Του Θανάση Βαλτινού
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ἀκριβῶς τοῦ δρόμου. Ἀπὸ κάπου
πρέπει νὰ τὸ εἶχε σκάσει. Ἦταν καθαρὴ καὶ ὑγιής. Τὸ τρίχωμά της γυάλιζε
— ἐξαιρετικὰ νέα δηλαδή. Ἑνάμιση-δύο χρόνων;
Διασχίζοντας τὴ Βασιλίσσης Σοφίας,
ἀπὸ Πλουτάρχου πρὸς Ριζάρη, μὲ πῆρε ἀπὸ πίσω. Ἦταν χαρούμενη. Μὲ
προσπερνοῦσε, μὲ τὴν οὐρὰ ὀρθωμένη, προχώραγε τρέχοντας, ξαναγύριζε
κοντά μου. Χαρούμενη. Μὲ ἀκολούθησε ἔτσι ἕως τὴ Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Τὴν περάσαμε μαζί. Μπήκαμε στὴν Ἀντήνορος. Ἔφυγε πάλι μπροστά. Πάντα
τρέχοντας, πάντα μὲ τὴν οὐρὰ ψηλά. Διαδήλωνε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν
εὐφροσύνη της. Εὐφροσύνη ποὺ ζοῦσε, ποὺ ξαναγύριζε πίσω καὶ μὲ κοίταζε
στὰ μάτια, ποὺ μὲ ἐμπιστευόταν.
Στὴν Ἀστυδάμαντος σταμάτησα. Ἔβγαλα
τὰ κλειδιά μου. Εἶχε φτάσει ἡ ὥρα. Ἐκείνη ἔπαψε νὰ τρέχει. Ἀκίνητη.
Ἦταν μιὰ πρώτη ραγισματιὰ ἀμφιβολίας. Εἶχα ψηλὰ ἕνα μεγάλο μπαλκόνι,
αὐτὸ ἦταν ὅλο. Νὰ τὴν κάνω τί; Ἔβαλα τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα προσπαθώντας
νὰ μὴν τὴν κοιτάξω. Συμπεριφορὰ δειλοῦ. Δὲν τὰ κατάφερα. Τὸ μάτι μου
τὴν ἀναζήτησε ἀπὸ μόνο του. Πάντα ἀσάλευτη, μὲ μιὰν ἀξιοπρέπεια
στὴν ἀκινησία της, μὲ παρακολουθοῦσε ποὺ τὴν ἔκλεινα ἔξω.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ και απώτερη πηγή : Περ. Ἐντευκτήριο, τχ.
98, 8-10/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου