Του Θανάση Βαλτινού
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ἀκριβῶς τοῦ δρόμου. Ἀπὸ κάπου
πρέπει νὰ τὸ εἶχε σκάσει. Ἦταν καθαρὴ καὶ ὑγιής. Τὸ τρίχωμά της γυάλιζε
— ἐξαιρετικὰ νέα δηλαδή. Ἑνάμιση-δύο χρόνων;
Στὴν Ἀστυδάμαντος σταμάτησα. Ἔβγαλα
τὰ κλειδιά μου. Εἶχε φτάσει ἡ ὥρα. Ἐκείνη ἔπαψε νὰ τρέχει. Ἀκίνητη.
Ἦταν μιὰ πρώτη ραγισματιὰ ἀμφιβολίας. Εἶχα ψηλὰ ἕνα μεγάλο μπαλκόνι,
αὐτὸ ἦταν ὅλο. Νὰ τὴν κάνω τί; Ἔβαλα τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα προσπαθώντας
νὰ μὴν τὴν κοιτάξω. Συμπεριφορὰ δειλοῦ. Δὲν τὰ κατάφερα. Τὸ μάτι μου
τὴν ἀναζήτησε ἀπὸ μόνο του. Πάντα ἀσάλευτη, μὲ μιὰν ἀξιοπρέπεια
στὴν ἀκινησία της, μὲ παρακολουθοῦσε ποὺ τὴν ἔκλεινα ἔξω.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ και απώτερη πηγή : Περ. Ἐντευκτήριο, τχ.
98, 8-10/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου