυχών. Γιατί η
έννοια του παραδείσου, δεν είναι μόνο χριστιανικό-εβραϊκό εφεύρημα, μια και
όλοι οι προγενέστεροι λαοί, που επηρέασαν την χριστιανική κουλτούρα, έχουν τον
λατρευτό κήπο, την μετάβαση σε μια ονειρική ατμόσφαιρα, ως μεταθανάτια
αποκατάσταση του επίγειου άλγους.
Κι εδώ έχει σημασία να σημειώσουμε την
παρέμβαση του περσικού παραδείσου, δηλαδή την φιλοκαλία στην κηπευτική και στα άλση, που είχαν οι
Πέρσες με τους παραδείσους τους. Οι στολισμένες πόλεις τους, με τα
λουλούδια στις αλέες, τα βοτσαλωτά περάσματα, τις κρήνες, τις στέρνες και
τις αγαλμάτινες παραστάσεις, έδιναν την
αίσθηση της ονειρικής μετάβασης σ’ ένα φυσικό ιερό, που προστατεύονταν υπό την
αιγίδα του βασιλιά, που ως εντολοδόχος του Θεού, έπρεπε να φυλάξει τούτη την
ομορφιά.
Στην ιαπωνική κουλτούρα ο κήπος, απότοκο
στοιχείο του σιντοϊσμού, αλλά και της μεταγενέστερης επιρροής του βουδισμού και
του ταοϊσμού, μέσα από τον απέριττο -λιτό αρχιτεκτονικό του χαρακτήρα (εναλλαγή βράχων και δένδρων), πήρε το
τοπόγραμμα, δηλαδή το περίγραμμα του
τοπίου, την έμπνευση για την αυτοσυγκέντρωση
της ζεν αυτοκυριαρχίας και της πνευματικής εξάσκησης. Για την ιαπωνική τέχνη, ο
κήπος ήταν και είναι η επαφή με τις παραδόσεις τους. Απ’ εκεί ξεκινά η αγωγή
των παιδιών κι απ’ εκεί ευλογείται η συνένωση των ανθρώπων, στην οικογενειακή
τους συμβίωση, εκεί τιμούν τις μνήμες των δικών τους ανθρώπων, που έφυγαν για
το ταξίδι της αθανασίας. Ο κήπος είναι η
μήτρα της ψυχικής ομορφιάς, αναφέρεται σε μια σειρά ποιημάτων χαϊκού.
Αφού λοιπόν πούμε πολλά για το παρελθόν, που
μας κάνουν να θλιβόμαστε στο τρέχοντα χρόνο,
όταν σκεφτόμαστε πώς ήμασταν ως
πολιτιστικό κληροδότημα των αρχαίων, των βυζαντινών, των οθωμανών το
άλσος, ο κήπος, ο παράδεισος, ο μπαξές, φτάνουμε στο δια ταύτα των σημερινών
αστικών ελεύθερων χώρων, που βλέπουμε ν’
αλλοτριώνονται επειδή έχουν κοστολογηθεί
ως προνομιακά οικόπεδα ή εγκαταλείπονται
, γίνονται σκουπιδαριά, λόγω του ό,τι δεν υπάρχουν τα λεφτά για να συντηρηθούν.
Άρα έχουμε και τις περιπτώσεις, που ένα μέρος του οικοπέδου-φιλέτου, πρέπει
πάση θυσία να δοθεί ως αντιπαροχή (να θυσιαστεί), για να βγάλουν τ’ άλλα
στρέμματα τα λεφτά τους, για να επιβιώσουν ως δημόσιο ή δημοτικό λάφυρο!
Φτιάξαμε λοιπόν τους ελεύθερους χώρους με τα κριτήρια, τις προτεραιότητες της
οικονομικής ζωής μας. Πόσα θα μας δώσουν. Το άχρηστο εξωραΐζεται, γιατί δεν
μπορεί το κενό, το άδειο, να λογιστεί ως αγαθό της εμπορικής κουλτούρας.
Δηλαδή πάνω στη δέσμευση του ελεύθερου χώρου,
ουσιαστικά αναπτύσσεται το πεδίον αντιπαράθεσης του κοινωνικού ευ ζην, με το
τρέχον οικονομικό μοντέλο. Ο επενδυτής
στον ελεύθερο χώρο, δεν δεσμεύει κατασκευαστικά μόνο το οικόπεδο, αλλά επιπλέον
συμβάλλει μέσω του προϊόντος που κατασκευάζει (ένα Mall), στην
διαπαιδαγώγηση του καταναλωτισμού, στον
κομφορμισμό της ελευθερίας μας, γιατί για να πας εκεί, για να νιώσεις ωραία, θα
πρέπει να εξαργυρώσεις την απόλαυση του ελεύθερου χρόνου σου, με χρηματικό
αντίτιμο.
Η σύγχρονη λοιπόν νεοφιλελεύθερη ρυμοτομία,
ορίζει καλοσχεδιασμένα τετράγωνα, που ο ελεύθερος χώρος (ο ακάλυπτος των
σπιτιών), είναι καθαρά ιδιωτικής χρήσης (ενώ σε μερικές περιπτώσεις μοιράζεται
ως κοινός κήπος-πρασιά με τα παρακείμενα σπίτια του συνολικού περιφραγμένου
οικοδομήματος). Έτσι αναγκαστικά η
κοινωνικότητα κατευθύνεται σ’ ένα δημόσιο χώρο, σ’ ένα σουλουπωμένο συγκρότημα εμπορικών και ψυχαγωγικών κέντρων
με αλτάνες και βεράντες, ούτως ώστε να δημιουργείται η αίσθηση της εκτόνωσης.
Κι απ’ εδώ ξεκινάει ένα μεγάλο ζήτημα, που έχει σχέση με το τι σημαίνει
διάλειμμα, από την εντατικοποίηση της καθημερινότητας. Το πώς ο ελεύθερος
χρόνος και ο ελεύθερος χώρος, μαντρώνονται μέσα σ’ ένα στυλιζαρισμένο τρόπο
συμπεριφοράς.
Μου έχει κάνει ιδιαίτερη αίσθηση αυτό λ.χ.
που κυκλοφορεί στη Σουηδία. Μια χώρα με υψηλή ποιότητα κοινωνικής προστασίας,
που στις προηγούμενες δεκαετίες είχε φροντίσει το κράτος να κτίσει
ευπαρουσίαστες εργατικές κατοικίες, με την αλάνα να τις περιτριγυρίζει, με τις οικογένειες να βγαίνουν τις καλές μέρες
να συναναστραφούν, τα παιδιά να παίξουν στις κούνιες και στα γήπεδα, ακόμα και
να κάνουν εκεί πέρα, μεταξύ των φίλων και barbeque.
Στο μοντέλο λοιπόν των εργατικών
πολυκατοικιών του Γκέτεμποργκ, του Μάλμε, της Στοκχόλμης, του Λουντ,
διαμορφώθηκε τα προηγούμενα χρόνια η συνείδηση της εργατικής Σουηδίας. Κι όμως
όπως μαθαίνω, τώρα είναι ντροπή, να πεις ότι μεγάλωσες και γεννήθηκες σ’
εκείνες τις γειτονιές! Η κοινωνία του εντυπωσιασμού θέλει να ξεχάσει την
ομαδικότητα. Οι νέοι ψάχνουν
διαμερίσματα, που να μην τους θυμίζουν τα σπίτια των γονιών τους!
Η τρέχουσα οικονομία λοιπόν φτιάχνει όχι μόνο
τα νέα πρότυπα, αλλά αποδομεί και την ιστορία του τόπου. Μια τέτοια κλασική
περίπτωση είναι τα προσφυγικά ερείπια της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Ο
σημερινός περαστικός το μόνο που εύχεται, είναι να γκρεμίσουν το γυφταριό, για
ν’ αναδειχθεί περισσότερο ο περιβάλλων χώρος σ’ ένα αρχιτεκτονικό έκτρωμα, τα
δικαστήρια, γιατί αυτός ο προνομιακός χώρος που λέγεται προσφυγικά, είναι μια
καλή ευκαιρία να ενσωματωθεί σ’ ένα σχέδιο ανάπλασης, που μέσα του θα έχει ένα
γήπεδο, μερικά ακόμα εμπορικά μαγαζιά κι ένα απέραντο πάρκινγκ αυτοκινήτων.
Και φυσικά αναφερόμενοι στους αρχιτεκτονικούς
μεταμοντέρνους εξωραϊσμούς, δεν πρέπει να παραλείψουμε τον κήπο της ταράτσας.
Ως ιδέα δεν είναι καθόλου κακή. Τουναντίον
μάλιστα, δημιουργεί ύφος και παράλληλα διέξοδο στους ενοίκους να πάνε πάνω και
ν’ αποκτήσουν μέσα στην όποια φυτική
κάλυψη που έχει δημιουργηθεί, μια είδους κοινωνική συναναστροφή. Βεβαίως έτσι
μειώνεται και η θερμοκρασία του σπιτιού, δημιουργείται τροποτινά ένα οικολογικό
ισοζύγιο στον δομημένο χώρο. Σε τούτες λοιπόν τις πρωτότυπες ιδέες, δεν είμαι
αντίθετος. Όμως είναι άλλο αυτό το διευρυμένο μπαλκόνι στην ταράτσα, που
μαζεύουμε τους κολλητούς μας κι άλλο ο δημόσιος χώρος, που έρχεται ο
οποιοσδήποτε απροσκάλεστος.
Για να
συμπυκνώσουμε λοιπόν το νόημα της σημερινής εκδήλωσης(7.6.15), για να δώσουμε
ένα ζουμί στα λόγια μας, για να τιμήσουμε το έργο του συγγραφέα, θα πρέπει να
προσανατολίσουμε το στόχο μας στο προσδιορισμό της φιλοσοφικής ελευθερίας, που
αντιμάχεται τη σκλαβιά του ελεύθερου χρόνου. Ο ανθρωπισμός δεν είναι μόνο
αλληλεγγύη, δεν είναι συμμετοχή, δεν είναι ιδεολογία αλτρουϊσμού, είναι
πρωτίστως, ξεπέρασμα των προσωπικών κόμπλεξ, είναι η πεμπτουσία της ζωής που
ξεκινά από εμάς για εμάς και απευθύνεται στους άλλους, όχι ως φιλανθρωπία, αλλά
ως συμμετοχική συμπόρευση, για ν’ απαλύνουμε το δυσβάστακτο πόνο των προσωπικών
μας στιγμών. Για να μοιραστούμε το γέλιο και το δάκρυ. Το κρασί και το
τραγούδι. Τα όνειρα και τις σιωπές μας!
Το βασικό μας επιχείρημα εναντίον της
εργασίας τις Κυριακές, πηγάζει από την άποψη, ότι απέναντι στο δικό τους
καταναλωτισμό, στο συνεχές ξόδεμα του χρήματος και στην πίεση εργασίας στους
απασχολούμενους, στην εμπορευματοποίηση του πολιτισμού, έχουμε το δικό μας
αντίδοτο. Την ανέξοδη προσωπική απόλαυση, αυτό που υποτιμητικά μας το πετάνε…
ως «χάσιμο χρόνου», ως «αρκετά με το αραλίκι σας»!
Ναι λοιπόν είμαστε με το αραλίκι. Ναι θέλουμε
να έχουμε τις δικές μας επιλογές στους ελεύθερους χώρους, να δοκιμάσουμε τις
δεξιότητες στην κηπουρική, στις ερασιτεχνικές μικροκατασκευές, στην μαγειρική
προς τους φίλους, στο χορό, στη ζωγραφική, στην μουσική, στο ερασιτεχνικό
αθλητισμό.
Κλείνοντας, θ’ αναφερθώ σ’ ένα παράδειγμα,
που έζησα κάποτε όταν κατοικούσα στη Νέα Υόρκη, μιας άλλης εποχής. Μέσα σ’ εκείνο το καπιταλιστικό χάος, οι κάτοικοι
του Μανχάταν, μια φορά τον μήνα στη γειτονιά μας, την άνοιξη, το καλοκαίρι και
το φθινόπωρο, οργάνωναν πικνίκ στο δρόμο μας, με αφορμή να περιποιηθούμε τα
δένδρα. Ο καθείς έφερνε τα φαγητά του, τις μπύρες, την μουσική, για να
γνωριστούμε καλύτερα και να συναποφασίσουμε, το πώς θα βελτιώσουμε μια ικμάδα
ανθρωπιάς, μέσα στην απάνθρωπη πόλη!
Από τότε (στις δεκαετίες του ’70 και ’80),
πολλά όμως άλλαξαν…
Ο κόσμος, οι απόψεις, η αντίληψη της τοπικής
κοινωνικής πολιτικής. Το 1999 ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, ανακοίνωσε ότι περίπου
100 πάρκα της πόλης, μπαίνουν σε πλειστηριασμό. Θα ιδιωτικοποιηθούν για να
κτιστούν εμπορικά κέντρα με πράσινο. Φυσικά η άμεση αντίδραση των πολιτών, μέσα
από άρθρα, διαδηλώσεις και καταλήψεις, δημιούργησε τους «Green Guerrillas», τους λεγόμενους αντάρτες της πρασιάς.
Πήγαιναν δηλαδή και φύτευαν μερικά λουλούδια
και δένδρα κι έπειτα τα φύλαγαν σε βάρδιες.
Μια παρόμοια ιστορία έγινε και στο Λος
Άντζελες, μ’ ένα διαφορετικό τρόπο, σε μια δημοτική έκταση όση περίπου αυτή του
Ελαιώνα. Εκεί λοιπόν καμιά 350ριά μικροί
παραγωγοί ισπανικής καταγωγής (από την κεντρική Αμερική), καλλιεργούσαν το χώρο
κι έβγαζαν μια μικρή παραγωγή λαχανικών για μια 25ετία, που στη συνέχεια
τροφοδοτούσαν διάφορες ομάδες που φρόντιζαν για τη διατροφή των ανέργων και των
άστεγων. Ήρθε λοιπόν διαταγή το 2000 να εκκενώσουν το συγκεκριμένο χώρο, γιατί
ήθελε ο δήμος να κτίσει εκεί ένα εργοστάσιο καύσης απορριμμάτων. Επακολούθησαν
ταραχές, με τελικό αποτέλεσμα ν’ απομακρυνθούν βίαια οι λεγόμενοι αγρότες της
πόλης.
Και μια και αναφερθήκαμε στο ζήτημα των
αστικών χωραφιών, θα πρέπει χάρη της ολοκλήρωσης του θέματος, να πούμε δυό
ενημερωτικά λόγια για τους συμμετοχικούς λιλιπούτιους αγρούς των πόλεων. Αυτή η
δραστηριότητα που είναι περισσότερο γνωστή με την αγγλική της ορολογία «Allotment garden»
ή «community garden» (στις ΗΠΑ και
Καναδά).
Είναι δηλαδή, εντός
των πόλεων σε αδόμητες εκτάσεις, λίγα τετραγωνικά μέτρα χωραφιού, που τα
νοικιάζει ο ενδιαφερόμενος από το Δήμο κι εκεί μέσα καλλιεργεί για το σπίτι του
λαχανικά και άνθη.
Το φαινόμενο αυτό
που εμφανίστηκε κυρίως στις δυτικές χώρες, παραδόξως είχε μεγάλη αποδοχή και
στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία, με τα λεγόμενα «paneláky zahradní», δηλαδή οι μικροί κήπου που δημιουργήθηκαν δίπλα στα τεράστια κλασικά
οικοδομήματα-διαμερίσματα της σοβιετικής αρχιτεκτονικής, για να βρουν διέξοδο
εκεί οι άνθρωποι που είχαν ενδιαφέρον για την κηπευτική και τις μικροκαλλιέργειες. Μάλιστα σε μερικά
είχαν μέσα κι ένα ξύλινο σπιτάκι, που μπορούσαν να χαρούν την παρέα με τους
φίλους τους.
Οι αστικοί αγροί, με μεγάλη παράδοση στη Δανία ξεκίνησαν στις αρχές του
20ου αιώνα και πολύ γρήγορα οι πρώτες απόπειρες δημιούργησαν σ’ όλη
τη χώρα περί τους 20.000 τέτοιους κήπους, για να φτάσουν σήμερα στις 62.000 με καμιά 1000άδα μόνο στην Κοπεγχάγη!
Σήμερα η συνήθεια αυτή είναι αρκετά διαδομένη στη Σκανδιναβία, στη
Γερμανία με το 1.400.000 αστικούς αγρούς και ε εξ αυτών, περί τους 900ους στο
Βερολίνο! Ακόμα και στην Μάλτα έγινε μια προσπάθεια από το 2011, στην Ολλανδία
υπάρχουν 240.000 τέτοιοι κήποι, στις Φιλιππίνες, στην Πολωνία, στην Πορτογαλία
, στη Ρωσία, ενώ έχει σημασία να πούμε ότι στο Λονδίνο αυτοί που αντιτάχθηκαν
στην Οργάνωση των πρόσφατων Ολυμπιακών αγώνων, ήταν οι καλλιεργητές των
συμμετοχικών κήπων, γιατί αυτοί επλήγησαν με τη δήμευση των αστικών αγρών, προς
χάρη των ολυμπιακών εγκαταστάσεων και των κέντρων υποστήριξης αυτών.
Μιχάλης Μιχελής Ιούνιος 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου