|
|
Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ τῆς γειτονιᾶς μου ἀρρώστησε.
Πρῶτα
μαράθηκε ἡ κορυφή, μετὰ γείρανε τὰ μυτερά του κλαδιά, ἔγινε ἕνα
ξερὸ μνημεῖο μιζέριας καὶ λαμογιᾶς. (Γιατὶ, ὅλοι ψιθυρίζουνε πιὰ πὼς
ἡ αἰτία τῆς ἀρρώστιας βρίσκεται στὶς προμήθειες τῶν ἐργολάβων, ἀφοῦ
ὅπως λένε, στοὺς Ὀλυμπιακούς τοῦ 2004, θέλοντας νὰ βάλουνε περισσότερα
χρήματα στὴν τσέπη, φέρανε μολυσμένους φοίνικες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο,
ποὺ τοὺς πληρώσανε φτηνότερα, ἀλλὰ βέβαια στὰ χαρτιὰ ὅσο καὶ τοὺς ὑγιεῖς.)
Δουλεύει τὸ σκουλήκι, μεταδίδεται ἡ ἀσθένεια μὲ τὸν ἀέρα καὶ ἁπλώνεται
παντοῦ στὶς αὐλές, στοὺς κήπους, στὰ πάρκα. Οἱ φοίνικες ποὺ κανονικὰ
ζοῦν πολλὰ χρόνια καὶ παλιότερα δήλωναν εὐπορία, εὐμάρεια καὶ καλοτυχία
στοὺς κήπους, ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ξεραίνονται παντοῦ.
Τώρα, λένε, χρειάζεται νὰ βροῦνε κάποιον ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ τὰ γιατρέψει
αὐτὰ τὰ δέντρα καὶ νὰ τὸν πείσουνε νὰ ἔρθει ἐδῶ. Νὰ ἑτοιμάσει τὰ μαντζούνια
του νὰ ψεκάσει, νὰ μπολιάσει, νὰ κλαδέψει.
Ὅμως ποῦ νὰ τὸν βροῦν ἔτσι ὅπως τὰ καταφέρανε καί, ὕστερα, κυκλοφοροῦν
τόσοι ἀεριτζῆδες στὴν πιάτσα. Ποιὸν νὰ ἐμπιστευτεῖ κανείς;
Τὸν φοίνικα θὰ τὸν κόψουνε τελικά. Εἶδα τὸ ἁμάξι μὲ τὸν ψηλὸ γερανὸ
καὶ τὸ μεγάλο ἁλυσοπρίονο. Θὰ τὸν κάνουν κομμάτια, θὰ τὸν πετάξουνε
στὰ σκουπίδια. Ἴσως κάποιος ἀπ’ τοὺς φτωχοὺς μετανάστες τῆς γειτονιᾶς
πάρει τὰ στρογγυλὰ κομμάτια τοῦ κορμοῦ καὶ τὰ κάνει σκαμπὼ νὰ κάθονται
οἱ ἐπισκέπτες του.
Θὰ μπῶ στὸ σπίτι ἢ θὰ φύγω μακριὰ ὅταν ἔρθει ἐκείνη ἡ ὥρα, δὲν θέλω νὰ
δῶ τὴν ἀποκαθήλωση, ὅσο κι ἂν λένε ὅλοι πιὰ (οἱ συστημικοὶ συμπολίτες
μας) πὼς οἱ ἀλλαγὲς εἶναι μέρος τοῦ φυσικοῦ συστήματος καὶ πὼς ὁ ἄνθρωπος
ὑποτάσσεται ἔτσι κι ἀλλιῶς σ’ αὐτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου